Τρίτη 22 Ιουλίου 2014

Τέλη κυκλοφορίας, πρόστιμο, φόρος πολυτελούς διαβίωσης – Απόφαση αναστολής της εκτέλεσης και σχόλια

Τέλη κυκλοφορίας. Η απόφαση 39/2014 του Διοικητικού Πρωτοδικείου Μεσολογγίου µε την οποία ανεστάλη η εκτέλεση των ταμειακών βεβαιώσεων που
αφορά τέλη κυκλοφορίας και πρόστιμο επ’ αυτών και φόρο πολυτελούς διαβίωσης για το έτος 2013
Πετάει ο γάιδαρος? Αν επί του συγκεκριμένου ζητήματος, ήτοι αν “ο γάιδαρος πετάει” δεν υφίσταται πάγια νομολογία ή νομολογία της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, η αίτηση αναστολής απορρίπτεται ως προδήλως αβάσιμη…
Με αίτηση αναστολής εκτέλεσης ζητήθηκε από φορολογούμενο η αναστολή εκτέλεσης δυο ταμειακών βεβαιώσεων της Δ.Ο.Υ. Μεσολογγίου, με τις οποίες βεβαιώθηκε ταμειακά σε βάρος του αιτούντος συνολικό ποσό 1.628 ευρώ πλέον προσαυξήσεων, το οποίο αφορά τέλη κυκλοφορίας και πρόστιμο επί αυτών, καθώς και φόρο πολυτελούς διαβίωσης έτους 2013.
Κατά των ανωτέρω ταμειακών βεβαιώσεων ο αιτών άσκησε ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Μεσολογγίου ανακοπή, ενώ με την ανωτέρω αίτησή του ζήτησε την αναστολή εκτέλεσης των προσβαλλόμενων πράξεων αφενός μεν διότι η άμεση εκτέλεση των πράξεων αυτών θα του προκαλούσε ανεπανόρθωτη οικονομική βλάβη, αφετέρου δε διότι η συναφής ανακοπή του κατά των ανωτέρω ταμειακών βεβαιώσεων θα ευδοκιμήσει με βεβαιότητα.
Ειδικότερα, ο αιτών με την ανακοπή του προέβαλλε ότι μη νομίμως βεβαιώθηκαν σε βάρος του τόσο τα τέλη κυκλοφορίας όσο και ο φόρος πολυτελούς διαβίωσης πριν την οριστικοποίηση των νομίμων τίτλων, η οποία επέρχεται με την κοινοποίηση τους στον υπόχρεο και την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής. Ειδικότερα ισχυρίστηκε ότι ουδέποτε του κοινοποιήθηκε εκκαθαριστικό σημείωμα για τα τέλη κυκλοφορίας, αλλά η έκδοση του ανωτέρω σημειώματος έγινε αποκλειστικά από το διαδίκτυο μέσω της ιστοσελίδας της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων. Περαιτέρω, ισχυρίστηκε ότι η κοινοποίηση των ειδοποιητηρίων με ηλεκτρονικό τρόπο θα ήταν επιτρεπτή εφόσον τηρούνταν οι όροι ασφαλείας στο επίπεδο που επιβάλλεται από την φύση των διακινούμενων εγγράφων. Ειδικότερα, τα ειδοποιητήρια με τα οποία καταλογίστηκαν τα τέλη κυκλοφορίας είτε έπρεπε να φέρουν προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή, είτε να πληρούνται οι οριζόμενες στον ν.3979/2011 και στην οδηγία 1999/93 ΕΚ, προϋποθέσεις που αφορούν την παροχή των αναγνωριστικών και διαπιστευτηρίων και εν γένει της ταυτοποίησης και της επιβεβαίωσης ταυτότητας (αυθεντικότητας).
Η σχολιαζόμενη είπε ότι «Παρά τα όσα όμως διατείνεται o αιτών η εκκρεμής ανακοπή δεν παρίσταται προδήλως βάσιμη, αφού επί του συγκεκριμένου νομικού ζητήματος, ήτοι του σύννομου ή μη του τρόπου κοινοποίησης των ειδοποιητηρίων για τα τέλη κυκλοφορίας δεν υφίσταται πάγια νομολογία ή νομολογία της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, σε κάθε δε περίπτωση για την εξέταση των προβαλλομένων με αυτήν ισχυρισμών απαιτείται, εν πάση περιπτώσει, επισταμένη έρευνα των εγγράφων της δικογραφίας και ερμηνεία των ειδικών διατάξεων της νομοθεσίας που διέπουν την υπόθεση.».
Εν συνεχεία, εκτιμώντας το Δικαστήριο τα δεδομένα της κρινομένης υποθέσεως, ιδίως δε τα εισοδήματα του αιτούντος και την περιουσία του, έκρινε ότι η βλάβη, η οποία θα προκληθεί σε αυτόν από την λήψη αναγκαστικών εναντίων του μέτρων είσπραξης, σε σχέση αφενός με το εμπράγματο δικαίωμα της κυριότητας του επί ορισμένων ακινήτων των, στα οποία διατηρεί την ατομική του επιχείρηση και αφετέρου με το δικαίωμα κυριότητας επί του IX επιβατικού αυτοκινήτου που χρησιμοποιεί για την αντιμετώπιση των επαγγελματικών και οικογενειακών του υποχρεώσεων, παρίστατο ανεπανόρθωτη.
Κατόπιν αυτού το Δικαστήριο, σταθμίζοντας περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 202 παρ. 3 περ. β του ΚΔΔ, την βλάβη αυτή προς το δημόσιο συμφέρον, έκρινε ότι η αίτηση αναστολής έπρεπε να γίνει δεκτή, κατά το μέρος που αφορά αφενός το εμπράγματο δικαίωμα του αιτούντος επί των ακινήτων στα οποία διατηρεί την ατομική του επιχείρηση και αφετέρου το δικαίωμα κυριότητας επί του ΙΧΕ αυτοκινήτου ιδιοκτησίας του και να απαγορευθεί η λήψη διοικητικών, καταναγκαστικών κ.λπ. μέτρων σε σχέση με τα δικαιώματα αυτά μέχρι την έκδοση οριστικής αποφάσεως επί της ανακοπής. [ Ολόκληρο το κείμενο της απόφασης εδώ ]
Παρατηρήσεις
1. Η νέα ρύθμιση της παραγράφου 2 του άρθρου 202 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ), προκειμένου περί φορολογικών, τελωνειακών και διαφορών με χρηματικό αντικείμενο, επιβάλει περιορισμούς στην εξουσία του δικαστηρίου της αναστολής, ως προς τον τρόπο με τον οποίο αυτό μπορεί να χορηγήσει προσωρινή δικαστική προστασία στον αιτούντα. Εντός των στενών ως άνω ορίων που προδιαγράφει η νέα ρύθμιση της παραγράφου 2 του άρθρου 202 του ανωτέρω Κώδικα επιβάλει, κρίθηκε από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας ότι, περίπτωση πρόδηλης βασιμότητας του κυρίου ενδίκου βοηθήματος συντρέχει ιδίως όταν αυτό βασίζεται σε πάγια νομολογία ή σε νομολογία της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας και, πάντως, όχι όταν πιθανολογείται απλώς η ευδοκίμησή του (βλ. 496/2011 απόφαση της Επιτροπής Αναστολών της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, την οποία η σχολιαζόμενη επικαλείται και στην οποια παραπέμπει για τους περιορισμούς στην εξουσία του, ως προς τον τρόπο με τον οποίο μπορεί στην περίπτωση των τελών κυκλοφορίας και του φόρου πολυτελείας να χορηγήσει προσωρινή δικαστική προστασία στον αιτούντα).
Δεδομένων όμως των συνθηκών που επικρατούν στη νομοθετική λειτουργία του κράτους (συνεχείς αλλαγές στο φορολογικό σύστημα, συνεχείς τροποποιήσεις των νόμων με πληθώρα ερμηνευτικών εγκυκλίων κλπ), συνάγεται ότι, υπό τις επικρατούσες συνθήκες, αφενός δεν έχει διαμορφωθεί πάγια νομολογία, αφετέρου ότι η νομολογία των ανωτέρων δικαστηρίων δεν καλύπτει ευρύ φάσμα νομικών ζητημάτων που έχουν κριθεί με βάση τις νέες ρυθμίσεις, με αποτέλεσμα να καταστρατηγείται η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας Δικαίου [βλ. καταγγελία μου προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή με θέμα «Διαδικασίες και μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της περιουσίας των ελλήνων φορολογουμένων, που αντίκεινται στο άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών που διασφαλίζει για όλα τα πρόσωπα το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, καθώς και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της από 4.11.1950 Ευρωπαϊκής σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου (ΕΣΔΑ) που διασφαλίζει για όλα τα πρόσωπα το δικαίωμα στην ιδιοκτησία» σχετικά με το ζήτημα της ερμηνείας της πρόδηλης βασιμότητας].
Αντιπροσωπευτικός μαρτυράς των πέτρινων χρόνων που διανύει ο νομικός μας πολιτισμός είναι η απόφαση 8/2012 ΔΕΦ ΑΘ η οποια κρίνοντας με το ίδιο σκεπτικό με τη σχολιαζόμενη απόφαση, κινούμενη δηλαδή εντός των στενών πλαισίων που η νέα ρύθμιση της παραγράφου 2 του άρθρου 202 του ΚΔΔ οριοθετεί στην εξουσία του δικαστηρίου της αναστολής, απορρίπτοντας την αίτηση αναστολής, σημάδεψε με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο την πιο σκοτεινή ίσως περίοδο στα διοικητικά νομικά χρονικά. Διότι στην περιπτωση της 8/2012 ΔΕΦ ΑΘ το περιουσιακό διακύβευμα δεν ήταν 1.628 ευρώ όπως στην περιπτωση των τελών κυκλοφορίας που κρίθηκε με τη σχολιαζόμενη, αλλά 8.619.018,99 ευρώ…. Μάταια η αιτούσα προέβαλε ότι εάν υποχρεωθεί να καταβάλει το ποσό των 8.619.018,99 ευρώ, θα υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη, αφού θα επέλθει «σοβαρός αν όχι καταστρεπτικός κλονισμός στην εταιρεία», η οποία υπολειτουργούσε ήδη από το έτος 2007, θα απολυθούν οι εργαζόμενοι και θα βρισκόταν σε αδυναμία εκπληρώσεως των ανειλημμένων υποχρεώσεων της, η πελατεία της θα εξαφανιζόταν και θα αναγκαζόταν να διακόψει τη λειτουργία της… [η απόφαση εδώ]
Τούτων δοθέντων και εν όψει της αγωνίας των Δικαστηρίων να παρακάμψουν τους περιορισμούς που θέτει η νέα ρύθμιση της παραγράφου 2 του άρθρου 202 ΚΔΔ στην εξουσία των Δικαστηρίων της αναστολής ώστε να παράσχουν προσωρινή δικαστική προστασία στους φορολογούμενους (με αποδοχή της αίτησης αναστολής), χαρακτηριστική είναι η επιστράτευση της διάταξης του άρθρου 202 παρ. 3 περ. β του ΚΔΔ…!. Στην επιστράτευση της διάταξης του άρθρου 202 παρ. 3 περ. β του ΚΔΔ είχε καταφύγει και η απόφαση προσωρινής δικαστικής προστασίας με την οποια απαγορεύθηκε η λήψη μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της κινητής και ακίνητης περιουσίας του αιτούντος – δικηγόρου από την πράξη του ΕΤΑΑ-ΤΑΝ-ΤΕΑΔ με την οποία καταλογίστηκαν ασφαλιστικές εισφορές, σταθμίζοντας περαιτέρω, τη βλάβη του αιτούντος προς το δημόσιο συμφέρον, συμφώνως προς την ανωτέρω διάταξη.
2. Σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 203 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας όπως τροποποιήθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 12 του ν. 4051/2012 (ΦΕΚ 40 Α΄/29.02.2012) και του άρθρου πρώτου της από 30.4.2012 ΠΝΠ (ΦΕΚ 103 Α΄/30.04.2012), όπως κυρώθηκε με το άρθρο δεύτερο του ν. 4079/2012 (ΦΕΚ 180 Α΄/20.09.2012), εάν το δικόγραφο της αίτησης αναστολής δεν περιέχει συμπληρωμένη τη Δήλωση Περιουσιακής Κατάστασης του αιτούντος στην Ελλάδα και οπουδήποτε στην αλλοδαπή, η αίτηση αναστολής απορρίπτεται ως απαράδεκτηΕδώ η “Δήλωση περιουσιακής κατάστασης στην Ελλάδα και οπουδήποτε στην αλλοδαπή” της παρ. 2 του άρθρου 203 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, που είναι Αίσχος, Ντροπή και Όνειδος για τη Δημοκρατία (ή μάλλον ότι απέμεινε από αυτή).
Η εν λόγω υποχρέωση δήλωσης της παγκόσμιας περιουσιακής κατάστασης των φορολογούμενων δεν αντιτίθεται μόνο προς το κοινοτικό δίκαιο, αλλά συνιστά και μεγίστη πρόκληση. Ιδίως δε αν συνυπολογιστεί ότι την συγκατάθεση των πολιτικών προσώπων για την άρση του τραπεζικού τους απορρήτου προς τις Ελβετικές Τράπεζες, όπου σύμφωνα με παλαιότερο δημοσίευμα του έγκυρου Der Spiegel η ελληνική “ελίτ” διατηρεί καταθέσεις ύψους 600 δισεκ ευρώ, ώστε να διεξαχθεί έρευνα για τυχόν προσωπικούς λογαριασμούς που τα εν λόγω πολιτικά πρόσωπα διατηρούν στην Ελβετία για να εξακριβωθεί το ύψος του πλούτου που τα πρόσωπα αυτά τυχόν συσσώρευσαν από ενδεχόμενη διάπραξη των εγκλημάτων της κακουργηματικής απιστίας, παράβασης καθήκοντος, υπεξαίρεσης κλπ, είχε αρνηθεί κατηγορηματικά στο πρόσφατο παρελθόν ο νυν πρωθυπουργός – αρχηγός τότε της αξιωματικής αντιπολίτευσης… [για περισσότερα, βλ η ελληνική «λίστα Schindler»].
Ωστόσο στην περίπτωση της σχολιαζόμενης, το Δικαστήριο δεν απέρριψε την αίτηση επειδή το δικόγραφο της αίτησης αναστολής δεν περιείχε συμπληρωμένη τη Δήλωση της Ντροπής, ήτοι της Παγκόσμιας Περιουσιακής Κατάστασης του αιτούντος, καλυπτόμενο προφανώς από την εκτενή παράθεση της περιουσιακής κατάστασης του αιτούντος στο δικόγραφο της ανατολής.
Και ναι μεν εφόσον, η απόρριψη της αίτησης εχώρησε λόγω μη συμπερίληψης στο δικόγραφο της δήλωσης περιουσιακής κατάστασης του άρθρου 203 παρ. 2 του ΚΔΔ και της εκδοθείσας δυνάμει αυτού υπουργικής απόφασης ΠΟΛ Π 82/25.7.2013, η οποία τίθεται ως προϋπόθεση του παραδεκτού της άσκησης της, ήτοι για τυπικό λόγο και όχι για λόγο ουσίας, η εν λόγω πλημμέλεια θεραπεύεται με νέα αίτηση οπότε το δικαστήριο κρίνει ότι η νέα αίτηση αναστολής είναι παραδεκτή [ΔΕφΠειρ 45/2014 Τμ Ζ’ σε Συμβούλιο], αν όμως υποτεθεί ότι η μη συμπερίληψη στο δικόγραφο της δήλωσης περιουσιακής κατάστασης του άρθρου 203 παρ. 2 του ΚΔΔ αποτελεί συνειδητή πράξη του αιτούντος, που υπηρετεί το Δίκαιο, η ζημία του φορολογούμενου από την απόρριψη της αίτησης αναστολής για τον τυπικό αυτό λόγο, δεν μπορεί να αποκατασταθεί διαφορετικά, παρά με την άσκηση αγωγής, με βάση τις διατάξεις κοινοτικών οδηγιών που ρυθμίζουν τα εν λόγω ζητήματα και υπερισχύουν κάθε άλλης αντίθετης διάταξης του εσωτερικού δικαίου, στρεφόμενης κατά των προσώπων εκείνων που ευθύνονται για την θέσπιση του τρίτου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 203 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.
3. Δεδομένης πλέον της «έκδοσης» των εκκαθαριστικών σημειωμάτων στη φορολογία εισοδήματος αποκλειστικά από το διαδίκτυο (μέσω της ιστοσελίδας της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων), το ενδιαφέρον της εν λόγω δίκης, καθώς και μιας ακόμη, που με την ίδια ιστορική και νομική αιτία εκκρεμεί στο Διοικητικο Πρωτοδικειο Θεσσαλονικης, είναι ευρύτερο και εκτείνεται έως τη νομιμότητα του οριστικού προσδιορισμού της φορολογικής υποχρέωσης των φορολογούμενων προς το δημόσιο, που κατά το μέρος των ληξιπρόθεσμων οφειλών το χρέος ανέρχεται σήμερα στο ιλιγγιώδες ποσό των 67,25 δισ ευρώ!
Ειδικότερα, λαμβάνοντας υπόψη ότι α) η έκδοση εκκαθαριστικού σημειώματος στη φορολογία εισοδήματος, προηγείται της βεβαίωσης στενής έννοιας (ταμειακή) η οποία συντελείται με την εγγραφή του εσόδου στα βιβλία εισπρακτέων εσόδων και την με αυτόν τον τρόπο ολοκλήρωση της δημιουργίας νομίμου τίτλου και β) ότι το εκκαθαριστικό σημείωμα δεν αποτελεί πράξη εκδιδόμενη στα πλαίσια της διαδικασίας διοικητικής εκτέλεσης, προσβαλλόμενη με την κατ` άρθρο 217 ΚΔΔ ανακοπή, αλλά αποτελεί πράξη που προσβάλλεται με προσφυγή, συνάγεται ότι προϋπόθεση της με στενή έννοια ταμειακής βεβαίωσης του φόρου είναι ο οριστικός προσδιορισμός της φορολογικής ενοχής, στηριζόμενος σε πράξη του εφόρου που έχει καταστεί οριστική. Συνεπώς, η εν λόγω πράξη δεν μπορεί να αποτελέσει νόμιμο τίτλο για την είσπραξη του φόρου, εφόσον δεν επιδόθηκε ή επιδόθηκε ακύρως προς τον υπόχρεο.
Έχω από αυτά την άποψη ότι μη νομίμως βεβαιώνονται σε βάρος των φορολογούμενων ποσά που αντιστοιχούν σε φόρο εισοδήματος πριν την οριστικοποίηση των νομίμων τίτλων, η οποία επέρχεται με την κοινοποίηση στον υπόχρεο του εκκαθαριστικού σημειώματος και την άπρακτη πάροδο της προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής.
Η αίτηση αναστολής δημοσιεύεται εδώ. Σχετικό ποστ για την αναστολή εκτέλεσης για τα τέλη κυκλοφορίας εδώ.
Στο δικαστήριο ο αιτών εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο Μεσολογγίου Παναγιώτα Αμουργη