Κυριακή 7 Νοεμβρίου 2010

Η Απάντηση της νεαράς στον Ερωτευμένο Κολινδρινό

Συνεχίζουμε τις επαναδημοσιεύσεις με τις καλύτερες αναρτήσεις που γράφτηκαν για το μπλογκ, με την απάντηση της νέας Κολινδρινής στο γράμμα του απελπισμένου νέου:

Εμ Βέβια , τώρα μι θμίθκις ?
όταν πάινάτι μι τα άλλα τα μσκάρια στουν ξιφία κι στ'αροπλάνου ήταν καλά ??
Όταν στουγκυλοκάθουσαν μαναχός στου Γκαβό κι έβλιπις τα βζιά απ'τς ρουσίδις τσ γκαρσόνις σ'άριζιν ?
κι ιγώ έλιουνα μαναχιά στου σπίτ' μι ντ'πιθιρά μ' να μι λιέει να σι πλίνου ντ'βρακουζούνα γιατί ίντιν λιρουμέν'

Κι μι πάινις ?που μι πάινις αρέ ?
ιδώ ι μιχάλτς ντ' παέν'
τ'θκιάτ κάθι Τιτάρτ' σ'παραλία σ'κατιρίν για μιξικάνγκο
Ιμιένα μι πίγις για μιξικάνγκο αρέ καμιά φορά η μόνο στου ψιέφτ' για γύρού ? ?

Δεν μι σιβάσκις ντίπ,έρχουσαν πάντα κι βρομούσις τσίπουρο ,σα τσ μπικρίδις,
Μι έπιρνι τηλιέφωνου η Κώτσιους τ'χαμάμ να έρτω να σι σμαζώξου,μιτζμένου που δεν έβλιπις ούτε να τ'βγάλτς για να κατρίς.
Κι όταν έβγινα σια όξου βόλτα μιτά τν ικκλισία μι τσ φιλινάδις ζουμ
έρχουσαν στου τραπέζι για να χτάζ τα πουδάρια απ'τ΄Μαρίτσα.

Κι του σιέξ ? ποιο σιέξ ?
που μας άνοιγιν η μάνασ σινιέχια ντ'πόρτα ,τάχατις να πάρ' τσ' κάλτσις.

Φαντάζομαν η γάμους μας να ίνι μουναδικός ,αλλά ισί πουτές δεν ήθιλις γάμου.
Ιγώ σκέφτουμαν μια τζάγουαρ κι τουν χαλιαμόρα απ'όξου να τραβάει φουτουγραφίες , κι ισί σκέφτουσαν να παρς το τραχτιέρ τ'Μπάμπη αυτό μι τα πουλά τα αυτουκόλλητα για να πάμι σν ικκλισία
Ιγώ ήθιλα να μι βάλει αφίσα η χαλιαμόρας σ' βιτρίνα'τ
κι ισί έλιγις πως θα σι γιλούν μι του κουστούμ'οι φίλοι σ οι μιτζμέν'.
Ιγώ ήθιλα και τσ'δυο τσ παπάδις κι ισί έλιγις πως θες μόνου τουν παπά μιχάλ'.

Όσου για τα χουράφια , θα σι παρακαλιέσου πουλί να μην μι ξανα-ναφιέρτς για χουράφια .
Πιρνάου πουλί καλύτιρα τώρα κι μάλιστα μπουρεί να μην έχω σαμπρέλα απού τραχτιέρ' αλλά η γκόμινος ζουμ μι πήριν μπανάνα που είναι σαν μιγάλου σουσίβιο αλλά μακρινάρ' .

Καλύτιρα ικεί παρά στα χουράφια , που μι απαρατούσις κατ στουν όχτου μι τς αλβανοί κι να ξιγκουρλίζουμι να τς φουνάζου "μπουκ αρέ μπουκ θιέλτι ?"
τς φώναζα να φαν κι δεν νουγούσαν ντιπ.

Άσι ,να μη θυμθώ τα γουμάρια
Μι πίγην η γκόμινος ζουμ στ΄'σαντουρίν' κι μι ανιβάζ στο γουμάρ' για να πάμι βόλτα να διούμι τα αξιοθιέατα κι ιγω αντί να χαρώ κι να καμαρώσου απάν στ'καμπόικις τσ σιέλις, θμίθκα τότι που γυρνούσαμι απ'τ' μπατσίδινα ,ισί καβάλα στου γουμάρι κι εγώ να σι τραβώ πιρπατώντας, λιες κι ίσαν πασιάς.

Κι όταν τουν ακούς τουν λιβέντιμ να μιλάει για γάμου ,λιες αμάν πότι να έρτει η ώρα να μι πάρ'
Μι λιέει ιπίσης ότι στ'βάφτισ' απ'τα πιδιά μας θα φέρ' κι κλόουν να φκιάν μαγικά τσ καλισμέν'.
Τόσου καλός είνι

Κι άμα θέλτς να αυτουκτουνίς να πας σνάφαν' τ'κακιά
δε μι νοιάζ' ντίπ για ντίπ.
ιγώ τώρα ίμι κυρία κι παένου και στα ινστιτούτα που σι βάν κατ'μιγάλις πέτρις για να σι καίει η πλάτι ς
σα τσ βιντούζις.

Ξιέχασιε με ,κι μι μι ξαναπάρτς τηλιέφωνου γιατί θα βάλου τον γκόμινου μ να σι δίρ'.