Τρίτη 8 Σεπτεμβρίου 2015

Συνεργατικά σχήματα αγροτών προκρίνει μελέτη της Τράπεζας Πειραιώς

Όλα τα λεφτά στα συνεργατικά σχήματα παραγωγών
Ένα νέο µοντέλο αγροτικής ανάπτυξης, προσανατολισµένο στην παραγωγή
εξαγώγιµων προϊόντων υψηλής προστιθέµενης αξίας που θα βασίζεται σε συνεργατικά σχήµατα παραγωγών, άµεσα συνδεδεµένων µε τη µεταποιητική βιοµηχανία και τα δίκτυα διάθεσης προϊόντων έρχεται ουσιαστικά να προτείνει µέσα από την τελευταία κλαδική µελέτη της που δόθηκε στη δηµοσιότητα η Τράπεζα Πειραιώς.
Το timing της ανάλυσης έρχεται σε µια χρονική στιγµή που η συζήτηση για το περίφηµο «Εθνικό Σχέδιο για την Ελληνική Γεωργία» -το οποίο, υπενθυµίζεται, πρέπει να υποβάλει µέχρι το τέλος του έτους η Ελλάδα στους δανειστές- έχει ανοίξει και τα αγροτικά ζητήµατα βρίσκονται στο επίκεντρο της επικείµενης εκλογικής αναµέτρησης.
Όπως λένε στην Agrenda οι δυο οικονοµολόγοι της τράπεζας που την υπογράφουν, ο κ. Ηλίας Λεκκός και ο κ. Αρτέµης Λεβεντάκης, ο τίτλος «Συµβολή του Αγροτροφικού Τοµέα στην Ελλάδα» της, όπως λένε στην Agrenda δεν επιλέχθηκε τυχαία αλλά συνειδητά: «Ένα από τα σηµεία κλειδιά που θέλαµε να υπογραµµίσουµε, είναι ότι στη χώρα µας πρέπει να πάψουµε να µιλούµε γενικά για τον αγροτικό τοµέα και να αντικαταστήσουµε το επίθετο µε τον όρο «αγροτροφικό». Να δώσουµε δηλαδή έµφαση στις συνέργειες που πρέπει να αναπτυχθούν µεταξύ της πρωτογενούς παραγωγής και της βιοµηχανίας τροφίµων που αντιπροσωπεύει το 30% της εγχώριας βιοµηχανικής παραγωγής», σηµειώνουν. Το δεύτερο που επιχειρεί µε τη µελέτη της η τράπεζα, όπως προσθέτουν, είναι «να εξειδικεύσει τις  προβλέψεις της Κοµισιόν για την περίοδο 2015-2024».
Υστέρηση επενδύσεων 
«Σε σχέση µε τις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε., στην Ελλάδα υπάρχει εµφανής υστέρηση σε γεωργικές επενδύσεις που έχουν να κάνουν τόσο µε τις νέες τεχνολογίες που µειώνουν το κόστος παραγωγής όσο και σε εκείνες που αφορούν καινοτόµα προϊόντα», εξηγεί ο κ. Λεκκός. Ένας λόγος γι’ αυτό είναι το γεγονός ότι «τα προηγούµενα χρόνιαη αγροτική πολιτική στη χώρα µας επικεντρώθηκε στη διαχείριση των κοινοτικών επιδοτήσεων. Αυτό αύξησε µεν το εισόδηµα του Έλληνα αγρότη όµως ταυτόχρονα οδήγησε το επιχειρηµατικό του πνεύµα σε ατροφία». Ο πιο σηµαντικός όµως λόγος είναι διαρθρωτικός  και έχει να κάνει µε το µικρό κλήρο. Η απάντηση σε αυτό, σύµφωνα µε τον κ. Λεκκό, είναι η αύξηση του µεγέθους των αγροτικών εκµεταλλεύσεων που µπορεί να επιτευχθεί µέσα από δύο δρόµους, χωρίς απαραίτητα να τεθούν «εκτός µάχης» οι µικρότεροι παραγωγοί.
«Η µια λύση είναι η δηµιουργία νέων συνεργατικών σχηµάτων µεταξύ των καλλιεργητών µέσω των οποίων εξασφαλίζονται οικονοµίες κλίµακας. Η δεύτερη είναι η αξιοποίηση της δηµόσιας ακίνητης περιουσίας. Παραγωγοί θα µπορούσαν να ενοικιάσουν π.χ. µέσω µακροπρόθεσµου leasing, αγροτικές εκτάσεις των οποίων έχει την κυριότητα το ∆ηµόσιο και οι οποίες σήµερα απλά «λιµνάζουν».
Συγκοινωνούντα δοχεία πρωτογενής τομέας και βιομηχανία τροφίμων 
Πρωταγωνιστικό ρόλο στον αναπροσδιορισµό του αναπτυξιακού προτύπου της χώρας και στην αλλαγή κατεύθυνσης από την παραγωγή µη διεθνώς εµπορεύσιµων σε διεθνώς εµπορεύσιµα αγαθά και υπηρεσίες, µπορεί να διαδραµατίσει ο αγροδιατροφικός τοµέας, σύµφωνα µε την Τράπεζα Πειραιώς παρά τα ουκ ολίγα διαρθρωτικά προβλήµατα που τον χαρακτηρίζουν αλλά και τους µετασχηµατισµούς τους οποίους αναµένεται να υποστεί η ελληνική οικονοµία µέσα στα επόµενα χρόνια.
«Η µεταποίηση τροφίµων, χάρη στη διαθεσιµότητα πρώτων υλών, προϊόντων υψηλής ποιότητας και εξειδικευµένης τεχνογνωσίας στην Ελλάδα, παρουσιάζει πολλές δυνατότητες να αυξήσει την αξία και τις εξαγωγές της», επισηµαίνεται χαρακτηριστικά λαµβάνοντας ιδιαίτερα υπόψη ότι «η συγκεκριµένη αγορά (σ.σ. προϊόντων υψηλής ποιότητας και προστιθέµενης αξίας) αναµένεται να διευρυνθεί περαιτέρω, µε υψηλούς ρυθµούς ανάπτυξης» τα αµέσως επόµενα χρόνια.

Οι αναλυτές της τράπεζας παραθέτουν µάλιστα και µια δέσµη προτάσεων για το πώς µπορεί η ελληνική αγροτική οικονοµία να αξιοποιήσει αυτό το ρεύµα:
Βελτίωση της ανταγωνιστικότητας µέσω της αναδιάρθρωσης του αγροτικού τοµέα µε έµφαση στην ενίσχυση της βιωσιµότητας των γεωργικών εκµεταλλεύσεων και τη δηµιουργία οικονοµιών κλίµακας.
Ενίσχυση µορφών συνεργασίας και δικτύωσης και ανάπτυξη συνεργατικών σχηµατισµών – clusters.
Αύξηση της προστιθέµενης αξίας µε έµφαση στη µεταποίηση, τυποποίηση και την πιστοποίηση του προϊόντος και της µεθόδου παραγωγής του και τη διαφοροποίηση προς καινοτόµα προϊόντα.
Χρήση νέων εργαλείων χρηµατοδότησης, όπως τα προγράµµατα συµβολαιακής γεωργίας στα οποία η Τράπεζα Πειραιώς έχει πρωταγωνιστικό ρόλο.
Αξιοποίηση της δηµόσιας γης (π.χ. ενοικίαση µέσω µακροπρόθεσµου leasing).
Εκπαίδευση και κατάρτιση ανθρώπινου δυναµικού, ενίσχυση της επιχειρηµατικότητας.
Ενίσχυση της πρόσβασης και της χρήσης των τεχνολογιών πληροφορικής και των επικοινωνιών.
Εξειδίκευση παρεµβάσεων στη τεχνική υποδοµή - έργα αξιοποίησης υφιστάµενων υποδοµών.
Πέρα από τις ευνοϊκές συνθήκες στην παγκόσµια αγορά µεταποιηµένων προϊόντων, οι προοπτικές δείχνουν ευοίωνες και για τα εισοδήµατα των βασικών συντελεστών της γεωργικής παραγωγής, δηλαδή των ίδιων των αγροτών. Πιο συγκεκριµένα, συνεκτιµώντας και τις πρόσφατες εκτιµήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι συγγραφείς της µελέτης µιλούν για µια ανάπτυξη του αγροτικού εισοδήµατος της τάξης του 9% µέχρι το 2024 η οποία, ωστόσο, θα αρχίσει να γίνεται αισθητή από τον Έλληνα παραγωγό µετά το 2021. Μέχρι τότε το «πάνω χέρι» στην αύξηση των εισοδηµάτων θα έχουν οι νέες-χώρες µέλη της Ε.Ε. ενώ αντίθετα ο πυρήνας των παλαιότερων χωρών («Ευρώπη των 15») θα βλέπει τα δικά του γεωργικά εισοδήµατα να πιέζονται.
Συγκεκριµένα, αναµένεται µείωση 5% στην Ε.Ε. των 15 και αύξηση 36% στην Ε.Ε. των 13. Παρά το γεγονός ότι το εισοδηµατικό χάσµα µεταξύ των δύο «γκρουπ» σταδιακά µειώνεται, η διαφορά παραµένει σηµαντική.
Σε κάθε περίπτωση, επισηµαίνεται ότι , ο αγροτροφικός κλάδος εξακολουθεί να έχει σηµαντική συµβολή στο ελληνικό ΑΕΠ, έστω κι αν αυτή έχει µειωθεί τα τελευταία χρόνια. Ειδικότερα, η συµµετοχή της Ακαθάριστης Προστιθέµενης Αξίας του αγροτικού τοµέα στη συνολική ΑΠΑ το 2014 ανήλθε σε 4,3% από 6,1%το 2000 και 8,8% το 1995.
Αύξηση 9% στο γεωργικό εισόδημα μέσα στην ερχόμενη δεκαετία
Παρά το γεγονός ότι η συµβολή του γεωργικού τοµέα στην Ελλάδα παραµένει υπερδιπλάσια του µέσου όρου της Eυρωπαϊκής Ένωσης, η προστιθέµενη αξία της υπολείπεται κατά πολύ.
Μιλώντας µε αριθµούς, η ακαθάριστη προστιθέµενη αξία του αγροτικού τοµέα το 2024 στην Ελλάδα ανήλθε σε 3,3% του ΑΕΠ έναντι 1,4% στην ΕΕ.
Η Ελλάδα συνεισφέρει το 3,0% της ακαθάριστης προστιθέµενης αξίας του αγροτικού τοµέα στην ΕΕ (Μ.Ο. 2012-2014). Οι χώρες µε τη µεγαλύτερη συµµετοχή είναι η Ιταλία 16,0%, η Γαλλία 15,9%, η Ισπανία 12,2%, η Γερµανία 10,4%, το Ηνωµένο Βασίλειο 6,0% και η Ολλανδία 5,5%.
Ωστόσο, η παραγόµενη προστιθέµενη αξία στην γεωργική παραγωγή υπολείπεται σηµαντικά βασικών ανταγωνιστών. Από την κατανοµή της προστιθέµενης αξίας κατά µήκος της αγροτοδιατροφικής αλυσίδας, σε κάθε 1 ευρώ αξίας προϊόντος της πρωτογενούς παραγωγής, ο τοµέας της µεταποίησης τροφίµων-ποτών προσθέτει προϊόν αξίας 0,4 ευρώ στην χώρα µας όταν στην Ισπανία και την Ιταλία το ποσό αυτό ανέρχεται σε 1,5 ευρώ.
Οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου αγροτικού τοµέα στην Ελλάδα, ως ποσοστό της Ακαθάριστης προστιθέµενης αξίας του αγροτικού τοµέα υπολείπονται άνω των 10 ποσ. µονάδων από το µέσο όρο της ΕΕ, γεγονός που αντανακλά τη µείωση των επενδύσεων στον αγροτικό τοµέα και κατ’ επέκταση την αδυναµία εκσυγχρονισµού των µεθόδων διαχείρισης των εκµεταλλεύσεων.
Κλείνει η ψαλίδα στο αγροτικό ισοζύγιο
Μπορεί το αγροτικό εµπορικό ισοζύγιο της Ελλάδας να εξακολουθεί να είναι ελλειµµατικό, ωστόσο η µείωση των εισαγωγών τα τελευταία πέντε χρόνια λόγω της οικονοµικής κρίσης, σε συνδυασµό µε τις καλές εξαγωγικές επιδόσεις των αγροτικών προϊόντων είχε ως αποτέλεσµα να περιοριστεί στα 1,36 δισ. ευρώ το 2014.
Τα αγροδιατροφικά προϊόντα αποτελούν την τρίτη µεγαλύτερη κατηγορία εξαγόµενων προϊόντων ύψους 5,2 δισ. ευρώ το 2014, δηλαδή ποσοστό 19% στο σύνολο των εξαγωγών. Η µεγαλύτερη κατηγορία εξαγωγών αγροτικών προϊόντων αφορά τα φρούτα και λαχανικά µε ποσοστό 34% επί του συνόλου.
Ακολουθούν τα ιχθυηρά µε 10,8%, τα γαλακτοκοµικά προΪόντα µε 7,9%, τα φυτικά λίπη και έλαια µε 7,8%, ο καπνός µε 7,6% και το βαµβάκι µε 7,1%.
Ενδιαφέρουσα είναι όµως και η διάκριση που κάνει η ανάλυση της τράπεζας µεταξύ των προΪόντων που διαθέτουν ισχυρό πλεονέκτηµα ποιότητας (υψηλή ανταγωνιστικότητα σε υψηλές τιµές) και εκείνων που οι χαµηλές τιµές αποτελούν το κύριο συγκριτικό τους πλεονέκτηµα (χωρίς αυτό να σηµαίνει ότι υπολείπονται σε ποιότητα).
Στην πρώτη κατηγορία κατατάσσονται το ελαιόλαδο, οι ελιές, τα τουρσιά, οι σταφίδες, τα διατηρηµένα λαχανικά, ο καπνός, ο τοµατοπολτός, το γιαούρτι, το ρύζι, τα δέρµατα αιγοπροβάτων, το βαµβακέλαιο και οι ζύµες αρτοποιίας.
Στα δεύτερη ανήκουν τα φρούτα, το βαµβάκι, το πρόβειο τυρί, τα κρασιά κ.α.
«Λευκός χρυσός» το γάλα, η αύξηση της ζήτησης κρατάει ψηλά τα σιτηρά
Στηρίγµατα στην αυξηµένη παγκόσµια ζήτηση για σιτηρά και γαλακτοκοµικά προϊόντα τα οποία θα κρατήσουν σε αντίστοιχα υψηλά επίπεδα τις τιµές αναµένεται να βρει το εισόδηµα των Ελλήνων παραγωγών µέσα στην ερχόµενη δεκαετία.
Σύµφωνα µε τις προοπτικές για τις βασικές κατηγορίες των αγροτικών προϊόντων που αποτυπώνει η µελέτη της Πειραιώς, οι τιµές των δηµητριακών που καθορίζουν σε µεγάλο βαθµό τις προοπτικές των περισσότερων αγορών, αναµένεται να παραµείνουν πάνω από τους ιστορικούς µέσους όρους στην ΕΕ, αλλά αρκετά χαµηλότερα από τα ιστορικά υψηλά του 2010 και του 2012.
Ταυτόχρονα, οι προοπτικές των γαλακτοκοµικών προϊόντων,  παρά τις ισχυρές πιέσεις που υφίστανται τους τελευταίους µήνες, παραµένουν ιδιαίτερα ευνοϊκές µακροπρόθεσµα λόγω της αυξανόµενης παγκόσµιας ζήτησης.

∆ηµητριακά και ελαιούχοι σπόροι
Η αυξανόµενη παγκόσµια ζήτηση θα οδηγήσει σε µεγάλες εξαγωγές σιτηρών της ΕΕ.
Οι τιµές κάτω του επιπέδου ρεκόρ του 2012, αλλά πάνω από τους ιστορικούς µέσους όρους.
Βιοκαύσιµα
Μικρότερη ανάπτυξη των βιοκαυσίµων πρώτης γενιάς από ότι αρχικά αναµενόταν
Συνεισφορά των βιοκαυσίµων στο 7% των AΠΕ στα Καύσιµα των µεταφορών µε στόχο την επίτευξη του 10%
Έρχεται ανάκαµψη για το γάλα
To γάλα θα παραµείνει ο «λευκός χρυσός την επόµενη δεκαετία. Παρά τη δύσκολη κατάσταση της αγοράς, η παγκόσµια ζήτηση θα αυξάνεται σταθερά και οι τιµές αναµένεται να παραµείνουν σταθερές γύρω στα 350 ευρώ/τόνο
Οι παραδόσεις στην ΕΕ θα αυξηθούν κατά 12 εκατ. τόνους µέσα στα επόµενα 10 χρόνια.
Θα επιταχυνθεί η συγκέντρωση της παραγωγής γάλακτος σε περιοχές µε χαµηλότερο κόστος παραγωγής.
Παράλληλα η αύξηση της παραγωγής της ΕΕ θα περιοριστεί από την αύξηση του ανταγωνισµού στην παγκόσµια αγορά και από τη µικρή αύξηση της κατανάλωσης στην ΕΕ.
Την ίδια στιγµή, περισσότερο γάλα θα διοχετεύεται σε τυρί ενώ αύξηση εξαγωγών αναµένεται για το αποβουτυρωµένο γάλα σε σκόνη αι του ορού γάλακτος σε σκόνη.


Σταθεροποιούνται σπόροι, ζωοτροφές, μεγάλο ερωτηματικό το πετρέλαιο
Λιγότερο ευνοϊκές διαφαίνονται οι προοπτικές για το κρέας µε τους παραγωγούς πουλερικών να είναι σε πλεονεκτικότερη θέση καθώς πρόκειται για τη µοναδική ουσιαστικά κατηγορία για την οποία η ζήτηση αναµένεται να αυξηθεί.
Σύµφωνα µε τις εκτιµήσεις που διατυπώνονται στην ανάλυση, την επόµενη δεκαετία αναµένεται αύξηση της συνολικής παραγωγής κρέατος της ΕΕ κυρίως λόγω της αύξησης της παραγωγής κρέατος πουλερικών και του χαµηλότερου κόστους των ζωοτροφών.
Αντίθετα η παραγωγή βοείου κρέατος εκτιµάται ότι θα µειωθεί µε αργούς ρυθµούς µετά από βραχυπρόθεσµη ανάκαµψη ενώ εκείνη του χοιρινού θα σταθεροποιηθεί.
Την ίδια ώρα η κατά κεφαλήν κατανάλωση κρέατος στην Ε.Ε. βρίσκεται σε πτωτική τάση, εκτός από τα πουλερικά τα οποία επωφελούνται τόσο από τις χαµηλότερες τιµές όσο και από την προτίµηση που τους δείχνουν οι καταναλωτές.

Μακροοικονοµικό περιβάλλον
Πέρα, βέβαια, από τις προοπτικές των επιµέρους αγορών µεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι εκτιµήσεις που αφορούν το µακροοικονοµικό περιβάλλον.
Στη µελέτη τους οι αναλυτές της τράπεζας αξιοποιούν τις παραδοχές της Ε.Ε. σύµφωνα µε τις οποίες αναµένεται:
Μείωση της τιµής του πετρελαίου (που αποτελεί βασικό παράγοντα του κόστους παραγωγής) στην αρχή της ερχόµενης δεκαετίας η οποία είναι πιθανόν να ακολουθηθεί από µια περίοδο σταθερής αύξησης έως τα 126 δολάρια το βαρέλι το 2024. Ωστόσο, όπως παραδέχονται και οι συγγραφείς της έκθεσης, αυτή πρόκειται για µια από τις πιο αβέβαιες υποθέσεις.
Η οικονοµική ανάπτυξη στην ΕΕ αναµένεται να ανακάµψει µε ρυθµό όµως κάτω του 2% ετησίως
Μετά από δύο χρόνια εξασθένησης του ευρώ, η συναλλαγµατική ισοτιµία εκτιµάται ότι θα διαµορφωθεί σε 1,37 δολάρια/ευρώ το 2024.

Οι εισροές
Το βασικό σενάριο θέλει το κόστος της ενέργειας και των λιπασµάτων να αυξάνεται στο τέλος της δεκαετίας 2015-2024 ενώ, αντίθετα, οι δαπάνες για σπόρους και ζωοτροφές εκτιµάται ότι θα σταθεροποιηθούν