«φτωχού και μόνου καουμπόι» Λούκι Λουκ, που κλήθηκε αρκετές φορές να τους αντιμετωπίσει στα δημοφιλή κόμικς των Μορίς και Γκοσινί.
Επικεφαλής της συμμορίας ήταν τα τρία από τα 15 παιδιά του διαχειριστή σαλούν Λιούις Ντάλτον: ο Γκράταν «Γκρατ» Ντάλτον (1861-1892), ο Ρόμπερτ «Μπομπ» Ντάλτον (1870-1892) και ο Έμετ Ντάλτον (1871-1937). Ο Γουίλιαμ «Μπιλ» Ντάλτον (1863-1894) συνεργαζόταν με τη συμμορία των αδελφών του, αλλά είχε και τις δικές του δουλειές.
Η οικογένεια Ντάλτον περιπλανήθηκε αρκετά μέχρι να βρει μόνιμη στέγη στην πόλη Κόφιβιλ του Κάνσας. Σύντομα, όμως, ο Λιούις Ντάλτον εγκατέλειψε τη σύζυγό του Αντελάιν (το γένος Γιάνγκερ), αναγκάζοντάς τη να αναθρέψει μόνη της τα 13 παιδιά τους (τα δύο είχαν πεθάνει στη γέννα) κατά τη διάρκεια της δύσκολης περιόδου του Εμφυλίου Πολέμου (1861-1865) και της εποχής της Ανοικοδόμησης.
Οι τέσσερις μελλοντικοί παράνομοι εργάστηκαν κατ’ αρχάς ως γελαδάρηδες (cowboy). Το 1887, όμως, ο μεγαλύτερος αδελφός τους Φρανκ Ντάλτον, βοηθός ομοσπονδιακού αστυνόμου (marshal), δολοφονήθηκε σε ηλικία 28 ετών από λαθρέμπορους ουίσκι. Σε ένδειξη σεβασμού στη μνήμη του, ο Γκρατ, ο Μπομπ και ο Έμετ έγιναν σερίφηδες.
Το 1890, όντας για πολύ καιρό απλήρωτοι από την υπηρεσία τους, βρέθηκαν αναμιγμένοι σε διακίνηση παράνομου αλκοόλ ο Μπομπ και κλοπές αλόγων οι άλλοι δύο. Ο Μπομπ φυγοδίκησε και ο Γκρατ με τον Έμετ, αν και απαλλάχτηκαν από τις κατηγορίες, εξαναγκάστηκαν σε παραίτηση. Έτσι, άνοιξε ο δρόμος για να ασχοληθούν εξ ολοκλήρου με τις κλοπές αλόγων, σχηματίζοντας συμμορία.
Το διάστημα 1890 - 1892 έκαναν ληστείες σε χαρτοπαικτικές λέσχες, τρένα και τράπεζες. Στη συμμορία προστέθηκε ο αδελφός τους Μπιλ, ως τότε παντρεμένος και αξιοσέβαστος πολίτης, η καριέρα του οποίου ως πολιτικός (μέλος του νομοθετικού σώματος της Καλιφόρνιας) είχε στιγματισθεί εξαιτίας των αδελφών του.
Το πρωινό της 5ης Οκτωβρίου 1892, ο Μπομπ, ο Γκρατ και ο Έμετ μαζί με τον Ντικ Μπρόντγουελ και τον Μπιλ Πάουερς, εισήλθαν έφιπποι στην πόλη Κόφιβιλ του Κάνσας, αποφασισμένοι να ληστέψουν τις δύο τράπεζες της πόλης. Ήταν ένα στοίχημα για τον Μπομπ Ντάλτον, που κόμπαζε ότι θα μπορούσε να καταφέρει αυτό που δεν κατάφερε ένας άλλος διάσημος παράνομος, ο Τζέσι Τζέιμς, να ληστέψει δύο τράπεζες διαδοχικά στην ίδια πόλη. Παρότι ήταν μεταμφιεσμένοι, αναγνωρίστηκαν από κατοίκους της πόλης, όπου είχαν μεγαλώσει.
Ο σερίφης συγκρότησε απόσπασμα και στο άγριο πιστολίδι που ακολούθησε όλα τα μέλη της συμμορίας σκοτώθηκαν, εκτός από τον Έμετ Ντάλτον, ο οποίος τραυματίστηκε και συνελήφθη. Από την πλευρά των ανθρώπων του νόμου σκοτώθηκε ο σερίφης Τσαρλς Κόνελι και τρεις βοηθοί του.
Ο Έμετ Ντάλτον καταδικάσθηκε σε ισόβια δεσμά, αλλά το 1907 του απονεμήθηκε χάρη και αποφυλακίστηκε. Έζησε ως αξιοπρεπής επιχειρηματίας στο Λος Άντζελες έως το θάνατό του στις 13 Αυγούστου 1937. Ο Μπιλ Ντάλτον, που δεν συμμετείχε στη ληστεία της Κόφιβιλ με τα αδέλφια του, συνέπραξε με την συμμορία του Μπιλ Ντούλιν και στη συνέχεια σχημάτισε δική του εγκληματική ομάδα. Στις 8 Ιουνίου 1894, ενώ έπαιζε με την κόρη του στην μπροστινή βεράντα του αγροτόσπιτού του στο Άρντμορ της Οκλαχόμα, βρέθηκε ξαφνικά περικυκλωμένος από αστυνομικούς και σκοτώθηκε.