Παρασκευή 26 Νοεμβρίου 2010

Όλοι μού ’λεγαν, καλά, είσαι παλαβός;

Η διόλου ευκαταφρόνητη μείωση των τιμών παραγωγού που εμφάνιζαν οι παραδοσιακές καλλιέργειες στις αρχές της δεκαετίας, ήταν το σημείο καμπής που ώθησε τον Γιάννη Αλεξούλη στην αναζήτηση νέων ευκαιριών στη γεωργία, «πέφτοντας» το 2003 τυχαία πάνω στο σύστημα πυκνής φύτευσης ελιάς. Στην ελληνική επιστημονική βιβλιογραφία και στα πανεπιστήμια το σύστημα έλαμπε δια της απουσίας του, όχι όμως στο διαδίκτυο, όπου ήταν καταχωρημένες 20 εγκαταστάσεις πυκνής καλλιέργειας στην Ισπανία, σε περιοχές με αντίστοιχες κλιματολογικές συνθήκες με της Θεσσαλίας. Αφού τις επισκέφτηκε τον Μάρτη του 2006, φεύγοντας, ο Γ. Αλεξούλης είχε στις αποσκευές του τρία δέντρα Arbequina, δώρο του διευθυντή της Agromillora και την υπόσχεση ότι το φθινόπωρο θα του παρέδιδε 12.000 λιόδεντρα. Κάπως έτσι εισήχθη η πυκνή φύτευση στον κάμπο και, μετά τα τέσσερα δύσκολα πρώτα χρόνια, εν μέσω περιόδου συγκομιδής, ο Γιάννης Αλεξούλης κάνει το πρώτο ταμείο στην αποκλειστική του συνέντευξη στην Agrenda.

Θα μπορούσατε να θεωρηθείτε πρωτοπόρος στην καλλιέργεια της ελιάς με το σύστημα της πυκνής φύτευσης στον Θεσσαλικό κάμπο. Δώστε μας να καταλάβουμε τι επενδύει, τι ξοδεύει και τι έχει να περιμένει ένας καλλιεργητής από τη συγκεκριμένη καλλιέργεια και με το προτεινόμενο σύστημα.

Πρόκειται για μια εντατική μορφή καλλιέργειας, που αντενδεικνύεται αυστηρά στη λογική σπέρνω-θερίζω, έχοντας όμως μικρότερες απαιτήσεις σε νερό και εργατικά. Απαιτεί μεγαλύτερο κεφάλαιο εγκατάστασης από τον κλασικό τύπο, το σημαντικότερο όμως είναι ότι το λάδι έχει πολύ καλά ποιοτικά χαρακτηριστικά, τα οποία δεν μειώνονται με τη μηχανοποιημένη μέθοδο συλλογής, όπως γίνεται με τους άλλους τρόπους. Έτσι, αποκτά πολύ καλές ποιοτικές προδιαγραφές για να σταθεί στα ράφια σε δύσκολες και απαιτητικές αγορές.

Απαιτείται ο ειδικός μηχανοποιημένος εξοπλισμός που κατασκευάζεται και υποστηρίζεται από την τοπική αγορά, πλην του ελαιοσυλλέκτη. Οι καλλιεργητικές φροντίδες είναι αυξημένες τα τρία πρώτα χρόνια και ειδικά τον πρώτο. Έχει αποδειχθεί ότι η προσβολή του δάκου είναι 40-50% χαμηλότερη απ’ ότι στην κλασική φύτευση. Στο Αγρίνιο και τη Λάρισα οι ελιές έδωσαν σε 24 μήνες από 50 μέχρι 200 κιλά το στρέμμα, ενώ τον τρίτο χρόνο λιοστάσια πέρασαν τον ένα τόνο το στρέμμα.

Προσωπικά, πέρυσι εκτός από ελαιόλαδο, παρήγαγα από τα υπολείμματα των δεξαμενών βάρους 60 κιλών περίπου 700 σαπούνια σε βιολογικό εργαστήρι της περιοχής με 150 ευρώ. Επιπλέον, ο πυρήνας μπορεί να αξιοποιηθεί για λίπασμα όταν κάποιος διαθέτει μεταφορικό μέσο.



Ποιο θα πρέπει να είναι το επόμενο βήμα στον κλάδο; Θεωρείτε ότι θα πρέπει να κινηθείτε πιο οργανωμένα και στον τομέα της τυποποίησης και διάθεσης του προϊόντος; Τι ιδέες υπάρχουν περί του θέματος;

Μεγάλο μέρος του ελληνικού ελαιώνα της κλασικής, αραιής φύτευσης δεν βρίσκεται στα καλύτερά του και ένα σημαντικό ποσοστό έχει την εικόνα της εγκατάλειψης. Ο μόνος δρόμος για ανάκαμψη είναι η στροφή στην πυκνή φύτευση.

Ωστόσο, η μορφή αυτής της καλλιέργειας είναι δύσκολη για αυτούς που θέλουν με λιγότερα από 500 στρέμματα ελαιώνα να έχουν στην αυλή τους παρκαρισμένο τον μεταχειρισμένο ελαιοσυλλέκτη, δίπλα από το επίσης ιδιωτικό ελαιοτριβείο και συσκευαστήριο. Οι απαιτήσεις και τα οικονομικά μεγέθη για ελαιοποίηση, τυποποίηση και διάθεση δύσκολα καλύπτονται σε έκταση μικρότερη από 800 στρέμματα, εύκολα όμως αυτή η έκταση συγκεντρώνεται μέσα από τον συνεργατισμό. Πρέπει να δημιουργηθεί καθετοποίηση της παραγωγής, ώστε ένα σημαντικό ποσοστό της προστιθέμενης αξίας, που φτάνει το 40%-50% της παραγόμενης ποσότητας, να μείνει στους παραγωγούς. Οι φιλότιμες αλλά αποσπασματικές ατομικές κινήσεις εύκολα πνίγονται στη θάλασσα των πολυεθνικών. Δεν πρέπει να περάσει ο έλεγχος της εμπορίας, της μεταποίησης και της διάθεσης του ελαιολάδου της πυκνής φύτευσης στο παραεμπόριο, στο κεφάλαιο και στα μονοπώλια.

Η εγκατάσταση του ελαιώνα, ο μηχανικός και ο μηχανολογικός εξοπλισμός θα πρέπει να στηριχθεί οικονομικά από το κράτος και ένα ποσοστό ενισχύσεων που δίνεται στις εταιρείες να δοθεί σε ενώσεις παραγωγών. Υπάρχουν προς πώληση από λιοτρίβια και συσκευαστήρια καινούρια, μέχρι φορητά και μεταχειρισμένα.



Τελικά το ελαιόλαδο που παράγεται από την πυκνή φύτευση είναι άλλο ελαιόλαδο; Πόσο σας ανησυχεί ο εντεινόμενος παγκόσμιος ανταγωνισμός στον συγκεκριμένο κλάδο παραγωγής;

Το παραγόμενο ελαιόλαδο είναι ποιοτικά πολύ καλύτερο από το συμβατικό. Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά με τη μηχανοποιημένη μέθοδο συγκομιδής είναι εξασφαλισμένα γιατί ο καρπός μαζεύεται όταν και όπως πρέπει, ούτε χτυπιέται από καλάμι, ούτε υπερωριμάζει για να πέσει στο πανί. Έχουμε τα καλύτερα ποιοτικά χαρακτηριστικά συγκριτικά με κάθε άλλη μέθοδο.

Το φετινό ελαιόλαδο πυκνής φύτευσης της Λάρισας, έχει οξύτητα μικρότερη από 3%, κάτι που είναι σχεδόν ακατόρθωτο να επιτευχθεί με τη συμβατική καλλιέργεια. Γίνεται μια δύσκολη αλλά αξιόλογη προσπάθεια από καλλιεργητές και τα οικονομικά αποτελέσματα είναι θετικά. Όσο όμως τα βατράχια πιστεύουν ότι είναι μεταμορφωμένοι πρίγκιπες θα τους τρώνε τα πουλιά του βάλτου.

Αυτό το λέω διότι η εθνική και διεθνής εμπειρία δείχνει ότι ο παραγωγικός συνεταιρισμός μπορεί να προσφέρει προστιθέμενη αξία στο τελικό προϊόν και να βοηθήσει τους καλλιεργητές να επιβιώσουν στην παγκοσμιοποιημένη ελεύθερη αγορά.

Αυτό το βλέπω σαν μονόδρομο γιατί είναι δύσκολο να βρεθεί Έλληνας γεωργός που μπορεί να σηκώσει στις πλάτες του να στήσει μια αξιόλογη, ολοκληρωμένη και οικονομικά βιώσιμη κάθετη επιχείρηση.



Πηγή:Συνέντευξη στον Κάρολο Μάισσα από το 262ο φύλλο της εφημερίδαςAgrenda