Λίγες μέρες πριν από την ολοκλήρωση του περασμένου έτους διεξήχθη ο πρώτος γύρος των εσωκομματικών εκλογών της Νέας Δημοκρατίας. Στις 20 Δεκέμβρη, κατά την ανοικτή προς την
κοινωνία διαδικασία εκλογής νέου προέδρου για το κεντροδεξιό κόμμα, δύο (2) τινά εξέπληξαν. Αφ’ ενός ανέλπιστη ήταν η συμμετοχή των Νεοδημοκρατών στη διαδικασία ανάδειξης νέου επικεφαλής τους. Πάνω από 400.000 πολίτες προσέτρεξαν στις κάλπες και ανέμεναν υπομονετικά για την άσκηση του δικαιώματός τους, απόδειξη της “κοινής” τους βούλησης για αλλαγές στο παραδοσιακά αρχηγικό αυτό κόμμα. Αφ’ ετέρου απροσδόκητα ήταν και τα αποτελέσματα που αναδύθηκαν από τις κάλπες. Για μία ακόμη φορά οι δημοσκοπήσεις αστόχησαν· τόσο εκείνες που προεξοφλούσαν την καθολική επικράτηση από τον πρώτο γύρο του ενός εκ των δύο (2) σημερινών υποψηφίων, όσο και αυτές που θεωρούσαν βέβαιο το πέρασμα στο δεύτερο γύρο του εκ Μακεδονίας προερχόμενου υποψηφίου, αποδεικνύοντας τοιουτοτρόπως -όπως και στις πρόσφατες εκλογές του Σεπτεμβρίου- τη χειραγώγηση των εταιριών που τις διενεργούν από επιχειρηματικά και άλλα συμφέροντα. Με άλλα λόγια, όπως εύστοχα έθιξε και ο κερδισμένος της πρώτης Κυριακής, Κυριάκος Μητσοτάκης, μια σιωπηλή πλειοψηφία της κοινωνίας, και όχι οι δημοσκοπήσεις, ήταν εκείνη που έκανε τη διαφορά.
κοινωνία διαδικασία εκλογής νέου προέδρου για το κεντροδεξιό κόμμα, δύο (2) τινά εξέπληξαν. Αφ’ ενός ανέλπιστη ήταν η συμμετοχή των Νεοδημοκρατών στη διαδικασία ανάδειξης νέου επικεφαλής τους. Πάνω από 400.000 πολίτες προσέτρεξαν στις κάλπες και ανέμεναν υπομονετικά για την άσκηση του δικαιώματός τους, απόδειξη της “κοινής” τους βούλησης για αλλαγές στο παραδοσιακά αρχηγικό αυτό κόμμα. Αφ’ ετέρου απροσδόκητα ήταν και τα αποτελέσματα που αναδύθηκαν από τις κάλπες. Για μία ακόμη φορά οι δημοσκοπήσεις αστόχησαν· τόσο εκείνες που προεξοφλούσαν την καθολική επικράτηση από τον πρώτο γύρο του ενός εκ των δύο (2) σημερινών υποψηφίων, όσο και αυτές που θεωρούσαν βέβαιο το πέρασμα στο δεύτερο γύρο του εκ Μακεδονίας προερχόμενου υποψηφίου, αποδεικνύοντας τοιουτοτρόπως -όπως και στις πρόσφατες εκλογές του Σεπτεμβρίου- τη χειραγώγηση των εταιριών που τις διενεργούν από επιχειρηματικά και άλλα συμφέροντα. Με άλλα λόγια, όπως εύστοχα έθιξε και ο κερδισμένος της πρώτης Κυριακής, Κυριάκος Μητσοτάκης, μια σιωπηλή πλειοψηφία της κοινωνίας, και όχι οι δημοσκοπήσεις, ήταν εκείνη που έκανε τη διαφορά.
Πράγματι, μια διαχρονικά σιωπηρή μάζα της ελληνικής κοινωνίας στήριξε στις 20 Δεκέμβρη την υποψηφιότητα Μητσοτάκη. Ήταν εκείνοι οι πολίτες, που κατ’ αρχάς εκτίμησαν τις θέσεις του συγκεκριμένου υποψηφίου προέδρου, το πρόγραμμά του για την εκ βάθρων αναδόμηση του κόμματος και τη διοίκηση της χώρας, το έργο του κατά την υπουργική του θητεία. Ήταν επίσης εκείνοι που θαύμασαν το πολιτικό του θάρρος, την εκ μέρους του πρόταξη των αρχών και των αξιών που πρεσβεύει, ακόμη και εάν αυτές έρχονταν αντιμέτωπες με κομματικές γραμμές, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την απουσία του κατά την προεδρική εκλογή, λόγω της αρνήσεώς του να στηρίξει την υποψηφιότητα Παυλόπουλου. Ήταν αυτοί που αναγνώρισαν κατά τον τελευταίο χρόνο της διακυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, την εκ μέρους του δημιουργική και εποικοδομητική αντιπολίτευση, πάντοτε με την πρόταξη εναλλακτικών επιλογών· τη στιγμή μάλιστα που σύσσωμη η υπόλοιπη Νέα Δημοκρατία, τόσο επί αρχηγίας Σαμαρά, όσο και επί υπηρεσιακής προεδρίας Μεϊμαράκη, επιδιδόταν και εν τέλει αναλωνόταν σε ανέξοδες και αμιγώς στείρες κριτικές, επιτρέποντας ουσιαστικά στον κ. Τσίπρα να παίζει σε άδειο γήπεδο. Τέλος, την υποψηφιότητα Μητσοτάκη στήριξαν με την ψήφο τους οι πολίτες εκείνοι, που εντόπισαν την πλήρη ανεξαρτησία της. Μια ανεξαρτησία από κομματικούς, καθώς και από “οικογενειακούς” μηχανισμούς. Δεν επιδίωξε, ούτε αποδέχθηκε οιαδήποτε στήριξη από βουλευτή του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο δε μισός τουλάχιστον οικογενειακός του κύκλος στήριξε και συνεχίζει να στηρίζει έτερο υποψήφιο. Άλλωστε, στους προεκτεθέντες λόγους, και ιδίως στον τελευταίο, εστιάζεται και ο φόβος που προκλήθηκε στις τάξεις διαφόρων πολιτευτών από το σχεδόν 30% των Νεοδημοκρατών που τον ψήφισε.
Ο φόβος τους αποκρυσταλλώθηκε σε αυτές καθεαυτές τις αντιδράσεις τους. Πρώτος τη τάξει ο αποτυχών στο να εκλεγεί εκ νέου βουλευτής Ροδόπης, ο οποίος κατηγόρησε ως «νεοφιλελεύθερη» -αντί για αμιγώς μεταρρυθμιστική- την υποψηφιότητα Μητσοτάκη, τονίζοντας πως «πατάει σε μία οικονομική αριστοκρατία, σε μία οικονομική ελίτ». Επισημαίνεται μάλιστα πως ο συγκεκριμένος, παραδοσιακά διαρροεύς του καραμανλικού περιβάλλοντος, προαλείφεται για την καρέκλα του Γραμματέα του κόμματος στην περίπτωση επικράτησης του έτερου υποψηφίου, αποδεικνύοντας περίτρανα τις διαχρονικές τάσεις του εγχώριου πολιτικού προσωπικού πρόταξης των αμιγώς προσωπικών έναντι των γενικότερων, των συλλογικών συμφερόντων της κοινωνίας. Περάν αυτού, έτεροι παλαιοκομματικοί θεωρούν τον Μητσοτάκη, ελέω μονάχα του ονόματός του, εκπρόσωπο μιας βαρονίας, όταν οι ίδιοι είναι βουλευτές εδώ και δύο (2) ή και τρεις (3) δεκαετίες, αντιπροσωπεύοντας τα πατρωνικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Απόδειξη ανησυχίας, άλλωστε, αποτέλεσε και η εξαπόλυση κατηγοριών εκ μέρους του ίδιου του κ. Μεϊμαράκη, συνδέοντας τον συνυποψήφιό του με τα μνημονιακά μέτρα της συγκυβέρνησης Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ.
Ως προς το τελευταίο, μάλλον ο κ. Μεϊμαράκης λησμονά πως κατά την ίδια κυβερνητική περίοδο και ο ίδιος βρισκόταν σ’ ένα ανώτατο αξίωμα, όντας Πρόεδρος της Βουλής των Ελλήνων, ο τρίτος δηλαδή πολιτειακός παράγοντας της χώρας. Ένας Πρόεδρος όμως, που ουδέποτε έφερε αντιρρήσεις και έθεσε εμπόδια, όπως του επέτασσαν το Σύνταγμα και ο Κανονισμός της Βουλής, στις κατεπείγουσες κοινοβουλευτικές διαδικασίες και στην ενσωμάτωση σε νομοσχέδια από το τότε πρωθυπουργικό περιβάλλον αμιγώς “φωτογραφικών”-ρουσφετολογικών τροπολογιών προς τέρψιν επιχειρηματικών κύκλων. Ένας Πρόεδρος μάλιστα, που ελέω της μεροληπτικής του στάσης -και ουχί ανεξαρτησίας- απέναντι στην τότε συγκυβέρνηση, δέχθηκε πρόταση μομφής από την αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ. Πέραν όμως των πιθανών κενών μνήμης, ελέω της προαναφερθείσας κατηγορίας που εξοβέλισε κατά του συνυποψηφιού του, ο τέως Πρόεδρος της Βουλής σίγουρα στερείται αυτοκριτικής, πολλώ δε μάλλον έλλογης κρίσης. Μιας κρίσης, ικανής να τον κάνει να ενστερνιστεί, εκείνο που έχει αποδεχθεί η πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας -ακόμα και το μεγαλύτερο μέρος του ΣΥΡΙΖΑ-, το ότι δηλαδή οι αναποτελεσματικές Κυβερνήσεις, οι λαϊκίστικες πολιτικές του παρελθόντος και η προκληθείσα απ’ αυτές πολύπλευρη κρίση έφεραν τα Μνημόνια· και όχι τα Μνημόνια την κρίση.
Με τις ανωτέρω νοοτροπίες ήρθε αντιμέτωπη η σιωπηλή πλειοψηφία της 20ης Δεκέμβρη. Μη επιλέγοντας αυτούς που αντιλαμβάνονται την πολιτική ως τέχνη διαχείρισης της εξουσίας, αλλά εκείνον που την αξιοποιεί ως τέχνη σχεδιασμού, εξέτασης εναλλακτικών λύσεων, λήψης των κατάλληλων αποφάσεων και εν τέλει ενάσκησης της εξουσίας. Γι’ αυτό και την προσεχή Κυριακή η ίδια σιωπηλή πλειοψηφία δύναται να διαβεί και πάλι τον Ρουβίκωνα και να προωθήσει μία «δημιουργική μειοψηφία»1, η οποία κινούμενη στο φιλελεύθερο-μεταρρυθμιστικό χώρο, είναι ικανή να επιλύσει επιτέλους το πολιτικό έλλειμμα της χώρας.
1 Ρακιντζής Λ. (2015), Περί Διαφθοράς, εκδόσεις Σεναριογράφων Ελλάδος
Νίκος Σπ. Ζέρβας,
Υπ. Διδάκτορας Πανεπιστημίου Αθηνών,
Συγγραφέας του βιβλίου «Πρωθυπουργοκεντρισμός : Η δεσπόζουσα θέση του αρχηγού της Κυβέρνησης στο πολιτικό μας σύστημα» (εκδ. Μπατσιούλας, 2014).