Υπό αμφισβήτηση τίθεται πλέον η αξία της χειρουργικής
επέμβασης αποσυμπίεσης για τα άτομα με σύνδρομο πρόσκρουσης ώμου. Μελέτη
από το
Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης αποκάλυψε ότι δεν ανακουφίζει τους ασθενείς από τον
πόνο περισσότερο από τη διενέργεια ενός εικονικού χειρουργείου (placebo) με αληθοφανείς συνθήκες. Σύμφωνα με τα δημοσιευμένα
ευρήματα στο «The Lancet», παρότι οι δύο τύποι χειρουργικών επεμβάσεων ήταν
ελαφρώς πιο αποτελεσματικοί στη μείωση του υποκρωμιακού πόνου σε σύγκριση με τη μη θεραπεία, η
διαφορά ήταν μικρή και δεν ήταν πιθανό να έχει αξιοσημείωτη επίδραση. Οι
ερευνητές συνιστούν τόσο στους ασθενείς όσο και στους γιατρούς να λαμβάνουν
υπόψη τους τα αποτελέσματα της μελέτης τους, ώστε να μπορούν να αποφασίζουν,
βάσει τεκμηρίων, για τη θεραπεία που θα μπορούσε να τους ωφελήσει περισσότερο.
«Το σύνδρομο πρόσκρουσης ώμου είναι συχνή αιτία πόνου
στον ώμο. Εμφανίζεται όταν οι τένοντες ή ο υπακρωμιακός θυλάκος (bursa)
πιέζονται μεταξύ κεφαλής του βραχιονίου και ακρώμιου. Αυτή η επαναλαμβανόμενη
τριβή μπορεί να οδηγήσει σε χρόνιο ερεθισμό και φλεγμονή, που όταν μείνει
αθεράπευτη δύναται να προκαλέσει ρήξη των τενόντων. Παράγοντες κινδύνου για την
εμφάνιση του συνδρόμου είναι η υπέρχρηση της άρθρωσης και ιδιαίτερα σε εναέριες
δραστηριότητες ή αθλήματα που απαιτούν τη χρήση του χεριού πάνω από την
οριζόντια θέση, όπως το τένις, οι ρίψεις, το βόλεϊ κλπ. Ωστόσο, το σύνδρομο
μπορεί να προκληθεί και λόγω οστικών και αρθρικών ανωμαλιών», μας εξηγεί ο φυσικοθεραπευτής – χειροθεραπευτής κ. Γιώργος
Κακαβάς του Fysiotek Sports and Spine Lab (www.fysiotek.gr).
Τα τελευταία 30 χρόνια ο ενδεδειγμένος τρόπος
αντιμετώπισης του συνδρόμου είναι η διενέργεια χειρουργείου για την αποσυμπίεση
των τενόντων σε περίπτωση αποτυχίας των συντηρητικών μεθόδων θεραπείας, που τα
τελευταία χρόνια παρουσιάζει σημαντική αύξηση. Η δημοτικότητα της επέμβασης
αποτέλεσε το έναυσμα για τους καθηγητές David Beard του Τμήματος Ορθοπαιδικής,
Ρευματολογίας & Μυοσκελετικών Επιστημών και Andrew Carr, του Κέντρου Βιοϊατρικής Έρευνας του Εθνικού Ινστιτούτου
Έρευνας Υγείας, του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, να ερευνήσουν πόσο
αποτελεσματική ήταν.
Όσα κατέδειξε η μελέτη ταράζουν τα νερά και οι συντάκτες
της πιστεύουν ότι η χειρουργική επέμβαση μπορεί να μην παρέχει το αναμενόμενο
όφελος.
Ειδικότερα, στη
μελέτη, που πραγματοποιήθηκε από το Τμήμα Ορθοπαιδικής, Ρευματολογίας και
Μυοσκελετικών Επιστημών Nuffield του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης με την υποστήριξη
της Βρετανικής Εταιρείας Αγκώνα και Ώμου (BESS) σε 32 νοσοκομεία, συμμετείχαν
ασθενείς που υπέφεραν από πόνο στον ώμο για τουλάχιστον τρεις μήνες. Οι
ερευνητές χώρισαν τους συμμετέχοντες σε τρεις ομάδες. Οι ασθενείς της πρώτης
ομάδας υποβλήθηκαν σε χειρουργική επέμβαση αποσυμπίεσης, δηλαδή αφαιρέθηκε μια
περιοχή μαλακού ιστού ώστε να απελευθερωθούν οι τένοντες. Σε όσους κατατάχθηκαν
στη δεύτερη κατηγορία οι χειρουργοί εξέτασαν την άρθρωση (αρθροσκόπηση) χωρίς όμως να επέμβουν, ενώ
εκείνοι της τρίτης ομάδας δεν ακολούθησαν καμία θεραπεία.
Μεταξύ 6 και 12 μηνών μετά την είσοδό τους στη μελέτη, οι
313 συμμετέχοντες συμπλήρωσαν ερωτηματολόγια αξιολογώντας τα συμπτώματά τους,
συμπεριλαμβανομένου του πόνου και της λειτουργικότητας. Διαπιστώθηκε ότι τα
συμπτώματα μειώθηκαν και στις τρεις ομάδες, ενώ η βαθμολογία που έδωσαν οι
ασθενείς των δύο πρώτων ομάδων δεν διέφερε. Η δε βελτίωση έναντι της ομάδας που
δεν υποβλήθηκε σε καμία θεραπεία ήταν ανεπαίσθητη.
Η μελέτη δεν εξέτασε την επανεμφάνιση
του πόνου μετά από ένα χρόνο, αλλά οι συγγραφείς δηλώνουν ότι είναι απίθανο μία
ομάδα να τον παρουσιάσει μακροπρόθεσμα αφού οι ασθενείς δεν πονούσαν στον ένα
χρόνο μετά την εγχείρηση.
Παρότι ορισμένοι ασθενείς που υποβλήθηκαν σε χειρουργική
επέμβαση δεν υποβλήθηκαν σε περαιτέρω θεραπεία, καθώς τα συμπτώματά τους
βελτιώθηκαν και άλλοι ασθενείς που δεν ακολούθησαν θεραπεία επέλεξαν να
υποβληθούν σε χειρουργική επέμβαση αποσυμπίεσης, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι
τα δύο αυτά σημεία δεν αποτελούν περιορισμούς που θα μπορούσαν να επηρεάζουν τα
αποτελέσματα.
Σύμφωνα με τους συγγραφείς, τα ευρήματα πρέπει να γίνουν
γνωστά σε όλους τους ενδιαφερόμενους γι’ αυτό το είδος χειρουργικής επέμβασης.
«Υπό το πρίσμα των αποτελεσμάτων μας, θα μπορούσαν να ληφθούν υπόψη και άλλοι
τρόποι αντιμετώπισης της πρόσκρουσης των ώμων, όπως παυσίπονα, φυσιοθεραπεία
και ενέσεις στεροειδών», ανέφερε ο επικεφαλής ερευνητής καθηγητής David Beard, του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης.
Όμως, όπως σημειώνει ο κ. Κακαβάς
«τα φάρμακα μπορεί να μην αποτελούν επιλογή για ορισμένους ανθρώπους, είτε από
άποψη είτε για λόγους υγείας. Μια σύγχρονη φυσιοθεραπευτική μέθοδος, η Fysiotek
είναι η λύση για τα προβλήματα αυτών των ασθενών, αφού πρόκειται για έναν τρόπο
μηχανικής διάγνωσης και θεραπείας που είναι προορισμένος να βοηθά ακριβώς τους
ανθρώπους που δεν ανταποκρίνονται σε φαρμακευτική αγωγή και δεν αποτελούν
χειρουργήσιμα περιστατικά. Το σύστημα βασίζεται στον συνδυασμό μηχανημάτων
τελευταίας τεχνολογίας με προέλευση από την Αμερική, όπου είναι ευρέως
διαδεδομένο. Τα μηχανήματα αξιολογούν και θεραπεύουν παθήσεις των αρθρώσεων,
ενώ τα προγράμματα αποκατάστασης και εξατομικευμένων ασκήσεων σταθεροποιούν το
αποτέλεσμα. Το αξιοσημείωτο, όμως, είναι ότι εστιάζει και θεραπεύει την αιτία
του πόνου και όχι απλώς το σύμπτωμα. Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που έχει
τόσο μεγάλη επιτυχία ως μέθοδος, συγκριτικά με άλλες φυσικοθεραπευτικές
μεθόδους».