Από την πρώτη κιόλας παράγραφο της Ιστορίας του Πελοποννησιακού πολέμου, µας πληροφορεί για το συσχετισμό δυνάμεων στο διεθνές σύστημα της Αρχαίας Ελλάδας:
«Όταν άρχισε ο πόλεμος, οι δύο αντίπαλοι ήσαν στην αρχή της δύναμής τους, ήσαν καλά προετοιμασμένοι, και όλοι οι Έλληνες έπαιρναν ή ήσαν έτοιμοι να πάρουν το μέρος του ενός ή του άλλου». Περιγράφει λοιπόν τους δύο μεγάλους πρωταγωνιστές και τις συμμαχίες τους, εξετάζοντας λεπτομερώς το συσχετισμό δυνάμεων και όπως θα έκαναν οι σύγχρονοι ρεαλιστές, προσδιορίζει το διεθνές σύστημα µε βάση τον αριθμό των μεγάλων δυνάμεων και τον μεταξύ τους συσχετισμό ισχύος. Επικεντρώνει τη προσοχή του, όπως θα έκαναν οι σύγχρονοι ρεαλιστές, στη πόλη-κράτος και έτσι εδραιώνει το παράδειγμα της κρατο-κεντρικής προσέγγισης των διεθνών σχέσεων.
Η Ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου περιέχει πάρα πολλές αναφορές στις προσπάθειες των πρωταγωνιστών, να μεγιστοποιήσουν το συμφέρον τους. Πόσο όμως μακριά μπορεί να φτάσει ένα κράτος αναζητώντας τρόπους εξυπηρέτησης των συμφερόντων του; «Για µια πολιτεία που ασκεί ηγεμονία, τίποτε δεν είναι παράλογο αν είναι συμφέρον», ισχυρίζονται οι Αθηναίοι. Πρώτα απ’ όλα έρχεται το συμφέρον επιβίωσης. Το άναρχο διεθνές σύστημα «τιμωρεί» όσα κράτη δε μεριμνούν για την αυτοπροστασία τους.
Πατέρας του πολιτικού ρεαλισμού θεωρείται ο Θουκυδίδης. Η Ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου θεωρείται η "Βίβλος" των ρεαλιστών. Όπως απεφάνθη ο Martin Wight, η ιστορία του πολέμου μεταξύ Αθήνας και Σπάρτης αποτελεί "ένα από τα εξέχοντα βιβλία για τη σχέση πολιτικής και ισχύος". Ο Robert Gilpin χαρακτηρίζει το Θουκυδίδη ως τον πρώτο πολιτικό επιστήμονα και τον πρώτο ρεαλιστή που έδωσε έμφαση στην ανάλυση του συσχετισμού ισχύος. Με ανάλογο τρόπο έχουν εκφρασθεί για τη γέννηση του πολιτικού ρεαλισμού στο έργο του Θουκυδίδη και αρκετοί άλλοι από τους σημαντικότερους σύγχρονους θεωρητικούς των διεθνών σχέσεων, όπως για παράδειγμα ο Hans Morgenthau, ο Kenneth Waltz, ο Robert Keohane, ο Joseph Nye, ο Robert Jervis και ο Hedley Bull.
Μια βασική παράμετρος της ανάλυσης των Διεθνών Σχέσεων είναι η φύση του διεθνούς συστήματος. Κατά συνέπεια, σημείο εκκίνησης του πολιτικού ρεαλισμού είναι το γεγονός ότι στο διεθνές σύστημα παρατηρείται μια έλλειψη οργανωμένης τάξης κατά το πρότυπο της εσωτερικής οργάνωσης των κρατών. Σε αντίθεση με το πρότυπο της εσωτερικής διακυβέρνησης, στο διεθνές σύστημα δεν υπάρχει κεντρική εξουσία που να επιβάλλει τη τάξη. Με άλλα λόγια, το διεθνές σύστημα είναι άναρχο.
Το κεντρικό επιχείρημα της πιο πάνω ανάλυσης, δηλαδή η ύπαρξη έντονου διακρατικού ανταγωνισμού σε συνθήκες διεθνούς αναρχίας, διαπνέει όλο το έργο του Θουκυδίδη. Την ιστορική αναδρομή, για παράδειγμα, που κάνει ο Θουκυδίδης από την εποχή που τελείωσε ο πόλεμος κατά των Περσών μέχρι τη έναρξη του Πελοποννησιακού πολέμου, μας παρουσιάζει ένα άκρως ανταγωνιστικό διεθνές σύστημα όπου όλοι πολεμούσαν (ή προετοιμάζονταν να πολεμήσουν) εναντίον όλων:
Όταν, με τον κοινό αγώνα, απόκρουσαν τους βαρβάρους οι Έλληνες, όσοι είχαν συμπολεμήσει και είχαν αποτινάξει το ζυγό του Μεγάλου Βασιλέως, σχημάτισαν δυο παρατάξεις γύρω από τους Αθηναίους και τους Λακεδαιμονίους, που είχαν αποδειχθεί οι σπουδαιότεροι απ' όλους, οι πρώτοι στη θάλασσα, οι δεύτεροι στη στεριά. Η μεταξύ τους συμμαχία κράτησε λίγα μόνο χρόνια και Λακεδαιμόνιοι και Αθηναίοι πολέμησαν μεταξύ τους με τη βοήθεια ο καθένας, των συμμάχων του. Και οι άλλοι Έλληνες, όσοι είχαν διαφορές μεταξύ τους, άρχισαν να στρέφονται προς τον έναν από τους δυο. Έτσι, από τα Μηδικά έως σήμερα και χωρίς διακοπές, πότε κάνοντας σπουδές, πότε πολεμώντας είτε μεταξύ τους είτε με τους συμμάχους τους που αποστατούσαν, προετοίμασαν καλά τη στρατιωτική τους δύναμη και αποκτήσαν μεγαλύτερη πείρα με τους κινδύνους του πολέμου.
Σε ένα άναρχο διεθνές σύστημα, ο πόλεμος, τον οποίο ο Θουκυδίδης χαρακτηρίζει ως "δάσκαλο της βίας" είναι πάντοτε πιθανός και έτσι τα κράτη αναγκάζονται συνεχώς να προετοιμάζονται για αυτό το ενδεχόμενο. Όπως λέει ο ίδιος ο ιστορικός, τα κράτη αναγκάσθηκαν να αποκτήσουν "μεγάλη πείρα με τους κινδύνους του πολέμου". Σε συνθήκες αναρχίας, λοιπόν,τα πάντα επιτρέπονται, αφού κυριαρχεί ο νόμος της φύσης (ή της ισχύος): "ο ισχυρός επιβάλλει ό,τι του επιτρέπει η δύναμη του και ο αδύναμος υποχωρεί όσο του επιβάλλει η αδυναμία του". Σε ένα τέτοιο σύστημα κάθε κρατική οντότητα πρέπει από μόνη της να μεριμνήσει πρώτα απ' όλα για την επιβίωσή της.
Κάθε ρεαλιστική θεώρηση του διεθνούς συστήματος ξεκινάει από την ανάλυση του συσχετισμού δυνάμεων στο σύστημα αυτό (κυρίως μεταξύ των ισχυρότερων δρώντων). Ο Θουκυδίδης από την πρώτη κιόλας παράγραφο της Ιστορίας του Πελοποννησιακού πολέμου, μας πληροφορεί για το συσχετισμό δυνάμεων στο διεθνές σύστημα της Αρχαίας Ελλάδας: "Όταν άρχισε ο πόλεμος, οι δύο αντίπαλοι ήσαν στην αρχή της δύναμής τους, ήσαν καλά προετοιμασμένοι, και όλοι οι Έλληνες έπαιρναν ή ήσαν έτοιμοι να πάρουν το μέρος του ενός ή του άλλου". Με άλλα λόγια, ο Θουκυδίδης περιγράφει ένα -κατά βάση-διπολικό διεθνές σύστημα, επικεντρώνοντας την ανάλυση του στους δύο μεγάλους πρωταγωνιστές και τις συμμαχίες τους. Ο ιστορικός αφιερώνει μεγάλο μέρος του πρώτου του βιβλίου στη λεπτομερή εξέταση του συσχετισμού δυνάμεων. Ο Θουκυδίδης, λοιπόν, όπως θα έκαναν οι σύγχρονοι ρεαλιστές, προσδιορίζει το διεθνές σύστημα με βάση τον αριθμό των μεγάλων δυνάμεων και τον μεταξύ τους συσχετισμό ισχύος.
Κάθε ανάλυση του διεθνούς συστήματος πρέπει, επίσης, να προσδιορίζει τους κύριους δρώντες. Ο Θουκυδίδης, στην Ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου, επικεντρώνει τη προσοχή του, όπως θα έκαναν οι σύγχρονοι ρεαλιστές, στη πόλη-κράτος, και έτσι το έργο του θεωρείται κλασικό παράδειγμα της κρατό-κεντρικής προσέγγισης των διεθνών σχέσεων. Ο Πελοποννησιακός πόλεμος διεξάγεται μεταξύ κρατών και συνασπισμών κρατών και συνεπώς η έμφαση δίνεται στην ανάλυση αυτών των πολιτικών οντοτήτων: Κέρκυρα, Κόρινθος, Αθήνα, Σπάρτη, Πλαταιές, Μυτιλήνη. Θήβα κ.ο.κ.. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και άλλοι μη κρατικοί δρώντες στον Πελοποννησιακό πόλεμο, όπως για παράδειγμα το μαντείο των Δελφών. Όμως, η σημασία αυτών των δρώντων είναι περιορισμένη, αφού διαδραματίζουν έναν υποτυπώδη ρόλο στα πολιτικά δρώμενα.
Γίνεται, λοιπόν, φανερό, ότι στο έργο του Θουκυδίδη βρίσκει κανείς όλα εκείνα τα στοιχεία που χρησιμοποιούν οι ρεαλιστές για να ορίσουν ένα σύστημα:
α) διάταξη του συστήματος (ιεραρχικό ή άναρχο),
β) συσχετισμός δυνάμεων, και
γ) προσδιορισμός του χαρακτήρα των κύριων δρώντων. Ο Θουκυδίδης ξεκινάει την ανάλυσή του από την περιγραφή ενός άναρχου και ανταγωνιστικού διεθνούς συστήματος, εξηγεί πως δημιουργήθηκε ο διπολισμός, αναλύει τον υπάρχοντα συσχετισμό ισχύος και προσδιορίζει ότι οι κύριοι δρώντες είναι οι πόλεις-κράτη και οι συνασπισμοί αυτών των κρατών. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι οι δομικοί ρεαλιστές από τον Thomas Hobbes μέχρι τον Kenneth Waltz, βρίσκουν την αφετηρία της προσέγγισής τους στο έργο του Θουκυδίδη.
Νικολόπουλος Κων/νος