Κυριακή 22 Φεβρουαρίου 2015

Ο ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΟΡΤΑΣΜΟ ΤΗΣ ΕΠΕΤΕΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ 1878,ΠΟΥ ΕΚΦΩΝΗΘΗΚΕ ΣΤΟΝ ΙΕΡΟ ΝΑΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΟΛΙΝΔΡΟΥ , ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΚΗ 22 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2015

Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1878 ΚΑΙ Ο ΑΝΤΑΡΤΗΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΙΤΡΟΥΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΛΟΥΣΗΣ

του Σωτηρίου Δ. Μασταγκά


Η επανάσταση του έτους 1878 αποτελεί συνέχεια των αγώνων των Μακεδόνων και των επαναστάσεων του 1821 και 1854. Αποτελεί το ξαναζωντάνεμα της πάντα άσβεστης ιερής φλόγας για την απόκτηση της πολύτιμης ελευθερίας και την έντονη απάντηση και διαμαρτυρία στη σλαβική επιβουλή και δολιότητα.
Έλαβαν χώρα τότε πράξεις ηρωισμού, εθελουσίας και αυταπαρνήσεως, οι οποίες συγκίνησαν το Πανελλήνιο και θα συγκινούν εσαεί τις ψυχές των Ελλήνων, θα αποτελούν φωτεινά σύμβολα και υψηλά διδάγματα για τους επιγενόμενους. Θα αποτελούν πάντοτε αστείρευτη πηγή παραδειγματισμού για όλους τους λαούς και επικύρωση της αιώνιας αλήθειας, ότι η ελευθερία και η εθνική ανεξαρτησία δεν χαρίζονται, ούτε είναι ευτυχής συγκυρία άλλων άσχετων γεγονότων, αλλά κερδίζονται μόνον με αγώνες και θυσίες, «με της καρδιάς το πύρωμα» κατά τον ποιητή «και με το αίμα».
Η επανάσταση στη Μακεδονία άρχισε την 1η Φεβρουαρίου 1878. Πρώτος στην επανάσταση ο Δεσπότης Κολινδρού, ο Κίτρους Νικόλαος Λούσης, ο αρματολός Βαγγέλης Χοστέβας και τα αντάρτικα σώματα που δρούσαν στις περιοχές της Πιερίας και του Ολύμπου.
Ο πνευματικός και θρησκευτικός ηγέτης της επανάστασης ήταν ο επίσκοπος Κίτρους Νικόλαος, που καταγόταν από τη Στενήμαχο της Ανατολικής Ρωμυλίας και γνώριζε καλά τους Βούλγαρους. Είχε αντιληφθεί από τους πρώτους τον σοβαρό κίνδυνο, τον οποίο διέτρεχε η Μακεδονία από την Σλαβική επιβουλή. Η φλογερή και ηρωική ψυχή του δεν ήταν δυνατό να δαμασθεί και να εφησυχάσει με την ενάσκηση μόνον των ποιμαντορικών του καθηκόντων. Με πόνο ψυχής ο Νικόλαος Λούσης έβλεπε τους Μακεδόνες να είναι σκλάβοι των Τούρκων και με ιερή αγανάκτηση τους Βούλγαρους να κινούνται για τη διαδοχή των Τούρκων στη Μακεδονία.
Γι’ αυτό, από την πρώτη στιγμή της ενθρόνισής του στον Κολινδρό, ως επισκόπου Κίτρους, εργάστηκε υπέρ της εξέγερσης των Μακεδόνων και ως άλλος Παλαιών Πατρών Γερμανός ύψωσε τη σημαία της επανάστασης. Επί πλέον δε ο ίδιος ηγήθηκε και του επαναστατικού κινήματος. Να πως τον χαρακτηρίζει ο ιστορικός Μιλτιάδης Σεϊζάνης: «Ο αξιοσέβαστος επίσκοπος Κίτρους Νικόλαος Λούσης, ανήρ ενθουσιών υπέρ του Ελληνικού μεγαλείου και της ελευθερίας των ομοφύλων, ευπαίδευτος δ’ ών και καρτερικήν φέρων καρδίαν εν ασθενεί και μικρώ σώματι, είχεν αφιερωθεί τη επαναστατική ιδέα μετ’ αληθούς αυταπαρνήσεως».
Τη νύχτα της 18ης Φεβρουαρίου 1878, δύο ελληνικά ατμόπλοια αποβιβάζουν στην Πλάκα Λιτοχώρου σώμα 400 Μακεδόνων και άλλων εθελοντών, με επικεφαλής τον λοχαγό Πεζικού Κοσμά Δουμπιώτη. Στο Λιτόχωρο σχηματίστηκε επαναστατική κυβέρνηση με πρόεδρο τον Ευάγγελο Κοροβάγκο. Ο άγιος Κίτρους, που είχε έδρα τον Κολινδρό, ξεσήκωσε τα χωριά του και συνεννοηθείς με τον φίλο του οπλαρχηγό Βαγγέλη Χοστέβα, μοίρασε όπλα στους Κολινδρινούς.
Φλογερός πατριώτης ο επίσκοπος Νικόλαος και ζηλωτής της ελευθερίας, πρωτοστάτησε στην επανάσταση της Πιερίας και του Ολύμπου, ευλόγησε τον αγώνα, συγχρόνως έλαβε και ενεργό μέρος ως ο τελευταίος πολεμιστής. Ο Αθανάσιος Κοκοράβας σε έκθεσή του προς την Μακεδονική Επιτροπή των Αθηνών έγραφε ότι «ο επίσκοπος Νικόλαος ενωθείς μετά οπλαρχηγών των Πιερίων, ενεψύχωνε τους αγωνιστάς και υφίστατο παν ό,τι και ο τελευταίος στρατιώτης. Δεν παύει εργαζόμενος υπέρ ευοδώσεως του έργου, ού η ελπίς επιτεύξεως δεκαπλασιάζει τον ζήλον και την προθυμίαν τους».
Μέσα στον Κολινδρό οχυρώθηκαν 700 άτομα, με τις εντολές των οπλαρχηγών Χοστέβα και Καλογύρου, όπως είχε υποδείξει και ο δραστήριος Έλληνας πρόξενος στη Θεσσαλονίκη Κωνσταντίνος Βατικιώτης. Οργανώθηκαν να αποκρούσουν τον Τούρκο στρατηγό Ασάφ Πασά που πλησίαζε με δύναμη 6 ταγμάτων, μέρος των οποίων προερχόταν ακόμα και από το Κοσσυφοπέδιο. Επεδίωξαν να ενισχυθούν με όπλα και πολεμοφόδια, στέλνοντας αποστολή στην Πέτρα Ολύμπου, όπου ήταν η αποθήκη οπλισμού του Κοσμά Δουμπιώτη, αλλά επέστρεψαν με λίγα όπλα.
Την 22αν Φεβρουαρίου, ο ηρωικός επίσκοπος Νικόλαος Λούσης με το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της κωμόπολης του Κολινδρού εξήλθε στη θέση Φούντα και περιστοιχούμενος από όλους τους οπλίτες, δεήθηκε υπέρ του αρχόμενου αγώνα. Κήρυξε την επανάσταση που ονομάστηκε και «ανταρσία». Ευλόγησε τη σημαία και ύψωσε αυτήν εν μέσω ζητωκραυγών υπέρ της ελευθερίας και της ένωσης της Μακεδονίας με τη μητέρα Ελλάδα. Οι επικεφαλής των εξεγερμένων του Κολινδρού, βλέποντας ότι έχουν προβλήματα ανεφοδιασμού και αδυνατώντας να αναμετρηθούν με τις ισχυρές τουρκικές δυνάμεις, εγκατέλειψαν μαζί με τους ντόπιους την κωμόπολη. Την 25ην Φεβρουαρίου, κατόπιν συνεννοήσεως με τον λαμπρό πατριώτη και αγωνιστή Βαγγέλη Χοστέβα, ο επίσκοπος Λούσης πυρπόλησε την επισκοπή του, το μητροπολιτικό κτήριο, για να μην περιέλθει στους Τούρκους, και με τη σκέψη ότι αν αποτύχει η επανάσταση δεν την χρειαζόταν πλέον, εάν όμως πετύχαινε τότε θα έκτιζε νέα, μεγαλύτερη.
Την επόμενη ημέρα οδήγησε τα γυναικόπαιδα του Κολινδρού και των άλλων χωριών στο μοναστήρι των Αγίων Πάντων, που βρίσκεται κοντά στη Βεργίνα. Οι Τούρκοι ανενόχλητοι, αφού κατέλαβαν τον Κολινδρό, κινήθηκαν προς την Κατερίνη και κατέληξαν στο Λιτόχωρο, το οποίο λεηλάτησαν και πυρπόλησαν.
Ο Ασάφ Πασάς, όταν ολοκλήρωσε την καταστολή της επανάστασης στον Όλυμπο και την Πιερία, στράφηκε προς τη μονή των Αγίων Πάντων, όπου κρύβονταν οι επαναστάτες του Κολινδρού και οι άμαχοι κάτοικοι της περιοχής. Η αντίσταση των εξεγερμένων δεν ήταν αρκετή να σταματήσει τα τουρκικά στίφη. Εκεί στις 15 Μαρτίου 1878, σαν άλλο Ζάλογγο, γράφτηκε και ο επίλογος της ανταρσίας. Ψυχές άμαχων Κολινδρινών χάθηκαν από τις ωμότητες των Τούρκων. Χωριά λεηλατήθηκαν, γυναικόπαιδα και άμαχοι συνελήφθησαν και αφέθηκαν αργότερα ελεύθεροι να επιστρέψουν στον τόπο τους. Γυναίκες ρίχτηκαν σε απόκρημνο γκρεμό κοντά στο μοναστήρι των Αγίων Πάντων, για να μη πέσουν στα χέρια των Τούρκων.
Ο επίσκοπος Νικόλαος Λούσης ακολούθησε τους οπλαρχηγούς του αγώνα και παρακολούθησε εκ του σύνεγγυς όλες τις μάχες, εμψυχώνοντας τους πολεμιστές και περιθάλποντας τα γυναικόπαιδα. Μετά την αποτυχία του κινήματος της Μακεδονίας, κατήλθε στη νότια Ελλάδα και διέμεινε για λίγο στην Αθήνα.
Ο φοιτητής Ιδομενεύς Στρατηγόπουλος, που διετέλεσε γραμματέας του και παρακολούθησε την επανάσταση ως απεσταλμένος της «Εφημερίδας» του Κορομηλά, μετά την αποτυχία της επανάστασης, κατά την άφιξη του επισκόπου Νικολάου Λούση και την υποδοχή του στον Πειραιά, τον προσφώνησε εκ μέρους των Μακεδόνων εθελοντών με τα εξής λόγια: «Ως ευ παρέστης, ένδοξε της Εκκλησίας επίσκοπε, πρωτοστάτα της εθνικής φωνής του Ολύμπου, εμπρηστά της ιδίας σου επισκοπικής κατοικίας και νέε της Μακεδονίας Γερμανέ. Δέξου τον στέφανον τούτον, όν σοι προσφέρουσι δι’ εμού Μακεδόνες εθελονταί και ζήθι επ’ αγαθώ της Εκκλησίας και της Πατρίδος».
Η επανάσταση του 1878, αν και δεν πέτυχε τον άμεσο αντικειμενικό σκοπό της και δεν οδήγησε στην απελευθέρωση της Μακεδονίας από τον Τουρκικό ζυγό, όμως, παρά την αποτυχία της, πέτυχε να ματαιώσει κάτι το ολέθριο για τον Ελληνισμό. Κάτι που αν επήρχετο, σήμερα εμείς δεν θα αναπνέαμε τον μυροβόλο αέρα της ελληνικής ελευθερίας. Πέτυχε με το συνέδριο του Βερολίνου, τη ματαίωση της επαίσχυντης συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, της οποίας το περίφημο 60ο άρθρο δημιουργούσε τη μεγάλη Βουλγαρία από τη Μαύρη Θάλασσα μέχρι την Αλβανία και από τον Δούναβη μέχρι τον Όλυμπο και το Αιγαίο. Πέτυχε τη ματαίωση της παραχώρησης της Μακεδονίας στους Βούλγαρους. Κι έτσι δόθηκε η ευκαιρία στο Ελληνικό Έθνος να χαρίσει την ελευθερία και στη μαρτυρική Μακεδονία, με τους νικηφόρους πολέμους του 1912-13.
Συμπληρώνονται φέτος 137 χρόνια από την ηρωική επανάσταση του Ολύμπου και της Μακεδονίας, γνωστής και ως ανταρσία του Κολινδρού. Τότε, τον Φεβρουάριο του 1878, δεν κατακτήθηκε η ελευθερία. Ο Κολινδρός όμως, το ιστορικό αυτό κεφαλοχώρι και μεγαλοχώρι, επιβεβαίωσε την εθνική του ταυτότητα, μια ταυτότητα βουτηγμένη στο αίμα της εθελοντικής θυσίας. Ο Κολινδρός και οι κάτοικοι του έσκισαν τον ύποπτο προς τη Μακεδονία χάρτη, με τον οποίο οι Μεγάλες Δυνάμεις προσπάθησαν και προχώρησαν στην πλαστογράφηση της ιστορίας μας.

Για τον φλογερό ιεράρχη επίσκοπο Κίτρους Νικόλαο Λούση έχει ειπωθεί ότι « το φαινόμενο δεν είναι ανεξήγητο, όταν ξέρουμε ποιοι δάσκαλοι φώτισαν το υπόδουλο έθνος και ποιοι κληρικοί ήσαν πνευματικοί του οδηγοί». Ο Νικόλαος Λούσης και οι κάτοικοι του Κολινδρού ύψωσαν την ελληνική σημαία, σύμβολο όχι μόνο της θέλησης για απελευθέρωση από τον προαιώνιο τουρκικό ζυγό, αλλά και της απόφασης για απόκρουση του ύπουλα εμφανισθέντος Σλάβου σφετεριστή της ελληνικής κληρονομιάς. Μας παρέδωσαν παρακαταθήκη την ελληνική σφραγίδα, ως αιώνιο γεγονός.