(Φωτό: WWF Ελλάς) |
αφού εάν εξαιρεθεί ο πληθυσμός της Πάρνηθας, που φαίνεται υγιής, αυτός της Ροδόπης, που αποτελεί και τον μόνο φυσικό, πιθανώς να μην είναι βιώσιμος βραχυπρόθεσμα, όπως και εκείνος που εισήχθη στην Ήπειρο» τονίζει, σε συνέντευξή της στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, η επιστημονική υπεύθυνη του WWF Ελλάς, Παναγιώτα Μαραγκού.
Πάντως, όπως λέει η κ. Μαραγκού, «τόσο για τον οριακό φυσικό πληθυσμό της Ροδόπης, όσο και για τον εισαχθέντα της Ηπείρου, δεν πραγματοποιείται παρακολούθηση και άρα δεν υπάρχει και επικαιροποιημένη γνώση για το πού βρίσκεται ο πληθυσμός». Μάλιστα, πρόσθεσε, «ο πληθυσμός που είχε εισαχθεί στην Ελεγχόμενη Κυνηγετική Περιοχή Κόζιακα Τρικάλων δεν υφίσταται πλέον».
Στον αντίποδα, σύμφωνα με την κ. Μαραγκού, ο πληθυσμός της Πάρνηθας είναι ο μόνος στην Ελλάδα που έχει ξεπεράσει τον κίνδυνο της εξαφάνισης και «με την εφαρμογή κατάλληλων διαχειριστικών μέτρων, μπορεί να επιβιώσει».
Σύμφωνα με την κ. Μαραγκού, η σημαντικότερη απειλή για όλους τους πληθυσμούς ελαφιού είναι το παράνομο κυνήγι και δευτερευόντως η υποβάθμιση του ενδιαιτήματος και η όχληση, εξαιτίας ανθρώπινων δραστηριοτήτων. «Παράνομο κυνήγι εντοπίζεται και στην Πάρνηθα και βέβαια και στη Ροδόπη, όπου συχνά αναφέρονται στον Tύπο περιστατικά λαθροθηρίας ακόμη και από Βούλγαρους κυνηγούς» σημειώνει χαρακτηριστικά.
Αναφερόμενη στο καθεστώς προστασίας του ελαφιού στην Ελλάδα, η επιστημονική υπεύθυνη του WWF Ελλάς τονίζει ότι αφορά στην απαγόρευση του κυνηγιού του, σύμφωνα με το Δασικό Κώδικα. Όπως εξηγεί, το μεγαλύτερο τμήμα των πληθυσμών του ελαφιού στη Ροδόπη και στην Πάρνηθα βρίσκεται μέσα σε περιοχές του δικτύου Natura 2000 ή σε ΚΑΖ (Καταφύγια Άγριας Ζωής), ενώ «η Πάρνηθα είναι επίσης εθνικός δρυμός». Κατά την ίδια, ένα μέτρο, όχι επαρκές από μόνο του, είναι η διατήρηση μικρών πληθυσμών σε κρατικά εκτροφεία.
«Το κόκκινο ελάφι περιλαμβάνεται επίσης στο παράρτημα III της Σύμβασης της Βέρνης, σύμφωνα με την οποία, ως μέλος της οικογένειας Cervidae, υπόκειται σε δράσεις προστασίας και εφαρμογής ειδικών διαχειριστικών πρακτικών. Στο Κόκκινο βιβλίο των Απειλούμενων ζώων της Ελλάδας κατατάσσεται ως Κρισίμως Κινδυνεύον (CR)» επισημαίνει η κ. Μαραγκού.
Πάντως, στον Κόκκινο Κατάλογο των Απειλούμενων Ειδών της IUCN, το κόκκινο ελάφι κατατάσσεται ως είδος μειωμένου ενδιαφέροντος (LC). Δυστυχώς, όπως διευκρινίζει η κ. Μαραγκού, επειδή το ελάφι είναι κοινό στην Ευρώπη δεν θεωρείται είδος κοινοτικής σημασίας και άρα δεν περιλαμβάνεται στα σχετικά παραρτήματα της οδηγίας 92/43/ΕΟΚ. «Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μην συμπεριλαμβάνεται στις δράσεις παρακολούθησης που οργανώνονται υποχρεωτικά για τα είδη αυτά», υπογράμμισε.
Γεωγραφική εξάπλωση και κατάσταση
Σήμερα, στα δάση της Ροδόπης ζει ένας φυσικός πληθυσμός ελαφιού, 20-30 ατόμων, ενώ όσον αφορά στον πληθυσμό της Πάρνηθας, αν και για πολλά χρόνια θεωρείτο ότι προήλθε από άτομα που εισήχθησαν κατά τον περασμένο αιώνα, πρόσφατα βρέθηκε ότι υπάρχουν δύο πιθανοί υποπληθυσμοί ελαφιών.
«Ένας πολυπληθής πληθυσμός που δεν έχει εντοπιστεί ξανά στην Ευρώπη και αποτελεί απομεινάρι του αυτόχθονου ελληνικού πληθυσμού και ένας άλλος, μικρότερος πληθυσμός, που αποτελείται από άτομα που εισήχθησαν στο παρελθόν από τη Δανία, την πρώην Γιουγκοσλαβία και τη Βουλγαρία, τα οποία όμως δεν έχουν αναμειχθεί πλήρως με τα ενδημικά άτομα, πιθανώς λόγω διαφορετικής αναπαραγωγικής συμπεριφοράς ή ικανότητας μετακίνησης», επισημαίνει η κ. Μαραγκού.
Τα παραπάνω προκύπτουν από τα αποτελέσματα της μελέτης του Επίκουρου Καθηγητή ΑΠΘ (Τμήμα Βιολογίας), Α. Τριανταφυλλίδη, το 2013, η οποία χρηματοδοτήθηκε από τον Φορέα Διαχείρισης, στην Πάρνηθα. «Ο πληθυσμός αυτός παρουσιάζει σε κάποιο βαθμό χαρακτηριστικά ‘εξημέρωσης’ και υπέστη σοβαρή θνησιμότητα, όπως και σοβαρή καταστροφή του ενδιαιτήματός του κατά την πυρκαγιά του 2007″ τονίζει η κ. Μαραγκού.
Ειδικότερα για την Πάρνηθα, η κ. Μαραγκού επισημαίνει ότι το WWF Ελλάς εφάρμοσε και έλεγξε διαφορετικές μεθόδους παρακολούθησης των ελαφιών στην περιοχή και για τα έτη 2008-2009, εκτίμησε τον πληθυσμό σε περίπου 600 άτομα. Στη συνέχεια, σύμφωνα με την επιστημονική υπεύθυνη του WWF Ελλάς, την παρακολούθηση ανέλαβε ο Φορέας Διαχείρισης Πάρνηθας ακολουθώντας την ίδια μέθοδο. Έτσι υπάρχει πλέον μια καλή χρονοσειρά δεδομένων που «μας επιτρέπει να δούμε την εξέλιξη του πληθυσμού και να εντοπίζουμε έγκαιρα τυχόν ανησυχητικές τάσεις. Η καταγραφή περιλαμβάνει ένα δίκτυο 32 εαρινών/φθινοπωρινών εποπτικών θέσεων και 12 θερινών εποπτικών θέσεων (τα ελάφια μετακινούνται εποχιακά). Σύμφωνα με τα δεδομένα του Φορέα Διαχείρισης, ο ελάχιστος μέσος όρος αριθμού ελαφιών είναι 722 άτομα».
Αναφερόμενη στις ανησυχίες που είχαν εκφραστεί στο παρελθόν για την πιθανή πίεση που ασκούσαν τα ελάφια στο δασικό σύστημα της Πάρνηθας, με το σκεπτικό ότι επρόκειτο για ένα απομονωμένο πληθυσμό που δεν είχε δυνατότητες μετακίνησης εκτός του ορεινού όγκου, η κ. Μαραγκού σημειώνει ότι «η μέγιστη οικολογικά ανεκτή πυκνότητα (σύμφωνα με μελέτη του Πανεπιστημίου Πατρών το 2014) υπολογίστηκε σε 638-784 άτομα, συνεπώς δεν υπάρχει (τώρα) κίνδυνος οικολογικής υποβάθμισης του Εθνικού Δρυμού Πάρνηθας από τα ελάφια».
Η εμφάνιση λύκων και οι αγέλες αδέσποτων σκύλων δημιουργούν πιο υγιές και φυσικό οικοσύστημα στην Πάρνηθα.
Πάντως, κατά την ίδια, ο πληθυσμός των ελαφιών έχει μειωθεί σε σχέση με προηγούμενα χρόνια (πχ το 2013), γεγονός που οφείλεται πιθανώς στην εμφάνιση λύκων και στις αγέλες άγριων αδέσποτων σκύλων.
«Έχει δημιουργηθεί δηλαδή ένα πιο υγιές και φυσικό οικοσύστημα όπου φυσικοί θηρευτές ελέγχουν τον πληθυσμό των φυτοφάγων ζώων. Επιπλέον τα ελάφια χρησιμοποιούν πλέον και χαμηλότερες περιοχές και είναι πιθανό να έχουν βρει δρόμο προς τον Κιθαιρώνα, δίνοντας μια διέξοδο στον πληθυσμό της Πάρνηθας», τονίζει.
Αναπάντητο το ερώτημα γιατί δεν αναπαράγονται τα ελάφια της Ροδόπης
Σε ό,τι αφορά την περιοχή της Ροδόπης, η κ. Μαραγκού επισημαίνει ότι «δυστυχώς δεν υπάρχουν δημοσιευμένα δεδομένα για την κατανομή και την κατάσταση του ελαφιού στην περιοχή. Αναφέρεται η παρουσία του συνήθως στην οροσειρά της Ροδόπης χωρίς καμία επιπλέον πληροφορία. Ακόμα και η μόνη πρόσφατη δημοσιευμένη αναφορά στο πληθυσμιακό μέγεθος του είδους στην οροσειρά της Ροδόπης (20-30 άτομα) δεν διασαφηνίζεται η προέλευσή της και ούτε η μεθοδολογία στην οποία στηρίζονται τα σχετικά νούμερα».
Σε επικοινωνία του ΑΠΕ-ΜΠΕ με τον Φορέα Διαχείρισης Όρους Ροδόπης, η βιολόγος Ελπίδα Γρηγοριάδου ανέφερε: «Στην οροσειρά Ροδόπης έχουμε περί τα 20-30 κόκκινα ελάφια. Πρόκειται για διασυνοριακό πληθυσμό, που είναι και ο μοναδικός φυσικός σε όλη τη χώρα, που μοιραζόμαστε εμείς και οι Βούλγαροι. Το ερώτημα ζωής που ακόμη δεν έχουμε απαντήσει είναι γιατί δεν αναπαράγονται».
Πάντως, η ίδια επισήμανε ότι η έλλειψη κοινής διασυνοριακής περιβαλλοντικής πολιτικής στην περιοχή, μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας λειτουργεί ανασταλτικά για την προστασία του είδους, αφού, όπως είπε χαρακτηριστικά, «σε εμάς το κυνήγι απαγορεύεται εντελώς, όμως επί βουλγαρικού εδάφους επιτρέπεται». Μεταξύ άλλων, η ίδια σημείωσε ότι είναι πολύ θετικό που τα τελευταία χρόνια έχει ενταθεί σημαντικά οι ρυθμός παρακολούθησης από τους κατά τόπους φορείς διαχείρισης.
Το κόκκινο ελάφι
Το κόκκινο ελάφι (Cervus elaphus) είναι το μεγαλύτερο φυτοφάγο ζώο της Ελλάδας και ένα από τα πιο αγαπητά μας είδη στα ελληνικά δάση. Ως αναπόσπαστο στοιχείο της ελληνικής φύσης μπορεί να παίξει ουσιαστικό ρόλο στη διαμόρφωση και την εξέλιξη των οικοσυστημάτων, ειδικά στις μέρες μας, όπου η ελεύθερη κτηνοτροφία σταδιακά εγκαταλείπεται.
Ήδη, από τα προϊστορικά χρόνια, το κόκκινο ελάφι αφήνει ανελλιπώς τα ίχνη του στον ελλαδικό χώρο. Ως φυσικός βοσκητής, έπαιζε πάντα σημαντικό ρόλο στη βάση της τροφικής πυραμίδας. Μεγάλα αρπακτικά και γύπες -που σήμερα απειλούνται επίσης με εξαφάνιση- θα μπορούσαν να στηρίζουν την επιβίωσή τους στην ύπαρξη των ελαφιών.
Η ζωή που απειλείται
Κατά το WWF Ελλάς, το κόκκινο ελάφι ζούσε κάποτε σε ολόκληρη σχεδόν την ηπειρωτική Ελλάδα. Μέσα σε λίγες δεκαετίες όμως, οι πληθυσμοί του συρρικνώθηκαν σε τέτοιο βαθμό, ώστε το είδος να θεωρείται πλέον «Κρισίμως κινδυνεύον», σύμφωνα με το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Ζώων της Ελλάδας (Αθήνα, 2009).
Τέλη του 20ου αιώνα, τα ελάφια είχαν περιοριστεί στη χερσόνησο της Σιθωνίας, στην ορεινή περιοχή της Ροδόπης και στην Πάρνηθα. Σήμερα, ο πληθυσμός της Σιθωνίας έχει εξαφανιστεί. Ο προστατευμένος πληθυσμός της Πάρνηθας είναι ο πιο ακμαίος της χώρας. Μικρός πληθυσμός βρίσκεται στη Ροδόπη, κοντά στα σύνορα με τη Βουλγαρία, ενώ ίσως επιβιώνουν ακόμη και λίγα ζώα στους Ραφταναίους στα Πράμαντα της Ηπείρου, από προηγούμενο εμπλουτισμό. Τέλος, μικροί αριθμοί φυλάσσονται σε εκτροφεία.
Η ζωή που προστατεύουμε
Για τη διατήρηση του υφιστάμενου πληθυσμού αλλά και την εξάπλωσή του είδους σε νέους βιότοπους πέρα από την Πάρνηθα, το WWF Ελλάς υποστηρίζει ότι είναι απαραίτητη, μεταξύ άλλων, η βελτίωση και εφαρμογή της σχετικής νομοθεσίας που αφορά κυρίως στη θήρα αλλά και στην εμπορία, τη διακίνηση, τη διατήρηση σε αιχμαλωσία και την απελευθέρωση των ζώων. Εξαιρετικά σημαντική κρίνεται και η δημιουργία ενός κέντρου περίθαλψης των ζώων. Επίσης, η οργανωμένη δημιουργία τεχνητών υποπληθυσμών στη βάση κατάλληλης προετοιμασίας θα μπορούσε να αποτελέσει ένα επιπλέον μέτρο. Απαιτείται, τέλος, η ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης και ιδιαίτερα των κατοίκων, των κυνηγών και επισκεπτών περιοχών όπου θα μπορούσαν να δημιουργηθούν νέοι υποπληθυσμοί.
Έλενα Αλεξιάδου
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
https://dasarxeio.com/