αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών Νικολάου Αθανασόπουλου, στο Ειδικό Δικαστήριο (Υπουργοδικείο), για πρώτη φορά μετά τη μεταπολίτευση, και την καταδίκη του σε ποινή φυλάκισης για εγκλήματα περί τα υπομνήματα.
Όλα ξεκίνησαν στις 8 Μαΐου 1986, όταν το φορτηγό πλοίο «Αλφονσίνα» κατέπλευσε στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης φορτωμένο με 9.000 τόνους αραβοσίτου (καλαμποκιού), προερχόμενο από το Κόπερ της Γιουγκοσλαβίας. Το πλοίο παρέμεινε στη ράδα του λιμανιού και εφοδιάστηκε, όπως αποδείχθηκε αργότερα με πλαστά έγγραφα, που έδειχναν ότι το καλαμπόκι είχε φορτωθεί στην Καβάλα και άρα ήταν ελληνικής προέλευσης και όχι γιουγκοσλαβικής, όπως ήταν στην πραγματικότητα. Οι εμπλεκόμενοι στη συναλλαγή, με την ενέργεια αυτή, βαφτίζοντας το καλαμπόκι ελληνικό, θα απέφευγαν την πληρωμή της αντισταθμιστικής εισφοράς, ύψους 182 εκατομμυρίων δραχμών και επιπροσθέτως θα επωφελούντο από την υψηλή τιμή της πώλησης και την καταβολή κοινοτικών επιδοτήσεων. Άμεσα ζημιωμένη, όπως είναι προφανές, θα ήταν η τότε ΕΟΚ (σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση).
Δικαιούχος του φορτίου ήταν η ελληνική κρατική εταιρεία ITCO, της οποίας επικεφαλής ήταν το στέλεχος του Κινήματος Σούλης Αποστολόπουλος. Η «Διεθνής Εταιρεία Διεθνούς Εμπορίου ITCO A.E», όπως ήταν η εμπορική της επωνυμία, ήταν μία από τις κρατικές εμπορικές εταιρείες που είχαν ιδρυθεί επί ΠΑΣΟΚ (ΠΡΟΜΕΤ, ΑΓΡΕΞ κ.ά.), με σκοπό να ασκούν παρεμβατικό ρόλο στη διαμόρφωση των τιμών στην αγορά, αλλά γρήγορα ξέφυγαν του σκοπού τους και εξελίχθηκαν σε εκτροφεία σκανδάλων. Η περί ου ο λόγος ITCO λίγες ημέρες αργότερα πούλησε το επίμαχο φορτίο του καλαμποκιού στην ελβετική εταιρεία Granomar, συμφερόντων του Θεόδωρου (Ντόρη για τους φίλους του) Μαργέλλου, ενός επιχειρηματία με διασυνδέσεις στο χώρο του ΠΑΣΟΚ. Η τελευταία με τη σειρά της το μεταπώλησε ως ελληνικό σε βελγική εταιρεία.