Άτιμη κοινωνία που άλλους τους ανεβάζεις κι άλλους τους κατεβάζεις, αγαπημένη φράση του Έλληνα Κακομήρογλου, στους χαλεπούς αυτούς καιρούς. Από το 1967 που η ατυχήσασα Δέσποινα (Μήτση Κωνσταντάρα) το ξεστόμισε στο «Ο στρίγκλος που έγινε αρνάκι», φαίνεται
πως τελικά μας κατατρέχει η τύχη και η ανέχεια, για αυτό το λέμε και το ξαναλέμε.
Κάθε πέρσι και καλύτερα, στην κυριολεξία, αφού όσο πάει μας ξεβρακώνει πιο γοργά και σταθερά η κρατική παλίρροια. Η άμπωτη παίρνει μαζί της τα τελευταία μας πανωφόρια και η πλημμυρίδα δε φέρνει πίσω ούτε τρύπια φανέλα. Κλάψε όμως λίγο, ίσως σου αξίζει.
Παρέα με τiς πολιτικές εξελίξεις των τελευταίων χρόνων, που και εγώ ο καψερός μαθαίνω για δαύτες που και πού, ψάχνοντας στο Google και στο Wikipedia, άλλαξαν και οι συνήθειες των ανθρώπων σε αυτόν τον τόπο. Εμείς, η γενιά των (δεν ξέρω πόσο) ευρώ, βιαζόμαστε τελικά να γεράσουμε, υιοθετώντας τον τρόπο των μεγαλυτέρων, που δε λένε να ξεκολλήσουν.
Κι όμως παλιά ζούσαν μάλλον διαφορετικά. Έχω ακούσει ιστορίες για ζωντανές γειτονιές ...
Ο έλληνας στα πολιτικά και στα ποδοσφαιρικά ξεφεύγει εδώ και χρόνια, όμως τώρα έχει χάσει τον έλεγχο και στον τρόπο με τον οποίο ζει. Χορτάσαμε κλεισούρα κι απομόνωση. Που είναι η ζωή στους δρόμους, οι χαρούμενοι άνθρωποι, οι όμορφες συνήθειες και η παλιά ανεμελιά της γειτονιάς ; Ζούμε μέσα σε μία πόλη, τόσοι πολλοί και τόσο κοντά, μα απέχουμε παρασάγγας. Συχνά αναρωτιέμαι, γιατί προτιμάμε το σπίτι μας περισσότερο απ’ τις πλατείες, κι ας είναι τσιμεντένιες. Ένας υπέροχος καναπές, το air condition που αγοράσαμε χαρούμενοι μόνο με 50 δόσεις και οι πολλές οθόνες, αυτό μας έμεινε. – “Όλοι M(ou)ga ...” όταν έχει Πρετεντέι-ντέι και Τρέμ(ε), στο δελτίο !
Δεν ήταν έτσι ο κόσμος παλιά. Φρόντιζαν ακόμα και στα δύσκολα να μην ξεχνάνε τη ζήση τους. Αν αναζητήσεις εικόνες σε παλιές φωτογραφίες, θα διαπιστώσεις πως ακόμα και στα παραπήγματα υπάρχουν χαμογελαστές φιγούρες. Δεν τα παράταγαν εύκολα, ο αγώνας τους για επιβίωση ήταν το τοπάζι στις καρδιές τους, κι ας αποδεικνύονταν αρκετές φορές φρούδες οι ελπίδες. Τότε ξέπλεναν τον πόνο τους με καλό κρασί και κάποια τραγούδια, που ίσως στους περισσότερους μοιάζουν τώρα παρωχημένα, κι ας είναι πιο επίκαιρα από ποτέ. «Χίλιες φορές καλύτερα στη φτώχεια μου να ζήσω, παρά το αίμα τ’ αλλουνού να πιω και να πλουτίσω.» (Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, Πρώτη εκτέλεση Στέλιος Καζαντζίδης).
Βυθισμένοι στη λήθη, ακολουθούμε το σύνδρομο της εποχής μας, περνώντας τις στιγμές μας με φειδώ και σύνεση. Μήπως τελικά αυτό πρέπει να αλλάξει ;
Δε χρειάζονται ψιλά στην τσέπη για να βγεις έξω και να κάνεις μια βόλτα, όλοι οι δρόμοι μπορούν να γίνουν δικοί σου. Οι μικρές αυλές που έχουν απομείνει ίσως σου δώσουν μια ανάσα. Η καλή παρέα, οι συζητήσεις, οι διαφωνίες, κάθε κουβέντα με έναν γείτονα, ίσως σε απομακρύνουν απ’ το αδιέξοδο. Αναμοχλεύοντας το παρελθόν σου θα βρεις σίγουρα τέτοιες στιγμές, που έχεις ξεχάσει. Κάντο στην πράξη, δε θα είναι φυγή από τα προβλήματα σου, αυτά πάντα θα υπάρχουν και σίγουρα θα πρέπει να ψάχνεις τη λύση, μα θα είναι κάτι όμορφο που θα σου δίνει κουράγιο, εκεί στην ανεμελιά της γειτονιάς σου.
Σπύρος Φ.