Δυσκολία
στην αναπνοή, ξηροστομία και διαταραχές στον ύπνο είναι μόνο μερικές από τις επιπτώσεις που μπορεί να προκαλέσει η απόφραξη της ρινικής
αναπνοής, ιδιαίτερα το βράδυ, κατά την κατάκλιση. Η
αδυναμία αναπνοής από τη
μύτη αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για έναν αναζωογονητικό, ξεκούραστο και
ανενόχλητο ύπνο… Γιατί όμως συμβαίνει αυτό; Γιατί μια απλή καταρροή
επιδεινώνεται όταν ξαπλώνουμε; Γιατί ενώ δεν υπάρχει σχεδόν κανένα σύμπτωμα όλη
τη μέρα, ξαφνικά “μπουκώνουμε” το βράδυ;
«Οι
αιτίες που προκαλούν δυσκολία στην αναπνοή είναι κυρίως τέσσερις: η λοίμωξη του
αναπνευστικού από κάποιο ιό ή μικρόβιο που προκαλεί ρινική συμφόρηση ή και καταρροή,
διάφορα ανατομικά προβλήματα της μύτης, αλλεργίες και υπεραντίδραση (με
«φούσκωμα») του εσωτερικού της μύτης που
οφείλεται σε αλλαγές των συνθηκών του περιβάλλοντος όπως η θερμοκρασία, η
υγρασία κλπ. Κατά την κατάκλιση η θέση επιτείνει
το πρόβλημα λόγω της οπισθορινικής ροής των
εκκρίσεων, η ρινική αναπνοή διακόπτεται, μεταπίπτει σε στοματική αναπνοή, γεγονός
που αποτελεί αίτιο
πολλών δυσάρεστων συμπτωμάτων όπως ροχαλητό, ανήσυχο ύπνο και ξηροστομία. Όμως
υπάρχουν ορισμένες προσαρμογές στις συνθήκες ύπνου που μπορούν να βοηθήσουν τον
πάσχοντα να αναπνεύσει καλύτερα», επισημαίνει ο πλαστικός χειρουργός προσώπου –
ΩΡΛ Δρ. Γεώργιος Μοιρέας.
Πιο
συγκεκριμένα, η μύτη παράγει 1 έως 2 γραμμάρια βλέννας κάθε μέρα, σκοπός της
οποίας είναι η διατήρηση της υγρασίας
στη μύτη και η παγίδευση των ξένων σωμάτων που υπάρχουν στον αέρα (π.χ. βακτηρίων),
ώστε να μην εισέλθουν στον οργανισμό μέσω της αναπνοής. Όσο ο άνθρωπος είναι
όρθιος, η ρινική βλέννα είτε ρέει μπροστά, είτε προς το πίσω μέρος του λαιμού και
καταπίνεται. Όταν βρίσκεται, όμως, σε ύπτια θέση η βλέννα συσσωρεύεται στο
λαιμό και στο πίσω μέρος της μύτης και λόγω της επιβράδυνσης της κατάποσης, οι
παχύρρευστες εκκρίσεις δυσκολεύουν την αναπνοή. Να σημειωθεί ότι το
αντανακλαστικό της κατάποσης καταργείται εντελώς κατά τη διάρκεια του ύπνου
οπότε η επιβάρυνση είναι ακόμα μεγαλύτερη. Επιπλέον, η αύξηση της ροής του
αίματος κατά την κατάκλιση μπορεί να αυξήσει τη ρινική συμφόρηση εάν η μύτη
είναι ήδη βουλωμένη.
Ένας
άλλος σημαντικός παράγοντας που προκαλεί επιδείνωση ή εμφάνιση του μπουκώματος
είναι η έλλειψη υγρασίας στο δωμάτιο. «Ενώ όταν υπάρχει υγρασία η βλέννα
παραμένει ρευστή και ρέει με μεγαλύτερη ευκολία στο πίσω μέρος του λαιμού, όταν
η ατμόσφαιρα είναι ξηρή οι ρινικές δίοδοι γίνονται όλο και πιο ξηρές, οπότε οι
ρινικοί ιστοί παράγουν μεγαλύτερη ποσότητα βλέννας ως αντιστάθμισμα, σε μια
προσπάθεια να διατηρηθεί υγρή η μύτη. Αυτή η υπερπαραγωγή οδηγεί σε απόφραξη
(μπούκωμα) της μύτης. Επιπλέον, ο εισπνεόμενος ξηρός αέρας στεγνώνει τη ρινική βλέννα,
με συνέπεια την πύκνωση της σύνθεσής
της. Σε κλιματιζόμενους χώρους ο αέρας είναι ξηρός, οπότε η αποφυγή της υπερχρήσης
των κλιματιστικών αποτελεί μέτρο πρόληψης της ρινικής συμφόρησης. Οι υγραντήρες
είναι χρήσιμοι, καθώς προσθέτουν υγρασία στον αέρα, γεγονός που με τη σειρά του
επιτρέπει την καλύτερη διαχείριση των συμπτωμάτων», επισημαίνει ο Δρ. Μοιρέας.
Η
ρινική συμφόρηση που παρουσιάζεται μόνο τη νύχτα είναι πιθανό να προκαλείται
από την ύπαρξης κάποιου αλλεργιογόνου στο υπνοδωμάτιο. Τα υλικά από τα οποία
είναι φτιαγμένα τα κλινοσκεπάσματα, τα χαλιά, τα έπιπλα μπορούν να προκαλούν
αλλεργική αντίδραση στη μύτη και σχετική αύξηση της ρινικής συμφόρησης ή
απόφραξη. Επίσης, το κάπνισμα ακόμη και
το παθητικό, η γύρη και διάφορα αλλεργιογόνα, όπως η σκόνη και οι τρίχες των
ζώων, μπορεί να προκαλέσουν προβλήματα.
Ο
εντοπισμός και η απομάκρυνση των αλλεργιογόνων είναι, λοιπόν, ζωτικής σημασίας
για την ύφεση των συμπτωμάτων. Εάν η γύρη είναι η αιτία, τα παράθυρα (ιδιαίτερα
της κρεβατοκάμαρας) πρέπει να παραμένουν κλειστά, ο πάσχων να κάνει ένα ντους ή
μπάνιο μόλις μπαίνει στο σπίτι και να απομακρύνει τα ρούχα που φορούσε την
ημέρα πάνω στα οποία έχει επικαθίσει γύρη. Επίσης, οι ρινοπλύσεις βοηθούν στην απομάκρυνση των αλλεργιογόνων από
τη μύτη. Εάν ο καπνός από τα τσιγάρα είναι η αιτία, επιβάλλεται η απαγόρευση
του καπνίσματος εντός του σπιτιού, ενώ εάν οι τρίχες του κατοικίδιου προκαλούν
την καταρροή, η επαφή θα πρέπει να ελαχιστοποιείται και τα κατοικίδια ζώα
πρέπει να παραμένουν μακριά από τα υπνοδωμάτια. Η ίδια τακτική πρέπει να
ακολουθείται οποιοδήποτε κι αν είναι το αλλεργιογόνο: απομάκρυνση, αποφυγή
επαφής, καθαριότητα ατομική και του περιβάλλοντος στο οποίο ζει και κοιμάται ο
πάσχων.
Υπάρχουν
ειδικές εξετάσεις (αλλεργικά τεστ - προσδιορισμός ανοσοσφαιρίνης IgE) που μπορούν να βοηθήσουν στον προσδιορισμό του παράγοντα
που προκαλεί την αλλεργία και φάρμακα (αντιϊσταμινικά - κορτιζονούχα spray) που μπορούν να μειώσουν τα
συμπτώματα. «Οι μακροχρόνιες αλλεργίες προκαλούν διόγκωση και εκφύλιση των
ρινικών κογχών, με αποτέλεσμα να δυσκολεύεται ο ασθενής να αναπνεύσει. Σε αυτές
τις περιπτώσεις η χειρουργική επέμβαση στη μύτη θα μπορούσε να διευρύνει τις
διόδους του αέρα, προκειμένου να διευκολυνθεί η αναπνοή», τονίζει ο Δρ. Μοιρέας
ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε και την ανοσοθεραπεία που θα βοηθήσει σε εξαιρετικό
βαθμό τους ασθενείς που το βασικό τους πρόβλημα είναι οι αλλεργίες.
Επίσης,
την ελεύθερη αναπνοή μπορεί να εμποδίζουν ρινικοί πολύποδες, οι οποίοι είναι
μικρά μαλακά ογκίδια σε σχήμα σταγόνας που δημιουργούνται από χρόνια φλεγμονή
της μύτης ή εξαιτίας ανοσολογικών διαταραχών. Και σ’ αυτή την περίπτωση, τα
αποσυμφορητικά και τα κορτικοστεροειδή βοηθούν
στη βελτίωση των συμπτωμάτων. Στην ανακούφιση της ρινικής συμφόρησης βοηθά και η χρήση ψηλών
μαξιλαριών ώστε ο πάσχων να κοιμάται σε πιο όρθια θέση. Οριστική απαλλαγή
προσφέρει μόνο η χειρουργική αφαίρεση των πολυπόδων.
Άλλη
μια πολύ συχνή αιτία ρινικής συμφόρησης κατά την κατάκλιση είναι τα ανατομικά
προβλήματα της μύτης. «Όταν το ρινικό διάφραγμα, το οποίο χωρίζει το εσωτερικό
της μύτης, δεν βρίσκεται ακριβώς στο κέντρο της ρινικής κοιλότητας, η αναπνοή
γίνεται με δυσκολία. Η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων έχει στραβό
διάφραγμα όχι όμως σε βαθμό που δημιουργεί σοβαρά αναπνευστικά προβλήματα. Σε
ανθρώπους όμως που η απόκλιση είναι μεγάλη, η κατάκλιση σε πλάγια θέση μπορεί
να φράξει την «καλή» πλευρά της μύτης που είναι πιο ανοιχτή κι απ’ όπου ο αέρας
περνά με μεγαλύτερη ευκολία. Τότε μπορεί να δημιουργηθεί βλέννα στη στενότερη
πλευρά, με αποτέλεσμα τη ρινική απόφραξη. «Η σκολίωση ρινικού διαφράγματος
(στραβό διάφραγμα) μπορεί να προκύψει ως συγγενής δυσπλασία ή από τραυματισμό.
Η θεραπεία του είναι αποκλειστικά χειρουργική. Με την αφαίρεση ή τη μετακίνηση
του διαφράγματος σε συνδυασμό με την
καυτηρίαση (ή αφαίρεση τμήματος) των κάτω ρινικών κογχών η ποσότητα του αέρα
που μπορεί να περάσει από τη μύτη αυξάνεται σημαντικά. Η επέμβαση είναι ανώδυνη
και δεν προκαλεί μώλωπες μετεγχειρητικά, αρκεί να γίνει με τη σωστή τεχνική. Η
λειτουργική ρινοπλαστική συνδυάζεται και με το βέλτιστο αισθητικό αποτέλεσμα
στη μύτη, προκειμένου ο ασθενής να αποκτήσει αυτό που επιθυμεί», καταλήγει ο
Δρ. Γεώργιος Μοιρέας.