Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2015

Διήγημα "Ο ταξιτζής" - Γράφει η Ευγενία Κορτσάρη

Ο ταξιτζής

          Ξεκίνησε νωρίς τη νυχτερινή του βάρδια εκείνη τη φορά, με το σουρούπωμα.  Είχε πάρει μαζί του το καθιερωμένο θερμός με τον καφέ, τοποθετώντας το ανάμεσα
στο κάθισμα του οδηγού και το κιβώτιο ταχυτήτων.  Στην άλλη μεριά είχε το μπουκάλι του νερού.  Η σύζυγος του είχε δώσει τρία μανταρίνια σε νάυλον σακουλάκι και ανοίγοντας το ντουλαπάκι του συνοδηγού, τα έριξε μέσα.  Κρακεράκια, μαστίχες, παστίλιες, ο φακός του, ένα δεύτερο κινητό βρισκόταν άτακτα τοποθετημένα στον ίδιο χώρο.  Στο port-baggage δίπλα στο μπουφάν του άφησε τυλιγμένο σε αλουμινόχαρτο ένα κομμάτι μπομπότα που του είχε δώσει  νωρίτερα η μάνα του. Το σταφιδόψωμο από τον φούρνο το πρωί, άθικτο.
          Έβαλε μπρος, διόρθωσε τον καθρέφτη, ίσιωσε τα μαλλιά στο πλάι βιαστικά κι έκανε τον σταυρό του. ΄Ηταν πάντα καλός οδηγός και φρόντιζε σχολαστικά το ταξί του με τα σέρβις και όλα τα σχετικά αλλά και ο σταυρός απαραίτητος.  Μέτρησε τα χρήματα βγάζοντάς τα γρήγορα από τη δεξιά του τσέπη. Ήταν τόσα όσα τα είχε υπολογίσει. Εκατό (100) ευρώ σε χάρτινα των πέντε (5) και τα κέρματα πενήντα (50) ευρώ .  Λίγα από το πρωί και συμπλήρωσε .....από το σπίτι.
«Πόσα βγάζει την ημέρα ;  Μη τα ρωτάς» είπε μέσα του.
Βυθισμένος συνέχεια στις σκέψεις με τα νέα της δόσης του δανείου, τις ειδήσεις από νωρίτερα, τη δουλειά που λιγόστευε μέρα με τη μέρα, τις υποχρεώσεις που τρέχουν....λογαριασμοί που περιμένουν, τα φροντιστήρια των παιδιών απλήρωτα (ευτυχώς δεν τα διώχνει η διευθύντρια, ούτε και το έκανε ποτέ σε άλλους)
«Έχει ο Θεός» είπε και συνέχισε.....

          Κίνηση δεν είχαν οι δρόμοι και τώρα με το χειμώνα έξω είναι σαν χωριό, με τη μυρωδιά του καμμένου ξύλου από τα τζάκια  και ποιος ξέρει ποιων άλλων αντικειμένων.....  Καναδυό βιαστικοί διαβάτες ντυμένοι βαριά ωστόσο βόλτα δεν μπορείς να πεις ότι έκαναν έκαναν....
Στην πιάτσα «άπαντες παρόντες».  Γεμάτες οι θέσεις και οι οδηγοί ανά δύο σ΄ένα αυτοκίνητο να τα λένε ή να παρακολουθούν ραδιόφωνο κι άλλοι τολμηροί στην είσοδο γειτονικής πολυκατοικίας να χτυπούν τα πόδια για να ζεσταθούν, ένας καπνίζοντας και άλλος μ΄ένα ζεστό που αχνίζει στο χέρι.
          Δεν έβαλε μουσική εκείνο το βράδυ.  Γιατί άραγε ;  Σίγουρα διάθεση δεν υπήρχε αλλά είχε ανάγκη να ακούσει τους ήχους της πόλης, να γευθεί τον αέρα της, χειμωνιάτικο, ψυχρό, ωστόσο όχι απρόσιτο.
Έψαχνε άνθρωπο, όπως ο Διογένης με το φανάρι !  Κάτι τον έσπρωχνε....
          Μια γυναίκα αγχωμένη στην απέναντι γωνία του δρόμου κοιτά το ρολόι της νευρικά και χτυπά τα πόδια για να ζεσταθούν.  Στρέφει το βλέμμα πότε στον πάνω δρόμο και πότε στον κάτω αλλά κάνει μερικά βήματα για να έχει ορατότητα και στον κάθετο.  Και πάλι τα ίδια .....
Το λαμπάκι ΕΛΕΥΘΕΡΟ αναμμένο, βάζει alarm και την πλησιάζει. Κατεβάζει το τζάμι του συνοδηγού.
-Καλησπέρα ! Ψάχνετε ταξί ;
-Καλησπέρα ! Όχι ευχαριστώ, του απαντά διστακτικά.  Πού λεφτά για ταξί τέτοιον καιρό.... «Περιμένω μια φίλη αλλά άργησε και ανησυχώ» του λέει και ρίχνει αλλού το βλέμμα της.
Επιμένει εκείνος και την ξαναρωτάει :
-Θέλετε καμιά βοήθεια ;  Μπορείτε να μου πείτε ! Σε λίγο θα κλείσουν και τα καταστήματα, αν χρειάζεστε κάτι…..
Εκείνη διστάζει, κατεβαίνει από το πεζοδρόμιο και πλησιάζει το ταξί.
-Περιμένω ώρα.... και δεν ήρθε.... το λεωφορείο...!
-Ελάτε, θα σας πάω εγώ ! Κάνει κρύο !
Η γυναίκα δειλά άνοιξε την πίσω δεξιά πόρτα του ταξί, καλησπέρισε  πάλι και μπήκε μέσα.
-Πού πηγαίνετε ;  Τη ρώτησε.
-Περίμενα το λεωφορείο αλλά δεν ξέρω τι έγινε..... Άργησε ;  Εγώ έκανα λάθος ; Δεν ξέρω....  Τα έχω λίγο χαμένα !  Είμαι άνεργη και ψάχνω απελπισμένα για δουλειά.  Μου είπαν κάτι για βραδινό ωράριο σε βενζινάδικο.
-Τέτοια δουλειά για γυναίκα, δύσκολο πράγμα !
-Τι να κάνω ; Έχω άνδρα άρρωστο που δεν μπορεί να εργασθεί και πρέπει να δουλεύω εγώ για να τα βγάλουμε πέρα.  Το πρωί σε καφενείο. Έχω και μικρό παιδί τριών ετών στη μητέρα μου .  Σαν θεία το βλέπω, με επισκέψεις.  Μου είπαν γι αυτήν τη δουλειά... όμως δεν ξέρω καλά τα δρομολόγια του λεωφορείου, από το σπίτι μου για το βενζινάδικο.

Τέσσερα χιλιόμετρα μετά φθάνουν στον προορισμό της. Ρωτάει χαμηλόφωνα «Τι σας οφείλω ;» κι εκείνος αποφασιστικά : « Τίποτα, εύχομαι όλα να πάνε καλά»
-Καλές γιορτές, ευχαριστώ !  Αναθάρρησε η γυναίκα και βγήκε από το ταξί.

          Η ώρα κόντευε 10.00 το βράδυ και ο ταξιτζής περνάει από την περιοχή των ΚΤΕΛ.  Σκεφτόταν να περάσει από εκεί να δει την κίνηση-έχει και καλές μπουγάτσες-ώσπου βλέπει να του κάνουν σήμα από ένα σταματημένο αυτοκίνητο.  «Τι να΄ναι άραγε;» σκέφτεται. 
Κατεβάζει ελαφρά το τζάμι του συνοδηγού και ρωτάει τον άνδρα που τον κάλεσε :
-Τι πάθατε ;
-Δεν παίρνει μπρος ! Απάντησε ο άνδρας.
Στις πίσω θέσεις μια γυναίκα με ένα μωρό στην αγκαλιά τυλιγμένο με κουβερτούλα κι ένα κοριτσάκι πέντε ετών περίπου δίπλα της, κοιτούν έξω με αγωνία.
-Πόση ώρα είστε εδώ ;  Καλέσατε βοήθεια ;
-Δεν είμαστε εδώ για πολύ αλλά  δεν πέρασε κανείς μέχρι τώρα και η αδελφή μου με τα παιδιά πρέπει να φύγουν με το τελευταίο δρομολόγιο για Αθήνα.  Ανησυχώ !
Βγαίνει ο ταξιτζής από το αυτοκίνητο  με  alarm αναμμένα και έχοντας παρκάρει στην άκρη, πλησιάζει το σταματημένο αυτοκίνητο και λέει στον οδηγό :
-Πάρτε εσείς την οδική βοήθεια κι εγώ θα πάω την οικογένεια στο ΚΤΕΛ.  Είναι ο δρόμος μου.
-Τι να πω ; Λέει σαστισμένος μα συνάμα ανακουφισμένος.
Βοηθάει τη γυναίκα παίρνοντας τη μεγάλη τσάντα της, ενώ εκείνη κρατούσε το μικρό και λέει στο κοριτσάκι να προχωρήσει.  Ξεκινούν και ρωτάει τη γυναίκα πότε είναι το τελευταίο δρομολόγιο.
-Στις  22.30 φεύγει αλλά δεν έχουμε βγάλει εισιτήριο, μόνο κράτηση κάναμε  κι ανησυχώ.  Έχει κίνηση αυτές τις ημέρες και δεν πιάναμε γραμμή !

΄Εφθασε στο πρακτορείο όσο πιο σύντομα μπορούσε, πήγε να ρωτήσει για τα ωράρια και άφησε τη γυναίκα με τα παιδιά στο αυτοκίνητο με το καλοριφέρ αναμμένο.  Επιστρέφει σε λίγο και λέει στη γυναίκα :
-Όλα έτοιμα !  Είστε τυχεροί ! Υπήρχε και μια ακόμη κράτηση αλλά ο άλλος επιβάτης δεν ήρθε και θα είστε άνετα με το κοριτσάκι δίπλα.
-Σας ευχαριστώ !  ΄Εχουμε σχολείο κι έπρεπε να φύγουμε αλλά δεν έβρισκα θέσεις με άλλο λεωφορείο νωρίτερα.  Τι σας οφείλω ;
-Τίποτα, λέει καθώς τις βοηθάει να βγουν και της βάζει το κομμάτι της μπομπότας και το σταφιδόψωμο στα χέρια.  «Και αυτά για το δρόμο σας!»
Η γυναίκα σαστισμένη, με το μωρό στην αγκαλιά και το κοριτσάκι από το χέρι, έμεινε για λίγο να τον κοιτάει και η ματιά της τον ακολούθησε μέχρι που έφυγε.

Τι ωραία που ένιωσε !  Πήρε μια δύναμη, άλλο πράγμα !  Ξέχασε και τις μπουγάτσες και όλα....!

          Επιστρέφοντας πίσω στην πόλη, τα ίδια, …..«νέκρα παντού» !  Οι συνάδελφοι στην πιάτσα του Νοσοκομείου, τρία αυτοκίνητα, συγκεντρωμένοι οι οδηγοί στο μεσαίο ταξί-μαζεμένοι σαν στο καβούκι τους-με σβηστά φώτα και νωτισμένα τζάμια, με τις σταγόνες της προηγούμενης βροχής, είναι σαν παρατημένα.....

          Συνεχίζει την πορεία του μέσα στη νυσταγμένη πόλη και ακούει για κλήση πελάτισσας για το Νοσοκομείο.  Απαντάει αμέσως πως βρίσκεται κοντά και επιταχύνει γιατί γνωρίζει την πελάτισσα που είναι καρδιοπαθής και ανησυχεί !  Φτάνοντας, τη βρίσκει μόνη, με το νυχτικό και τη ρόμπα, στην είσοδο της οικοδομής και τη βοηθάει με προσοχή να επιβιβαστεί.
Της είχε έρθει δύσπνοια και τα αερολύμματα στο σπίτι δε βοηθούσαν. Χωρίς καθυστέρηση φτάνουν στο Νοσοκομείο, στα επείγοντα, όπου τη συνοδεύει από το μπράτσο.
-Την κόρη μου ειδοποιήστε παρακαλώ, να έρθει γρήγορα !
-Μην ανησυχείτε ! Τώρα αμέσως, της είπε.
Αφού πήραν τη γυναίκα στο εξεταστήριο, βγήκε να τηλεφωνήσει στην κόρη της. ΄Ηταν και αργά κι έπρεπε να το χειριστεί διακριτικά.
Προσφέρθηκε να τη μεταφέρει αλλά εκείνη αρνήθηκε, μια και είχε αυτοκίνητο παρκαρισμένο κάτω από το σπίτι.

΄Ηταν ήδη αποκαμωμένος στο τέλος της βάρδιας, στην πιάτσα,  κι έπινε τον καφέ που του είχαν παραγγείλει οι συνάδελφοι. Τους μοίρασε τα μανταρίνια.   Εισπράξεις μηδέν ... για το σπίτι αλλά μια καρδιά γεμάτη συναισθήματα.  ΄Εδωσε και πήρε ανθρωπιά και αυτό ήταν που του έφτανε !   Ούτε η γυναίκα του θα ζητούσε εξηγήσεις …..

Την μεθεπομένη, πήγε και τον βρήκε στην πιάτσα η κόρη της καρδιοπαθούς πελάτισσας, μεταφέρνοντας τους χαιρετισμούς και τις ευχαριστίες της μητέρας της και το αντίτιμο του ναύλου, όπως της είχε πεαραγγείλει.
-Δεν παίρνουμε λεπτά για άμεση ανάγκη, είπε εκείνος. Είναι πρώτες βοήθειες !
-Σας παρακαλώ, επιμένω !  Έχω σαφείς οδηγίες από τη μητέρα μου !
Δεν θα έπαιρνε τα χρήματα αλλά η κυρία του τα έβαλε στην τσέπη του μπουφάν επιμένοντας.
«Μαγιά για την επομένη» είπε μέσα του και χαμογέλασε, στέλνοντας  ευχές για γρήγορα περαστικά.  




                                                          Ευγενία Κορτσάρη