Βαπόρι στολισμένο βγαίνει στα βουνά
κι αρχίζει τις μανούβρες «βίρα μάινα»
Την άγκυρα φουντάρει στις κουκουναριές
φορτώνει φρέσκο αέρα κι απ τις δυό μεριές
φορτώνει φρέσκο αέρα κι απ τις δυό μεριές
Είναι από μαύρη πέτρα κι είναι απ” όνειρο
κι έχει λόστρομο αθώο, ναύτη πονηρό.
κι έχει λόστρομο αθώο, ναύτη πονηρό.
Απο τα βάθη φτάνει τους παλιούς καιρούς,
βάσανα ξεφορτώνει κι αναστεναγμούς.
βάσανα ξεφορτώνει κι αναστεναγμούς.
Ελα Χριστέ και Κύριε, λέω κι απορώ,
τέτοιο τρελό βαπόρι τρελοβάπορο,
τέτοιο τρελό βαπόρι τρελοβάπορο,
Χρόνους μας ταξιδεύει δε βουλιάξαμε
χίλιους καπεταναίους τους αλλάξαμε
χίλιους καπεταναίους τους αλλάξαμε
Κατακλυσμούς ποτέ δε λογαριάσαμε,
μπήκαμε μες στα όλα και περάσαμε,
μπήκαμε μες στα όλα και περάσαμε,
Κι έχουμε στο κατάρτι μας βιγλάτορα
παντοτινο τον Ηλιο τον Ηλιάτορα!
παντοτινο τον Ηλιο τον Ηλιάτορα!