Περισσότεροι από 3.000 ασθενείς, ασφαλισμένοι ή μη, ανακουφίστηκαν από τον πόνο στο Ιατρείο Πόνου του Θεαγενείου, από την αρχή του έτους μέχρι σήμερα.
Το Ιατρείο Πόνου είναι στελεχωμένο από τρεις αναισθησιολόγους και μία νοσηλεύτρια, λειτουργεί δίπλα στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας του Θεαγενείου και προσφέρει κάθε μέρα ανακούφιση σε 20-30 ασθενείς που πονούν είτε λόγω του καρκίνου είτε λόγω των θεραπειών του καρκίνου, αλλά και ασθενείς που ταλαιπωρούνται είτε από καλοήθη είτε από κακοήθη πόνο.
«Όλοι οι καρκίνοι δεν προκαλούν πόνο, όμως υπάρχουν μορφές της νόσου που είναι πολύ επώδυνες. Οι οστικές μεταστάσεις, για παράδειγμα, προκαλούν ισχυρό πόνο, επίσης ένας όγκος ο οποίος μεγαλώνει, λόγω της πίεσης που ασκεί, προκαλεί πόνο. Εκτός από τον πόνο που προκαλεί η νόσος, υπάρχει και ο πόνος που προκαλούν οι θεραπείες. Για παράδειγμα, μια κυρία είχε λέμφωμα αμυγδαλής. Θεραπεύτηκε με ακτινοβολίες, αλλά μετά δεν είχε σάλιο και δεν μπορούσε ούτε να φάει, ούτε να καταπιεί και κόντεψε να πεθάνει από ασιτία. Αυτό το περιστατικό το αντιμετωπίσαμε με παρεντερική διατροφή. Υπάρχουν περιπτώσεις που μπορεί να χρειαστεί και ένας και δυο μήνες παρεντερικής διατροφής που δίνεται με καθετηριασμό σε μια μεγάλη φλέβα στο λαιμό, όπως είναι η υποκλείδια φλέβα ή η σφαγίτις. Ο καλοήθης πόνος που αντιμετωπίζουμε είναι μη καρκινικός πόνος. Ο κακοήθης πόνος, που μπορεί να είναι καρκινικός, αλλά μπορεί να είναι και μη καρκινικός, είναι ο πόνος που επιμένει περισσότερο από 1-2 μήνες» αναφέρει η διευθύντρια του Ιατρείου Πόνου του Θεαγενείου Σουζάνα Ανίσογλου, η οποία είναι και η πρόεδρος της οργανωτικής επιτροπής της επιστημονικής διημερίδας, με θέμα «Καρκινικός πόνος και Ιατρείο Πόνου», που διεξάγεται, σήμερα και αύριο, στο ξενοδοχείο Μακεδονία Παλλάς, όπως αναφέρει το ΑΜΠΕ.
Το Ιατρείο Πόνου του Θεαγενείου ξεκίνησε να λειτουργεί το 1976, με την εθελοντική προσφορά του καθηγητή Αναισθησιολογίας Σπύρου Μακρή και ήταν η πρώτη οργανωμένη μονάδα στην Βόρεια Ελλάδα. Μέχρι το 2010 εξυπηρετούσε 200 ασθενείς το χρόνο, ενώ τα τελευταία χρόνια, χάρη στην εθελοντική προσφορά των γιατρών, που το στελεχώνουν, εξυπηρετεί 3000 ασθενείς ετησίως.
«Εξυπηρετούμε όλους τους ασθενείς ακόμη και μετά το τέλος του ωραρίου μας. Τους ανασφάλιστους τους ανακουφίζουμε με τη συνδρομή του Κοινωνικού Ιατρείου του Θεαγενείου που μας δίνει φάρμακα. Δεν διώχνουμε κανέναν και μένουμε εθελοντικά στο Ιατρείο Πόνου και μετά το ωράριό μας γιατί η ανακούφιση από τον πόνο είναι βασικό ανθρώπινο δικαίωμα. Ένας άνθρωπος που πονάει χάνει την ποιότητα της ζωής του, του χαλάει η ψυχική του διάθεση και βλέπουμε ανθρώπους που πονάνε να έχουν τάσεις αυτοκτονίας. Υπάρχει νομικό και θεσμικό πλαίσιο για την ανακούφιση του πόνου. Ο γιατρός οφείλει εκτός από την ανακούφιση του πόνου να παρέχει και παρηγορητική αγωγή στον ασθενή που έχει φτάσει κοντά στο τέλος της ζωής του. Δεν επιτρέπεται κανείς ασθενής να πεθάνει πονώντας ή πεινώντας» εξηγεί η κ. Ανίσογλου.
Στην ερώτηση αν προκαλούν εθισμό τα οπιοειδή που χορηγούνται στους καρκινοπαθείς για την ανακούφιση από τον πόνο, απαντά: «Αυτή είναι η ερώτηση που δέχομαι πιο συχνά από τους ασθενείς. Κάποιοι πιστεύουν ότι έφτασε το τέλος της ζωής τους κι ότι γι αυτό τους βάζουμε τα αυτοκόλλητα με τα οπιοειδή, αλλά αυτό δεν ισχύει. Ο ασθενής που πονάει και παίρνει οπιοειδή για την ανακούφιση του πόνου, δεν εθίζεται σε αυτά. Αυτό το έχουν δείξει οι μελέτες. Είναι πολύ σπάνιο να συμβεί… Τόσα χρόνια στο Ιατρείο Πόνου δεν έχει δει ασθενή που να έχει εθιστεί. Αντιθέτως έτυχε περίπτωση που ένας εθισμένος συγγενής καρκινοπαθή, έπαιρνε τα οπιοειδή για τον ασθενή και τα χρησιμοποιούσε ο ίδιος».
Στο πρόγραμμα της διημερίδας, που συνδιοργανώνεται από την Ελληνική Εταιρεία Ερεύνης του Καρκίνου και το Ιατρείο Πόνου του Θεαγενείου, περιλαμβάνονται διαλέξεις, ομιλίες και συζητήσεις σχετικά με τον καρκινικό πόνο και τη δραστηριότητα του Ιατρείου Πόνου, καθώς και μαρτυρίες ασθενών και συγγενών τους.