Τoυ δημοσιογράφου Νίκου Κολίτση
Αν «ονειρευόταν» εν ζωή ο Δημήτρης Ψαθάς, είναι σίγουρο ότι δε θα
μπορούσε να φανταστεί ότι πολλά χρόνια μετά, τα κατορθώματα της διάσημης ηρωίδας του, «Μαντάμ Σουσούς», από τις σελίδες του εβδομαδιαίου περιοδικού «Θησαυρός», (1938-40) και το ομότιτλο ευθυμογράφημά του (1940), θα έφταναν μέχρι τη γη των θεών του Ολύμπου και το Αρχαίο Θέατρο Δίου στην Πιερία, για την ομότιτλη hitmaking παράσταση, σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα (και διασκευή της Δήμητρας Παπαδοπούλου), στην καλοκαιρινή πολυδιαφημισμένη της έκδοση (σε μια θαλασσινή στάση στην ελληνική επικράτεια), γιατί... «όπου φτωχός κι η μοίρα του».
«Λεφτά υπάρχουν»
«Τα λεφτά είναι για μας υπηρετούν, όχι για να τα υπηρετούμε»
Μια δαπανηρή θεατρική παραγωγή, που αποτέλεσε μία από τις μεγαλύτερες εισπρακτικές επιτυχίες του χειμώνα στην Αθήνα -με βάση την άνευ προηγουμένου προσέλευση και την ανταπόκριση του κοινού-, θυμίζει τη λαμπερή εποχή του ελληνικού κινηματογράφου και παραπέμπει περισσότερο σ’ ένα φαντασμαγορικό musical και λιγότερο σε θεατρική παράσταση, με στοιχεία κωμωδίας, γιατί η απόσταση από τον Μπύθουλα για το Κολωνάκι είναι… ένα τσιγάρο δρόμος.
Το διαχρονικό έργο του Δημήτρη Ψαθά, ταξιδεύει το κοινό όλων των ηλικιών στην παλιά Αθήνα, που δεν υπάρχει πια, με ανατροπές και αντιθέσεις, ζωντανεύοντας μια άλλη εποχή, χωρίς ωστόσο να καταφέρνει να το συνεπάρει ως η «παράσταση της χρονιάς». Όλες οι παθογένειες της ελληνικής φυλής καθρεφτίζονται στο κείμενο του Ψαθά, με το μικροαστισμό και τη μεγαλομανία, να σατιρίζονται ως δύο εκ των πιο αναγνωρίσιμων στοιχείων της ελληνικής κοινωνίας και των μελών της…
Η ονειροπαρμένη μαντάμ Σουσού πιστεύει πως έχει αριστοκρατική καταγωγή και παριστάνει την ξεπεσμένη μεγαλοαστή στη γειτονιά του Μπύθουλα, μια φτωχή συνοικία του Κολωνού. Ο άντρας της, ο καλοκάγαθος Παναγιωτάκης, την αγαπάει πολύ και παρά την κοροϊδία των γειτόνων του, δεν της χαλάει χατίρι. Κάποια στιγμή η ηρωίδα κληρονομεί μια τεράστια περιουσία από συγγενή της στην Αμερική. Ένας απατεώνας της υψηλής κοινωνίας καταστρώνει σχέδιο για να της φάει τα χρήματα πουλώντας της αγάπες. Την ξελογιάζει κι εκείνη τον ακολουθεί, εγκαταλείποντας τον άντρα της. Εγκαθίστανται στο Κολωνάκι και ζουν επιδεικτικά, μέχρι που ο απατεώνας της αποσπά όσα χρήματα έχουν απομείνει και εξαφανίζεται. Η μαντάμ Σουσού επιστρέφει με κομμένα τα φτερά στη λαϊκή γειτονιά και στον καλόκαρδο άντρα της, που δεν έχει σταματήσει να την αγαπά.
«Δε θέλω να με αναφωνείς ιχθυοτρόπως»
«Αυτή είναι η μπασκλασαρία του χλαπακιάζειν»
«Απόψε θα μιλήσουμε περί τέχνης. Κάνω την αποκαλυπτήριον μόνη μου μες στα μούτρα σας»
Highlights: η σχεδόν sold out παράσταση, σε μια πρωτόγνωρη κοσμοσυρροή, που θα προκαλούσε κυκλοφοριακό κομφούζιο, αν μεταφερόταν στη Βουκουρεστίου της Αθήνας, η συνεχής εναλλαγή των σκηνικών, το απροσδόκητο και συγκινητικό ταυτόχρονα σκηνοθετικό εύρημα του τέλους, με τη συνάντηση του «συγγραφέα» με τη Μαντάμ Σουσού, η εύστοχη επιλογή τραγουδιών, η εξαιρετική διανομή των μικρότερων ρόλων, η απουσία μελοδραματισμών στις ερμηνείες των ηθοποιών, η διαχρονικότητα και η δύναμη του έργου, η παντελής έλλεψη βωμολοχιών, το γέλιο, που δε βγήκε βεβιασμένο, η σημαντικά αυξημένη παρουσία παιδιών και «οπαδών» της γαλλικής γλώσσας, με σύσσωμη την κοινότητα… των εκπαιδευτικών Γαλλικής να δίνει βροντερό παρόν, στο απόλυτο «προπαγανδιστικό»/ διαφημιστικό μέσο... της Γαλλικής γλώσσας στο ελληνικό σχολείο
«-Είστε παντρεμένη; -Ναι. -Δε μας πτοεί. Έχω διαλύσει έξι γάμους»
«Είστε μυθικά ερωτεύσιμη»
«Θα εκτελούσατε ένα γάμο;»
Σκηνοθεσία: Γιάννης Κακλέας
• Η σκηνοθεσία έχει χαρακτήρα… κινηματογραφικό, με πολλά σκηνοθετικά ευρήματα, χωρίς υπερβολές και στέκεται αντάξια ενός μεγάλου θεάματος υψηλού επιπέδου, με ροή, συμμετρία και έμφαση στη λεπτομέρεια, επενδύοντας στο ψυχαγωγικό στοιχείο
• Μία παράσταση εντυπωσιακή, με στοιχεία μουσικού θεάτρου, εναρμονισμένη στην εποχή της, χωρίς να καθιστά γραφική την παρουσία των ηθοποιών ενός πολυμελούς θιάσου
«Γαλλίζω εκ παιδιόθεν»
«-Τι parfe φοράτε; -Tεστοστεροντρουά»
«Αν πρώτα δεν ονειρευτείς, πώς θα ζήσεις;»
«Όλα είναι ατμός και εξατμίζονται»
Ηθοποιοί:
• Δήμητρα Παπαδοπούλου, Κώστας Σπυρόπουλος & Τάσος Χαλκιάς
• ΠΑΙΖΟΥΝ ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΑ: Ηλιάννα Γαϊτάνη, Μελέτης Γεωργιάδης, Γιάννα Ζιάννη, Χρύσα Κλούβα, Φαίη Κοκκινοπούλου, Νικολέτα Κοτσαϊλίδου, Λάμπρος Κτεναβός, Ρόζα Κυρίου, Πέτρος Λαγούτης, Τζεφ Μαράουι, Σοφία Μιχαήλ, Θάνος Μπίρκος, Βασίλης Χαλακατεβάκης, Γιώργος Ψυχογιός
• η πλειοψηφία των ηθοποιών της «πρώτης γραμμής», κατέβαλε φιλότιμες ερμηνευτικά προσπάθειες, έλειψε, όμως, το βάθος, η ένταση, το πάθος και το χρώμα, στη συνολική απόδοσή τους
• Αξίζει, πάντως, στο σημείο αυτό να επισημανθεί, -και να επαναληφθεί από το βήμα του Fairytales, όσες φορές χρειαστεί- ρητά και κατηγορηματικά, ότι οι όποιες συγκρίσεις, αντιπαραβολές προσώπων, ρόλων και χαρακτήρων -κάτι ενδεχομένως αναπόφευκτο, κυρίως, στους θεατές των μεγαλύτερων ηλικιών- είναι ιστορικά τουλάχιστον και δεοντολογικά, ανεδαφικές και άτοπες, γεγονός που μας καθιστά υπόχρεους να δηλώσουμε ότι απέχουμε συνειδητά από την παγίδα, ακόμα κι όταν αυτό γίνεται νοητικά ασυναίσθητα και καλοπροαίρετα. Μ’ αυτό το δεδομένο, οι ερμηνείες κλασικών ρόλων εμπεριέχουν πάντα τον κίνδυνο της αδυσώπητης σύγκρισης, με τη Δήμητρα Παπαδοπούλου, στην προκειμένη περίπτωση, να διχάζει κοινό και κριτικούς, με την εμφάνισή της
• Αναφορικά, πάντως, με την ίδια την Δήμητρα Παπαδοπούλου, μετά από εννιά ολόκληρα χρόνια αποχής από το θεατρικό σανίδι, δείχνει να μην έχει εξελίξει την αδιαμφισβήτητη κωμική της φλέβα, προσεγγίζοντας τη Μαντάμ Σουσού με μια ευχάριστη, γλυκιά και χιουμοριστική διάθεση μεν αλλά σε μια πιο γήινη και σύγχρονη προσέγγιση, που ενίοτε παρέπεμπε στην τηλεοπτική περσόνα του «Σ΄αγαπώ - Μ’ αγαπάς» αλλά και την ακόμη παλιότερη των «Απαράδεκτων»
• η ηθοποιός ανέδειξε πολλές φορές, ασυναίσθητα στη σκηνή τον εαυτό της και όχι τόσο το χαρακτήρα από τη Μαντάμ Σουσού, με εμφανή την προσθήκη τηλεοπτικών χαρακτηριστικών, ενίοτε χωρίς συναίσθημα, με επαναλαμβανόμενη μανιέρα και στον ίδιο τόνο φωνής από το ξεκίνημα μέχρι το τέλος
• η προσέγγισή της, στο ρόλο της Μαντάμ Σουσούς, έχοντας διασκευάσει η ίδια κειμενικά το έργο -είναι η αλήθεια- ότι είναι διαφορετική, προσαρμοσμένη στη δική της οπτική και στο δικό της ύφος. Σε κάθε περίπτωση, η Μαντάμ Σουσού δεν ταυτίζεται υποχρεωτικά με την αναμφισβήτητα εξαιρετική Άννα Παναγιωτοπούλου (που ενσάρκωσε τελευταία τη Μαντάμ), ακόμα κι αν η Δήμητρα Παπαδοπούλου, πλησίασε, αλλά δεν ταυτίστηκε με το ρόλο και την τραγικότητα της ηρωϊδας, μη διαθέτοντας και την απαιτούμενη φυσική ειρωνεία και φυσιογνωμικά
• το κέφι και η ενεργητικότητά της, πάντως, ήταν χαρακτηριστικά γνωρίσματα, ενώ δεν την πτόησε η αδιάκοπη εναλλαγή των κοστουμιών, γεγονός που προστίθεται στα θετικά της
• ο Κώστας Σπυρόπουλους, από την πλευρά του, πλαισίωσε με επάρκεια το ρόλο του τυχοδιώκτη ζεν πρεμιέ, του γοητευτικού πλανευτή Μηνά Καντακουζηνού, ενώ απλός, ανεπιτήδευτος και συνειδητοποιημένος στο διαχρονικό χαρακτήρα του αυθεντικού λαϊκού Παναγιωτάκη, ήταν ο Τάσος Χαλκιάς
• ο Βασίλης Χαλακατεβάκης, ως αφηγητής, -σχολιάζοντας ανάμεσα στις εναλλαγές των σκηνικών την ροή της παράστασης-, ερμηνεύει το ρόλο του με το δέοντα σεβασμό, που χαρακτηρίζει τους ηθοποιούς της γενιάς του
• ικανοποίησαν οι μικρότεροι ρόλο, που προσέφεραν σημαντικά και ουσιαστικά στην παράσταση, με την «Κατινίτσα», την ηθοποιό που υποδύεται τη «Δημητρούλα», την υπηρέτρια της Μαντάμ Σουσού, ν’ αποδεικνύεται πραγματική αποκάλυψη
«Μαντάμ Σουσού-Νίκος Γούναρης, One step του 1940 σε μουσική Λεό Ραπίτη & στίχους Μάνεση και Ρηγόπουλου
«-Ο γιος μου έχει την πιο ωραία φωνή. -Να τον πάτε στη Λυρική».
«Βλέπεις τον ήλιο; Βλέπεις το φεγγάρι; Τρακάρανε ποτέ; Ποιος τα κουμαντάρει;»
Moυσική, Κοστούμια, Σκηνικά, Φώτα:
• τα εντυπωσιακά και ευφάνταστα σκηνικά και τα εκθαμβωτικά κοστούμια, σε σχέδια, υφάσματα και χρώματα, της Μαντάμ Σουσού και των κυρίων του Κολωνακίου και ο πλούτος των χορογραφιών, θυμίζουν θεατρικές παραγωγές άλλων εποχών, προ… μνημονίου, συνθέτοντας ένα χορταστικό θέαμα μιας ακριβής παραγωγής, υψηλών προδιαγραφών
• αξιοπρόσεκτη η perfomance της Αθηναίας ερμηνεύτριας, Χριστίνας Μαξούρη, που ερμήνευσε τραγούδια διαφορετικού ύφους, προσθέτοντας μελωδικές πινελιές στην παράσταση, αρμονία και ατμοσφαιρικότητα (εκτός των άλλων ερμήνευσε και το ομότιτλο τραγούδι της Μαρίζας Ρίζου, που έγραψε η τελευταία ειδικά για την παράσταση)
• η καλαισθησία και η προσεγμένη αισθητική έδεσαν αρμονικά με τη μουσική και τα φώτα, σε μια πανδαισία ήχων και χρωμάτων
«Λυπάμαι, πρέπει να σε διαζεύξω»
«Ο δεύτερος γάμος μου θα είναι ο τελευταίος. Δεν είμαι καμία νυμφομανής να κάνω τρίτο γάμο»
«Ζω για να σε αναβαθμίζω»
«Ο δεύτερος γάμος μου θα είναι ο τελευταίος. Δεν είμαι καμία νυμφομανής να κάνω τρίτο γάμο»
«Ζω για να σε αναβαθμίζω»
Μore things to do:
• η «summer edition» της παράστασης -με περιορισμό τραγουδιών και χορευτικών, συγκριτικά με την all season παράσταση της Αθήνας- είναι αναμφίβολα ένα ποιοτικό και καλοδουλεμένο πολυθέαμα, -παρά τους φτωχούς και επαναλαμβανόμενους διαλόγους- χωρίς, όμως, ν’ αποδίδει στην ουσία της και στο περιεχόμενο, όσα είχε «διαφημιστικά» φορτωθεί όλη τη χειμερινή θεατρική σεζόν, καθώς το θέαμα τείνει να υπερτερεί του σεναρίου
• το έργο, πάντως, συνιστά μια αξιοπρεπή -mainstream με όρους μαζικότητας και εμπορικότητας-, θεατρική παραγωγή, που μπορεί ποιοτικά να μην αντιστοιχεί στην τόσο μεγάλη προσέλευση του κοινού και στην εισπρακτική επιτυχία, εκλογικεύεται όμως και με βάση το «Δημήτρης Ψαθάς» brandname…
• σε κάθε περίπτωση, η παράσταση δεν παύει ν’ αποτελεί μια υψηλού επιπέδου επιθεώρηση -έστω και σε ακριβό περιτύλιγμα- και μια εξωπραγματική για τα θεατρικά δεδομένα της εποχής και δη των καλοκαιρινών περιοδειών, που μετατράπηκε, σ’ ένα βαθμό, σε musical, χωρίς το συναισθηματικό βάθος και την απαιτούμενη έμπνευση, που προτείνεται για όλους/ες όσοι θέλουν να ζήσουν από κοντά τη χλιδή μιας θεατρικής υπερπαραγωγής
• δεν είναι κωμωδία -είναι αναγκαίο να τονιστεί- που θα ξεκαρδιστείς στα γέλια, αλλά στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό σε ατάκες που λέγονται στα γαλλικά, με τους/τις… γαλλομαθείς και το κοινό μεγαλύτερης ηλικίας να γελάνε σίγουρα περισσότερο και να εκτιμούν δεόντως το old fashioned χιούμορ του έργου, που δε συνδυάζει την κλασική έκρηξη γέλιου
• Το δεύτερο… ημίχρονο της δίωρης παράστασης είναι αρκετά καλύτερο από το πρώτο
• τα κουστούμια, όπως τονίστηκε, είναι όντως φαντασμαγορικά, αλλά είναι στιγμές που η διαρκής εναλλαγή τους, λειτουργεί αποπροσανατολιστικά, κυριαρχώντας στη σκηνή των αντίστοιχων χαρακτήρων
Credits: στην υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων της παράστασης πανελλαδικά, Μαργαρίτα Δρούτσα, για την επικοινωνία και την άμεση ανταπόκριση