Περισσότερη ζέστη, λιγότερες βροχές, συχνότερα ακραία καιρικά φαινόμενα και πολλές πυρκαγιές περιγράφουν το αύριο της ζωής στις ελληνικές και γενικότερα τις μεσογειακές πόλεις εξαιτίας των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των
επιστημόνων, που παρουσιάστηκαν σε διεθνές συνέδριο. Η σοβαρότητα της κατάστασης θα εξαρτηθεί, όπως επεσήμαναν, από τις επιλογές μας ως κοινωνιών και από τις πολιτικές που θα ακολουθηθούν τα επόμενα χρόνια.
Η αποτύπωση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στις πόλεις με μεσογειακό κλίμα και η χάραξη των κατάλληλων στρατηγικών προσαρμογής αποτελούν το αντικείμενο του διεθνούς συνεδρίου, που πραγματοποιείται στην Αθήνα.
Το συνέδριο, το οποίο είναι μία εκδήλωση της ελληνικής προεδρίας της ΕΕ, πραγματοποιείται υπό την αιγίδα της Γενικής Γραμματείας Έρευνας και Τεχνολογίας (ΓΓΕΤ) και οργανώνεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τη Μεσογειακή Κοινοπραξία για την Κλιματική Αλλαγή (Mediterranean Consortium for Climate Change- MC -4), το Eurisy, το Μαριολοπούλειο- Καναγκίνειο Ίδρυμα Επιστημών Περιβάλλοντος, το Κέντρον Ερεύνης Φυσικής της Ατμοσφαίρας και Κλιματολογίας της Ακαδημίας Αθηνών και το Πανεπιστήμιο Justus-Liebig Giessen της Γερμανίας.
Ο γγ Έρευνας και Τεχνολογίας, δρ. Χρήστος Βασιλάκος, υπογράμμισε ότι οι μεσογειακές πόλεις «αποτελούν "ατμομηχανές" της οικονομίας, του πολιτισμού και της δημιουργικότητας» όμως παράλληλα «αντιμετωπίζουν σημαντικές προκλήσεις». Όπως επεσήμανε, η Μεσόγειος είναι μία από τις πιο ευάλωτες περιοχές στις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, σε βαθμό που διακυβεύεται η εύθραυστη σταθερότητά της, καθώς, μεταξύ άλλων, η σταδιακή ερημοποίηση στη νότια ακτή της εντείνει τις μεταναστευτικές πιέσεις στη βόρεια ευρωπαϊκή ακτή. Η προοπτική δραματικών περιβαλλοντικών εξελίξεων, που απειλούν τη διεθνή ασφάλεια, υποσκάπτει την οικονομική ανάπτυξη και αυξάνει την πιθανότητα διεθνών συγκρούσεων για τον έλεγχο των φυσικών πόρων, συνεπώς απαιτείται η ενίσχυση της πολυμερούς και της ευρωπαϊκής συνεργασίας, πρόσθεσε.
Ο ακαδημαϊκός και καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Χρήστος Ζερεφός τόνισε ότι όπως το Πρωτόκολλο του Μόντρεαλ αποδείχτηκε επιτυχημένο για την αντιμετώπιση της τρύπας του όζοντος, επειδή αποτέλεσε προϊόν διεθνούς συνεργασίας, έτσι και στην περίπτωση της κλιματικής αλλαγής οι κυβερνήσεις του πλανήτη πρέπει να συνεργαστούν πιο αποφασιστικά. Ο Έλληνας επιστήμονας σημείωσε ότι κατά μέσο όρο η στάθμη της Μεσογείου ανεβαίνει με ρυθμό δύο χιλιοστών το χρόνο, δηλαδή 20 εκατοστά ανά αιώνα.
Ειδικότερα για την Αθήνα, όπως αναφέρθηκε στο συνέδριο, τα κλιματολογικά μοντέλα προβλέπουν μελλοντική αύξηση των μέσων θερμοκρασιών, καθώς και περισσότερα ακραία καιρικά φαινόμενα, κυρίως ισχυρές βροχές κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου. Επίσης, μία μελέτη ερευνητών του Ινστιτούτου Ερευνών Περιβάλλοντος του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, που παρουσιάστηκε στο πλαίσιο του συνεδρίου, δείχνει ότι εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής αναμένεται να αυξηθούν στο μέλλον η ρύπανση του όζοντος, ο κίνδυνος πυρκαγιών στα περιαστικά δάση, καθώς και η θνησιμότητα των κατοίκων λόγω του αυξημένου θερμικού στρες και των προβλεπόμενων συχνότερων καυσώνων.
Ο Γερμανός κλιματολόγος Τόμας Στόκερ του Πανεπιστημίου της Βέρνης, μέλος της Διακυβερνητικής Επιτροπής του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή, ανέφερε ότι τα επόμενα χρόνια οι βροχές στην περιοχή της Μεσογείου (και στην Ελλάδα) θα μειωθούν κατά 20% έως 30%, γεγονός που θα οδηγήσει σε αυξημένη ξηρασία στην ύπαιθρο και ζέστη στις πόλεις.
Επίσης, επισημάνθηκε ότι καθώς θα αυξάνεται η ζέστη στις πόλεις, οι άνθρωποι θα χρειάζονται περισσότερο κλιματισμό, αλλά αυτό θα έχει ως συνέπεια να δυσκολεύονται όλο και πιο συχνά να πληρώσουν τον λογαριασμό του ηλεκτρικού ρεύματος. Τονίστηκε, δε, ότι οι «κλιματικοί μετανάστες» θα αυξηθούν, καθώς όλο και περισσότεροι άνθρωποι στην Αφρική και σε άλλα μέρη θα αναγκαστούν- λόγω ξηρασίας και δυσκολίας επιβίωσης- να μετακινηθούν βορειότερα, προς τη νότια Ευρώπη. Αυτή η μαζική μετακίνηση θα δημιουργήσει νέες προκλήσεις από άποψη ασφάλειας στις μεσογειακές πόλεις.
Όπως ανέφεραν οι επιστήμονες, οι αστικές περιοχές καλύπτουν το 3% της επιφάνειας του πλανήτη και αποτελούν το «σπίτι» για τουλάχιστον τους μισούς κατοίκους της γης. Οι πόλεις παράγουν το 80% του παγκόσμιου ΑΕΠ και συνεισφέρουν το 70% των παγκόσμιων εκπομπών άνθρακα.
Σύμφωνα με τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών, ο πληθυσμός των πόλεων αναμένεται να φτάσει τα πέντε δισεκατομμύρια το 2030 και να ξεπεράσει τα έξι δισεκατομμύρια το 2050. Επιπλέον, οι περιοχές- και ειδικότερα οι πόλεις- με μεσογειακό κλίμα συγκαταλέγονται ανάμεσα στις πλέον κλιματικά ευάλωτες του πλανήτη, συνεπώς, όπως επισημάνθηκε, η οικονομική και κοινωνική ανάπτυξή τους είναι άμεσα συνδεδεμένη με την επιτυχή προσαρμογή τους στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.
Κατά τη διάρκεια του συνεδρίου αναδείχθηκε η σημαντική συμβολή των παρατηρήσεων της γης (ιδίως από το διάστημα) για τη συνεχή βελτίωση των κλιματικών πληροφοριών και η αξιοποίησή τους για την ανάπτυξη και εφαρμογή των αναγκαίων μέτρων προσαρμογής σε εθνικό και τοπικό επίπεδο. Επίσης, υπογραμμίστηκε η ανάγκη περαιτέρω ευαισθητοποίησης των κοινωνιών, ιδίως των μεσογειακών, καθώς και η δημιουργία ενός σχεδίου δράσης για την προσαρμογή των μεσογειακών πόλεων στην ανθρωπογενή κλιματική αλλαγή.
Στο συνέδριο συμμετέχουν εκπρόσωποι της ελληνικής κυβέρνησης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παγκόσμιων οργανισμών (Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή- IPCC, Παγκόσμιος Οργανισμός Μετεωρολογίας- WMO, Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας- WHO, Διακυβερνητικός Οργανισμός Παρατηρήσεων της Γης- GEO, Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων- ECDC), καθώς και επιστήμονες από την Ευρώπη και από χώρες με μεσογειακά κλιματικά χαρακτηριστικά.
Εξάλλου, κατά την πρώτη ημέρα του συνεδρίου ο δρ Deon Terblanche, διευθυντής του Τμήματος Ατμοσφαιρικών Ερευνών και Περιβάλλοντος του Παγκόσμιου Μετεωρολογικού Οργανισμού, απένειμε το διεθνές βραβείο «WMO Professor Mariolopoulos Trust Fund Award» που έχει καθιερώσει το Μαριολοπούλειο- Καναγκίνειο Ίδρυμα Επιστημών Περιβάλλοντος. Το βραβείο δόθηκε στην Ελληνίδα κλιματολόγο Δήμητρα Κώνστα του Κέντρου Ερεύνης Φυσικής της Ατμόσφαιρας και Κλιματολογίας της Ακαδημίας Αθηνών.
Διαβάστε τη συνέχεια εδώ