Είναι η πιο υπέροχη, η πιο χρυσή παραλία του βόρειου άξονα. Ένα πραγματικό δώρο του Θεού, μ’ ένα μεγάλο ζηλευτό χωράφι από πάνω
γεμάτο αλμυρίκια και παλιούς πανύψηλους φοίνικες. Κάποτε ήταν μποστάνι που ποτιζόταν από υφάλμυρο νερό ενός πηγαδιού και τις αρχές του ’70 λειτούργησε εκεί για λίγο ένα αποτυχημένο camping για τα παιδιά των λουλουδιών, προκαλώντας τον αποτροπιασμό των ανθρώπων του χωριού που έστεκε παρά πέρα. Μετά, χωράφι και παραλία πήραν έναν δρόμο ξέφρενο και αχαλίνωτο με προδιαγεγραμμένη κατάληξη σαν τη ίδια τη χώρα τους. Στα μάτια μου, δεν πρόκειται για μια απλή παραλία ή ένα απλό παραθαλάσσιο χωράφι, αλλά για την ίδια την Ελλάδα σε μικρογραφία, αφού οι βίοι τους τα τελευταία σαράντα χρόνια ήταν ανατριχιαστικά πανομοιότυποι.
Την δεκαετία του ’80 απόσωναν ως εκεί λίγοι τουρίστες με σακίδια κι ακόμα λιγότεροι ντόπιοι. Ήταν μακριά απ’ την πόλη για τα δεδομένα μιας εποχής με κάκιστες συγκοινωνίες, λίγα ιδιωτικά αυτοκίνητα και ελάχιστα μηχανάκια. Όποιος έφτανε στην παραλία έκανε ημερήσια εκδρομή κι έπρεπε να κρατά την ομπρέλα του, το νερό του, σάντουιτς αν ήταν νεαρός ή σπιτικά κεφτεδάκια αν επρόκειτο για οικογένεια. Οι αγρότες που γέμιζαν τα λεωφορεία του ΚΤΕΛ πηγαίνοντας στην πόλη, κοίταζαν περίεργα τους λίγους αργόσχολους που αντί να δουλεύουν προτιμούσαν να λιάζονται ημίγυμνοι όλη την ημέρα. Άρχισαν όμως σιγά-σιγά να αντιλαμβάνονται έναν καινούριο όρο που λεγόταν «διακοπές», αλλά και να διακρίνουν μια νέα πηγή εισοδήματος πολύ ανώτερη απ’ αυτή που είχαν ως τότε στα χέρια τους. Στο τέλος του ’80 άρχισαν να ξεφυτρώνουν τα πρώτα μίζερα ενοικιαζόμενα δωμάτια στη γύρω περιοχή και στη συνέχεια οι ταβέρνες και τα σουβενιρατζίδικα.
Από το 1990 και πέρα, κάθε χρόνο υπήρχε και μια αλλαγή στην παραλία. Στην αρχή έχτισαν μια ξύλινη καντίνα που πουλούσε φραπέ σε πλαστικό και άψητα τόστ. Μετά έβαλαν τρεις σειρές χρωματιστές ομπρέλες και ξαπλώστρες για όποιον ήθελε να πληρώσει. Στη συνέχεια τα τοπικά συμφέροντα άρχισαν να τσακώνονται για την εκμετάλλευση της χρυσοφόρας παραλίας που άρχισε να γίνεται της μόδας. Στα μέσα του ’90, οι ομπρέλες έγιναν τόσες πολλές που κατέλαβαν όλη την άμμο, εξοβελίζοντας τους ελεύθερους κολυμβητές. Οι καντινιέρηδες έφεραν μερικά αθώα κανό και θαλάσσια ποδήλατα προς ενοικίαση, ενώ έστησαν κι έναν πρωτόγονο φιλέ για βόλεϊ. Η γύρω περιοχή χωρίς να το πολυκαταλάβει μπήκε στην τουριστική βιομηχανία και η παραλία έγινε το κέντρο της.
Λίγο πριν το 2000, η παράγκα εξαφανίστηκε και στο χωράφι εγκαταστάθηκε ένα μεγαλύτερο κτίσμα με τραπεζάκια κάτω από τους φοίνικες για πρωινά και φαγητό. Έπειτα, οι πολύχρωμες πλαστικές ομπρέλες αντικαταστάθηκαν από πιο μόνιμες με χοντρούς ξύλινους πασσάλους και χόρτα αφρικάνικου στυλ στο καπέλο, σα να επρόκειτο για καμιά ακτή του Ντακάρ. Κάτω απ’ τους πασσάλους μπήκαν ενσωματωμένα ξύλινα τραπεζάκια και πλαστικές πολυθρονίτσες, για τους χοντρούς και τις χοντρές που δυσκολεύονται να ξαπλώσουν και για όσους δυσανασχετούν όταν ακουμπούν τον καφέ τους στην άμμο. Στα μέσα της νέας χιλιετίας, ο ρυθμός των αλλαγών έγινε μεθυστικός. Η παραλία «απογειώθηκε» κατά πως έλεγαν οι «ιδιοκτήτες» της. Στη θέση των αθόρυβων κανό και ποδηλάτων εγκαταστάθηκαν θαλάσσια σπορ, δηλαδή μηχανάκια που τρέχουν σαν δαιμονισμένα πάνω στα κύματα, μπανάνες που τις σέρνανε ταχύπλοα και αλεξίπτωτα. Το μαγαζάκι που είχε αντικαταστήσει την παράγκα κατεδαφίστηκε και στη θέση του χτίστηκε ένα πελώριο bar-restaurant με μια αλλόκοτη εμφάνιση, ανάμεσα σε Αμερικάνικο διαστημόπλοιο και Ισπανική καραβέλα. Ένας διάσημος διακοσμητής εξ’ Αθηνών πληρώθηκε αδρά για να ανακατέψει «δημιουργικά» μέταλλα, ξύλα, σχοινιά, άλμπουρα, καθρέφτες, καταρράκτες, φωτισμούς ημέρας, ράμπες, μακρύτατους πάγκους και στρογγυλά τραπεζάκια για όρθιους.
Γιγάντια ηχεία κρεμασμένα σε φοίνικες και αλμυρίκια άρχιζαν απ’ το πρωί να μεταδίδουν τη γνωστή εκνευριστική μουσική της παραλίας, που βασίζεται στο ντούκου-ντούκου. Οι ομπρέλες ξαναμεγάλωσαν σε μέγεθος και οι παλιές πολυθρόνες αντικαταστάθηκαν από κάτι Ρωμαϊκού τύπου ανάκλιντρα με λευκά μαξιλάρια, σε μέγεθος ημίδιπλου κρεβατιού. Γκαρσόνια άρχισαν να περιφέρονται ανάμεσα στις ομπρέλες και να παίρνουν παραγγελίες, καθώς δεν ήταν πρέπον να περπατήσει ο λουόμενος τα είκοσι μέτρα ως το μπαρ για να πάρει τον καφέ του. Τα πλαστικά ποτήρια και πιάτα εξαφανίστηκαν, τώρα όλα ήταν γυάλινα. Λεκάνες με πάγο έμπαιναν υποχρεωτικά σε κάθε τραπεζάκι και ο πελάτης είχε να διαλέξει ανάμεσα σε πέντε διαφορετικές μάρκες ελληνικών ή εισαγόμενων νερών. Παλαβά κοκτέϊλς, παράξενα κρύα πιάτα και ακατανόητες φρουτοσαλάτες πήγαιναν κι ερχόντουσαν απ’ τα (ανασφάλιστα) γκαρσόνια, καθώς οι ένοικοι των ομπρελών έκαναν διαγωνισμό επίδειξης μεταξύ τους. Το πάρτι πάνω στο μπαρ άρχιζε από πολύ νωρίς και οι πελάτες αντί να κάνουν μπάνιο, χόρευαν μισομεθυσμένοι από το πρωί.
Παρά το υψηλότατο κόστος όλων αυτών των υπηρεσιών, όλος ο «καλός» κόσμος που ζούσε ή επισκεπτόταν την περιοχή, ήταν υποχρεωμένος να κάνει το μπάνιο του σ’ αυτή την παραλία. Κάθε άλλη επιλογή θεωρούνταν de facto κατώτερη. Τα τελευταία χρόνια, ήταν αδύνατο να βρει κανείς ομπρέλα αν δεν την είχε κρατήσει (προπληρώνοντας) αρκετές μέρες νωρίτερα ή από την αρχή της σεζόν. Η επίσκεψη στην παραλία για μια βουτιά είχε γίνει πια συνώνυμο του υψηλού κοινωνικού και οικονομικού status. Στις άκρες του μπαρ, ουρές από επίδοξους ενοίκους προσπαθούσαν να δωροδοκήσουν τα γκαρσόνια για μια ομπρέλα, με τις κοπέλες τους να στέκουν παραδίπλα στραβομουτσουνιασμένες για τον «άχρηστο» συνοδό τους που ήταν ανίκανος να τους εξασφαλίσει μια θέση στο κέντρο της γκλαμουριάς. Στο μεταξύ, η προσφορά υπηρεσιών πολυτελείας όλο και αυξανόταν.
Τώρα πια, ο ευδαίμων άνθρωπος που είχε εξασφαλίσει θέση δεν χρειαζόταν καν να σηκώσει το χέρι για να καλέσει το γκαρσόνι. Σε κάθε βάση ομπρέλας τοποθετήθηκε ένα κουμπί, που μ’ ένα πάτημα ειδοποιούσε ηλεκτρονικά το προσωπικό να τρέξει. Μόνιμοι Φιλιππινέζοι και Φιλιππινέζες μασέρ πήραν πιστοποίηση από το μαγαζί για την ποιότητα του μασάζ τους σε πλάτες και πατούσες, ώστε οι πελάτες να μην ξεπέφτουν στις αμφίβολες υπηρεσίες των περιφερόμενων συμπατριωτών τους. Πίσω από το μπαρ, δημιουργήθηκε ένα πελώριο πάρκιν με είσοδο από τον κεντρικό δρόμο, όπου οι πελάτες παρέδιδαν τα θηριώδη τζιπ τους σε παρκαδόρους για να μην ταλαιπωρούνται ψάχνοντας θέση μέσα στη ζέστη. Το μόνο που δεν έκανε το μαγαζί, ήταν να έρχεται να σε παίρνει σηκωτό από το σπίτι και να σε γυρίζει πίσω μετά το μπάνιο, χωρίς να κουνήσεις το δακτυλάκι σου.
Πριν από δυο χρόνια, οι ιδιοκτήτες έλεγαν περήφανοι ότι το επίπεδο του μπαρ και της παραλίας είχαν φθάσει και ξεπεράσει την Ψαρού της Μυκόνου. Το μόνο που μπορούσαν πια να κάνουν, ήταν να μελετήσουν και να μεταφέρουν εδώ το επίπεδο υπηρεσιών που είχαν διάσημες κοσμοπολίτικες παραλίες του εξωτερικού σαν το Κάπρι ή οι Κάννες, καθώς στην Ελλάδα ήταν πλέον πρώτοι. Η απόλυτη επιβεβαίωση αυτής της φοβερής επιτυχίας ήταν οι συνεχείς επισκέψεις (από το 2008 και μετά) της καλοκαιρινής κάμερας του STAR με τον περίφημο ρεπόρτερ της νύχτας Τσιλιπουνιδάκη. Ξαπλωμένοι κώλοι, βυζιά που ανεβοκατέβαιναν, χορευτικές φιγούρες, ιαχές γύρω από τους πάγκους, θεαματικές βουτιές από γκόμενες, μπάρμεν που κτυπούσαν κοκτέιλς στο ρυθμό της μουσικής, ήταν οι εικόνες της παραλίας μας που μετέδιδε κάθε βράδυ το κανάλι στις ειδήσεις του. Είχαμε φθάσει πια στον ανώτατο βαθμό της ανθρώπινης ευτυχίας, σ’ ένα είδος οριστικού παραδείσου που δεν έπαιρνε περαιτέρω βελτίωση, είχαμε κατακτήσει το απόλυτο όνειρο.
Και ξαφνικά φέτος, καλοκαιράκι του 2012, όσοι πήραν τον δρόμο για την κορυφαία παραλία της Μεσογείου, διαπίστωσαν εμβρόντητοι ότι τα πάντα ήταν κλειστά και ρημαγμένα. Το περίφημο μαγαζί δεν άνοιξε, οι ομπρέλες στην άμμο δεν ξεδιπλώθηκαν, τα ανάκλιντρα δεν στιχήθηκαν το ένα δίπλα στ’ άλλο, η δυνατή μουσική δεν άρχισε να παίζει. Η επιχείρηση έκλεισε, κατέρρευσε με πάταγο αφήνοντας κάτω απ’ τους φοίνικες και τα αλμυρίκια ολόκληρες νταλίκες από σκουπιδαριό. Πάγκοι ρημαγμένοι, χώροι διαλυμένοι, πανιά σχισμένα πάνω στα δέντρα, τσιμέντα ξεβαμμένα, τάβλες σπασμένες, σχοινιά ξεφτισμένα, όλα σκεπασμένα από κλαδιά και σωρούς άμμου που έφερε ο χειμώνας και ποτέ δεν καθαρίστηκαν. Τα σημάδια της λεηλασίας των ανακυκλώσιμων υλικών από Πακιστανούς και τσιγγάνους είναι ολοφάνερα. Τα πάντα είναι ξεκοιλιασμένα και άθλια. Η άμμος από κάτω είναι άδεια επίσης, με τις τσιμεντένιες βάσεις των ομπρελών ξεθαμμένες εδώ κι εκεί, σαν κοντάρια που απόμειναν καρφωμένα στο πεδίο της μάχης μετά το μακελειό.
Μα πως έκλεισε ένα τέτοιο μαγαζί; Γιατί; Τι έγινε; Έφταιξε η κρίση; Η μείωση της πελατείας; Της κατανάλωσης ίσως; Υψηλά κόστη; Μήπως χρέη; Κακή διαχείριση; Προβλήματα με τους ανταγωνιστές; Διαφορές με τον δήμο; Με την εφορία; Έλα ντε… Ο καθένας έχει και μια εξήγηση, ο καθένας διακινεί και μια αυθεντική πληροφορία για τα αίτια. Κρίμα που είμαι σε διακοπές και δε μπορώ να φέρω στην εκπομπή δώδεκα ειδικούς παραλιολόγους για να πουν με στόμφο δώδεκα διαφορετικές απόψεις για την παταγώδη πτώση της παραλίας, κατά το πρότυπο των οικονομολόγων που μιλούν για την κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας. Προσωπικά δεν έχω καμιά πληροφορία, παρά μόνο μια γενική εξήγηση. Οι εποχές καταρρέουν μαζί με τα σύμβολα τους κι αυτή η παραλία ήταν το κατ’ εξοχήν σύμβολο μιας αχαλίνωτης ευμάρειας δίχως θεμέλια. Όταν λοιπόν ο αέρας της κρίσης γκρέμισε τη γενική φούσκα, παρέσυρε ως άθυρμα και το σύμβολο της. Οι επιμέρους αφορμές δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία.
Απλώς αξίζει να καθίσει κανείς σε μια γωνιά και να παρατηρεί την έκφραση που σχηματίζεται στα πρόσωπα όσων έρχονται για πρώτη φορά στον χώρο και βρίσκονται αντιμέτωποι με το ρημαδιό. Παθαίνουν ένα είδος σοκ, που οφείλεται στην απότομη συνειδητοποίηση του τέλους μιας εποχής και στην βεβαιότητα ότι δεν θα την ξαναζήσουν. Ίσως εκείνο το δευτερόλεπτο περνά από το μυαλό τους ότι όλα αυτά ήταν μια υπερβολή, μια σπατάλη χωρίς νόημα, μια γκλαμουριά χωρίς ουσιαστική αξία. Πλην τους άρεσε, την είχαν συνηθίσει, τη θεωρούσαν δικαίωμα τους και τώρα -διάολε- πώς να συμβιβαστούν με κάτι χαμηλότερο, φτωχότερο, λιγότερο φανταχτερό; Που να ψάξουν τώρα για νέες πηγές ευχαρίστησης, για καινούριους τρόπους ευτυχίας; Αφού είχαν μάθει να τους δίνουν όλα έτοιμα στο πιάτο, να τα αγοράζουν σε βιομηχανική συσκευασία και να είναι ευτυχείς δίχως να προσπαθούν, δίχως να σκέφτονται. Κι αυτή η πουτάνα η παραλία, δε μπορούσε να πάρει την αντίστροφη πορεία σιγά-σιγά, για να συνηθίσουν κι αυτοί με τα νέα δεδομένα; Ήταν ανάγκη δηλαδή να φθάσει στο ανώτατο σημείο κι έπειτα να καταρρεύσει με πάταγο, αφήνοντας τους να περιφέρονται με τις Louis Vuitton τσάντες τους, τα Chanel γυαλιά τους και τις Miu Miu παντούφλες τους ανάμεσα στα σκουπίδια της, χωρίς να ξέρουν τι να κάνουν;
γεμάτο αλμυρίκια και παλιούς πανύψηλους φοίνικες. Κάποτε ήταν μποστάνι που ποτιζόταν από υφάλμυρο νερό ενός πηγαδιού και τις αρχές του ’70 λειτούργησε εκεί για λίγο ένα αποτυχημένο camping για τα παιδιά των λουλουδιών, προκαλώντας τον αποτροπιασμό των ανθρώπων του χωριού που έστεκε παρά πέρα. Μετά, χωράφι και παραλία πήραν έναν δρόμο ξέφρενο και αχαλίνωτο με προδιαγεγραμμένη κατάληξη σαν τη ίδια τη χώρα τους. Στα μάτια μου, δεν πρόκειται για μια απλή παραλία ή ένα απλό παραθαλάσσιο χωράφι, αλλά για την ίδια την Ελλάδα σε μικρογραφία, αφού οι βίοι τους τα τελευταία σαράντα χρόνια ήταν ανατριχιαστικά πανομοιότυποι.
Την δεκαετία του ’80 απόσωναν ως εκεί λίγοι τουρίστες με σακίδια κι ακόμα λιγότεροι ντόπιοι. Ήταν μακριά απ’ την πόλη για τα δεδομένα μιας εποχής με κάκιστες συγκοινωνίες, λίγα ιδιωτικά αυτοκίνητα και ελάχιστα μηχανάκια. Όποιος έφτανε στην παραλία έκανε ημερήσια εκδρομή κι έπρεπε να κρατά την ομπρέλα του, το νερό του, σάντουιτς αν ήταν νεαρός ή σπιτικά κεφτεδάκια αν επρόκειτο για οικογένεια. Οι αγρότες που γέμιζαν τα λεωφορεία του ΚΤΕΛ πηγαίνοντας στην πόλη, κοίταζαν περίεργα τους λίγους αργόσχολους που αντί να δουλεύουν προτιμούσαν να λιάζονται ημίγυμνοι όλη την ημέρα. Άρχισαν όμως σιγά-σιγά να αντιλαμβάνονται έναν καινούριο όρο που λεγόταν «διακοπές», αλλά και να διακρίνουν μια νέα πηγή εισοδήματος πολύ ανώτερη απ’ αυτή που είχαν ως τότε στα χέρια τους. Στο τέλος του ’80 άρχισαν να ξεφυτρώνουν τα πρώτα μίζερα ενοικιαζόμενα δωμάτια στη γύρω περιοχή και στη συνέχεια οι ταβέρνες και τα σουβενιρατζίδικα.
Από το 1990 και πέρα, κάθε χρόνο υπήρχε και μια αλλαγή στην παραλία. Στην αρχή έχτισαν μια ξύλινη καντίνα που πουλούσε φραπέ σε πλαστικό και άψητα τόστ. Μετά έβαλαν τρεις σειρές χρωματιστές ομπρέλες και ξαπλώστρες για όποιον ήθελε να πληρώσει. Στη συνέχεια τα τοπικά συμφέροντα άρχισαν να τσακώνονται για την εκμετάλλευση της χρυσοφόρας παραλίας που άρχισε να γίνεται της μόδας. Στα μέσα του ’90, οι ομπρέλες έγιναν τόσες πολλές που κατέλαβαν όλη την άμμο, εξοβελίζοντας τους ελεύθερους κολυμβητές. Οι καντινιέρηδες έφεραν μερικά αθώα κανό και θαλάσσια ποδήλατα προς ενοικίαση, ενώ έστησαν κι έναν πρωτόγονο φιλέ για βόλεϊ. Η γύρω περιοχή χωρίς να το πολυκαταλάβει μπήκε στην τουριστική βιομηχανία και η παραλία έγινε το κέντρο της.
Λίγο πριν το 2000, η παράγκα εξαφανίστηκε και στο χωράφι εγκαταστάθηκε ένα μεγαλύτερο κτίσμα με τραπεζάκια κάτω από τους φοίνικες για πρωινά και φαγητό. Έπειτα, οι πολύχρωμες πλαστικές ομπρέλες αντικαταστάθηκαν από πιο μόνιμες με χοντρούς ξύλινους πασσάλους και χόρτα αφρικάνικου στυλ στο καπέλο, σα να επρόκειτο για καμιά ακτή του Ντακάρ. Κάτω απ’ τους πασσάλους μπήκαν ενσωματωμένα ξύλινα τραπεζάκια και πλαστικές πολυθρονίτσες, για τους χοντρούς και τις χοντρές που δυσκολεύονται να ξαπλώσουν και για όσους δυσανασχετούν όταν ακουμπούν τον καφέ τους στην άμμο. Στα μέσα της νέας χιλιετίας, ο ρυθμός των αλλαγών έγινε μεθυστικός. Η παραλία «απογειώθηκε» κατά πως έλεγαν οι «ιδιοκτήτες» της. Στη θέση των αθόρυβων κανό και ποδηλάτων εγκαταστάθηκαν θαλάσσια σπορ, δηλαδή μηχανάκια που τρέχουν σαν δαιμονισμένα πάνω στα κύματα, μπανάνες που τις σέρνανε ταχύπλοα και αλεξίπτωτα. Το μαγαζάκι που είχε αντικαταστήσει την παράγκα κατεδαφίστηκε και στη θέση του χτίστηκε ένα πελώριο bar-restaurant με μια αλλόκοτη εμφάνιση, ανάμεσα σε Αμερικάνικο διαστημόπλοιο και Ισπανική καραβέλα. Ένας διάσημος διακοσμητής εξ’ Αθηνών πληρώθηκε αδρά για να ανακατέψει «δημιουργικά» μέταλλα, ξύλα, σχοινιά, άλμπουρα, καθρέφτες, καταρράκτες, φωτισμούς ημέρας, ράμπες, μακρύτατους πάγκους και στρογγυλά τραπεζάκια για όρθιους.
Γιγάντια ηχεία κρεμασμένα σε φοίνικες και αλμυρίκια άρχιζαν απ’ το πρωί να μεταδίδουν τη γνωστή εκνευριστική μουσική της παραλίας, που βασίζεται στο ντούκου-ντούκου. Οι ομπρέλες ξαναμεγάλωσαν σε μέγεθος και οι παλιές πολυθρόνες αντικαταστάθηκαν από κάτι Ρωμαϊκού τύπου ανάκλιντρα με λευκά μαξιλάρια, σε μέγεθος ημίδιπλου κρεβατιού. Γκαρσόνια άρχισαν να περιφέρονται ανάμεσα στις ομπρέλες και να παίρνουν παραγγελίες, καθώς δεν ήταν πρέπον να περπατήσει ο λουόμενος τα είκοσι μέτρα ως το μπαρ για να πάρει τον καφέ του. Τα πλαστικά ποτήρια και πιάτα εξαφανίστηκαν, τώρα όλα ήταν γυάλινα. Λεκάνες με πάγο έμπαιναν υποχρεωτικά σε κάθε τραπεζάκι και ο πελάτης είχε να διαλέξει ανάμεσα σε πέντε διαφορετικές μάρκες ελληνικών ή εισαγόμενων νερών. Παλαβά κοκτέϊλς, παράξενα κρύα πιάτα και ακατανόητες φρουτοσαλάτες πήγαιναν κι ερχόντουσαν απ’ τα (ανασφάλιστα) γκαρσόνια, καθώς οι ένοικοι των ομπρελών έκαναν διαγωνισμό επίδειξης μεταξύ τους. Το πάρτι πάνω στο μπαρ άρχιζε από πολύ νωρίς και οι πελάτες αντί να κάνουν μπάνιο, χόρευαν μισομεθυσμένοι από το πρωί.
Παρά το υψηλότατο κόστος όλων αυτών των υπηρεσιών, όλος ο «καλός» κόσμος που ζούσε ή επισκεπτόταν την περιοχή, ήταν υποχρεωμένος να κάνει το μπάνιο του σ’ αυτή την παραλία. Κάθε άλλη επιλογή θεωρούνταν de facto κατώτερη. Τα τελευταία χρόνια, ήταν αδύνατο να βρει κανείς ομπρέλα αν δεν την είχε κρατήσει (προπληρώνοντας) αρκετές μέρες νωρίτερα ή από την αρχή της σεζόν. Η επίσκεψη στην παραλία για μια βουτιά είχε γίνει πια συνώνυμο του υψηλού κοινωνικού και οικονομικού status. Στις άκρες του μπαρ, ουρές από επίδοξους ενοίκους προσπαθούσαν να δωροδοκήσουν τα γκαρσόνια για μια ομπρέλα, με τις κοπέλες τους να στέκουν παραδίπλα στραβομουτσουνιασμένες για τον «άχρηστο» συνοδό τους που ήταν ανίκανος να τους εξασφαλίσει μια θέση στο κέντρο της γκλαμουριάς. Στο μεταξύ, η προσφορά υπηρεσιών πολυτελείας όλο και αυξανόταν.
Τώρα πια, ο ευδαίμων άνθρωπος που είχε εξασφαλίσει θέση δεν χρειαζόταν καν να σηκώσει το χέρι για να καλέσει το γκαρσόνι. Σε κάθε βάση ομπρέλας τοποθετήθηκε ένα κουμπί, που μ’ ένα πάτημα ειδοποιούσε ηλεκτρονικά το προσωπικό να τρέξει. Μόνιμοι Φιλιππινέζοι και Φιλιππινέζες μασέρ πήραν πιστοποίηση από το μαγαζί για την ποιότητα του μασάζ τους σε πλάτες και πατούσες, ώστε οι πελάτες να μην ξεπέφτουν στις αμφίβολες υπηρεσίες των περιφερόμενων συμπατριωτών τους. Πίσω από το μπαρ, δημιουργήθηκε ένα πελώριο πάρκιν με είσοδο από τον κεντρικό δρόμο, όπου οι πελάτες παρέδιδαν τα θηριώδη τζιπ τους σε παρκαδόρους για να μην ταλαιπωρούνται ψάχνοντας θέση μέσα στη ζέστη. Το μόνο που δεν έκανε το μαγαζί, ήταν να έρχεται να σε παίρνει σηκωτό από το σπίτι και να σε γυρίζει πίσω μετά το μπάνιο, χωρίς να κουνήσεις το δακτυλάκι σου.
Πριν από δυο χρόνια, οι ιδιοκτήτες έλεγαν περήφανοι ότι το επίπεδο του μπαρ και της παραλίας είχαν φθάσει και ξεπεράσει την Ψαρού της Μυκόνου. Το μόνο που μπορούσαν πια να κάνουν, ήταν να μελετήσουν και να μεταφέρουν εδώ το επίπεδο υπηρεσιών που είχαν διάσημες κοσμοπολίτικες παραλίες του εξωτερικού σαν το Κάπρι ή οι Κάννες, καθώς στην Ελλάδα ήταν πλέον πρώτοι. Η απόλυτη επιβεβαίωση αυτής της φοβερής επιτυχίας ήταν οι συνεχείς επισκέψεις (από το 2008 και μετά) της καλοκαιρινής κάμερας του STAR με τον περίφημο ρεπόρτερ της νύχτας Τσιλιπουνιδάκη. Ξαπλωμένοι κώλοι, βυζιά που ανεβοκατέβαιναν, χορευτικές φιγούρες, ιαχές γύρω από τους πάγκους, θεαματικές βουτιές από γκόμενες, μπάρμεν που κτυπούσαν κοκτέιλς στο ρυθμό της μουσικής, ήταν οι εικόνες της παραλίας μας που μετέδιδε κάθε βράδυ το κανάλι στις ειδήσεις του. Είχαμε φθάσει πια στον ανώτατο βαθμό της ανθρώπινης ευτυχίας, σ’ ένα είδος οριστικού παραδείσου που δεν έπαιρνε περαιτέρω βελτίωση, είχαμε κατακτήσει το απόλυτο όνειρο.
Και ξαφνικά φέτος, καλοκαιράκι του 2012, όσοι πήραν τον δρόμο για την κορυφαία παραλία της Μεσογείου, διαπίστωσαν εμβρόντητοι ότι τα πάντα ήταν κλειστά και ρημαγμένα. Το περίφημο μαγαζί δεν άνοιξε, οι ομπρέλες στην άμμο δεν ξεδιπλώθηκαν, τα ανάκλιντρα δεν στιχήθηκαν το ένα δίπλα στ’ άλλο, η δυνατή μουσική δεν άρχισε να παίζει. Η επιχείρηση έκλεισε, κατέρρευσε με πάταγο αφήνοντας κάτω απ’ τους φοίνικες και τα αλμυρίκια ολόκληρες νταλίκες από σκουπιδαριό. Πάγκοι ρημαγμένοι, χώροι διαλυμένοι, πανιά σχισμένα πάνω στα δέντρα, τσιμέντα ξεβαμμένα, τάβλες σπασμένες, σχοινιά ξεφτισμένα, όλα σκεπασμένα από κλαδιά και σωρούς άμμου που έφερε ο χειμώνας και ποτέ δεν καθαρίστηκαν. Τα σημάδια της λεηλασίας των ανακυκλώσιμων υλικών από Πακιστανούς και τσιγγάνους είναι ολοφάνερα. Τα πάντα είναι ξεκοιλιασμένα και άθλια. Η άμμος από κάτω είναι άδεια επίσης, με τις τσιμεντένιες βάσεις των ομπρελών ξεθαμμένες εδώ κι εκεί, σαν κοντάρια που απόμειναν καρφωμένα στο πεδίο της μάχης μετά το μακελειό.
Μα πως έκλεισε ένα τέτοιο μαγαζί; Γιατί; Τι έγινε; Έφταιξε η κρίση; Η μείωση της πελατείας; Της κατανάλωσης ίσως; Υψηλά κόστη; Μήπως χρέη; Κακή διαχείριση; Προβλήματα με τους ανταγωνιστές; Διαφορές με τον δήμο; Με την εφορία; Έλα ντε… Ο καθένας έχει και μια εξήγηση, ο καθένας διακινεί και μια αυθεντική πληροφορία για τα αίτια. Κρίμα που είμαι σε διακοπές και δε μπορώ να φέρω στην εκπομπή δώδεκα ειδικούς παραλιολόγους για να πουν με στόμφο δώδεκα διαφορετικές απόψεις για την παταγώδη πτώση της παραλίας, κατά το πρότυπο των οικονομολόγων που μιλούν για την κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας. Προσωπικά δεν έχω καμιά πληροφορία, παρά μόνο μια γενική εξήγηση. Οι εποχές καταρρέουν μαζί με τα σύμβολα τους κι αυτή η παραλία ήταν το κατ’ εξοχήν σύμβολο μιας αχαλίνωτης ευμάρειας δίχως θεμέλια. Όταν λοιπόν ο αέρας της κρίσης γκρέμισε τη γενική φούσκα, παρέσυρε ως άθυρμα και το σύμβολο της. Οι επιμέρους αφορμές δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία.
Απλώς αξίζει να καθίσει κανείς σε μια γωνιά και να παρατηρεί την έκφραση που σχηματίζεται στα πρόσωπα όσων έρχονται για πρώτη φορά στον χώρο και βρίσκονται αντιμέτωποι με το ρημαδιό. Παθαίνουν ένα είδος σοκ, που οφείλεται στην απότομη συνειδητοποίηση του τέλους μιας εποχής και στην βεβαιότητα ότι δεν θα την ξαναζήσουν. Ίσως εκείνο το δευτερόλεπτο περνά από το μυαλό τους ότι όλα αυτά ήταν μια υπερβολή, μια σπατάλη χωρίς νόημα, μια γκλαμουριά χωρίς ουσιαστική αξία. Πλην τους άρεσε, την είχαν συνηθίσει, τη θεωρούσαν δικαίωμα τους και τώρα -διάολε- πώς να συμβιβαστούν με κάτι χαμηλότερο, φτωχότερο, λιγότερο φανταχτερό; Που να ψάξουν τώρα για νέες πηγές ευχαρίστησης, για καινούριους τρόπους ευτυχίας; Αφού είχαν μάθει να τους δίνουν όλα έτοιμα στο πιάτο, να τα αγοράζουν σε βιομηχανική συσκευασία και να είναι ευτυχείς δίχως να προσπαθούν, δίχως να σκέφτονται. Κι αυτή η πουτάνα η παραλία, δε μπορούσε να πάρει την αντίστροφη πορεία σιγά-σιγά, για να συνηθίσουν κι αυτοί με τα νέα δεδομένα; Ήταν ανάγκη δηλαδή να φθάσει στο ανώτατο σημείο κι έπειτα να καταρρεύσει με πάταγο, αφήνοντας τους να περιφέρονται με τις Louis Vuitton τσάντες τους, τα Chanel γυαλιά τους και τις Miu Miu παντούφλες τους ανάμεσα στα σκουπίδια της, χωρίς να ξέρουν τι να κάνουν;