του Παντελή Καρύκα
Η οπλιτική φάλαγγα δεν αποτελούσε έναν απλό τυπικό βαθύ σχηματισμό μάχης, όπως οι προγενέστερές της φάλαγγες. Ο σχηματισμός και το σύστημα μάχης που εισήχθη μαζί της, αποτέλεσαν μια άνευ προηγουμένου στρατιωτική επανάσταση, η οποία έμελλε να
καθορίσει και τις τύχες του Ελληνισμού δύο περίπου αιώνες αργότερα, στα Μηδικά.Η οπλιτική φάλαγγα δεν αποτελούσε έναν απλό τυπικό βαθύ σχηματισμό μάχης, όπως οι προγενέστερές της φάλαγγες. Ο σχηματισμός και το σύστημα μάχης που εισήχθη μαζί της, αποτέλεσαν μια άνευ προηγουμένου στρατιωτική επανάσταση, η οποία έμελλε να
Η φάλαγγα σχηματιζόταν κατά ζυγούς. Όσο μεγαλύτερο ήταν το βάθος της σε ζυγούς, τόσο μεγαλύτερη ήταν και η συνοχή της, αλλά και η δύναμη ωθισμού της. Η διατήρηση της τάξης ήταν ζήτημα πρωταρχικής σημασίας για τη φάλαγγα. Αρχικά οι οπλίτες ήταν εξοπλισμένοι και με ακόντια τα οποία εξακόντιζαν κατά των αντιπάλων πριν την επαφή των αντιπάλων φαλαγγών. Σταδιακά όμως τα ακόντια αποσύρθηκαν από το οπλοστάσιο του οπλίτη ακριβώς γιατί ο εξακοντισμός τους διατάρασσε την συνοχή της φάλαγγας.
Η φάλαγγα αναπτυσσόταν σε βάθος 4, 6, 8, 12, 16 ή και 50, επί Επαμεινώνδα, ζυγών. Το σύνηθες βάθος της ήταν αυτό των 8 και των 16 ζυγών (διπλή Φάλανξ). Οι Σπαρτιάτες, στους κλασικούς χρόνους, τάσσονταν σε βάθος 6 (απλή Φάλανξ) και 12 (διπλή Φάλανξ) ζυγών. Το μικρότερο βάθος της σπαρτιατικής φάλαγγας αντισταθμιζόταν με το παραπάνω από την άριστη εκπαίδευση των Σπαρτιατών οπλιτών και ήταν απάντηση στην μόνιμη σχεδόν αριθμητική υπεροχή των αντιπάλων τους.
Αρχικά η φάλαγγα είχε το ίδιο βάθος ζυγών σε όλο το μήκος της παράταξης. Από την μάχη του Μαραθώνα όμως και κυρίως από την εποχή του Πελοποννησιακού Πολέμου, το βάθος των ζυγών των διαφόρων τμημάτων της φάλαγγας ήταν μεταβλητό και εξαρτάτο από τις τακτικές συνθήκες. Η σύγκρουση μεταξύ δύο αντιπάλων φαλαγγών διακρινόταν σε δύο φάσεις. Η πρώτη άρχιζε με την προσπέλαση. Συνήθως η φάλαγγα δεν δεχόταν στατικά την επίθεση της αντιπάλου. Κινούνταν, ψάλλοντας τον παιάνα (πολεμικό άσμα) με αργό και σταθερό βήμα, το οποίο επιτάχυναν όσο η απόσταση από τον αντίπαλο μειωνόταν. Οι Σπαρτιάτες ήταν ονομαστοί για τον αργό, ρυθμικό βηματισμό τους – για να διατηρούν την τάξη και τη συνοχή τους – συνοδεία αυλού.
Η απόσταση που χώριζε συνήθως τους αντίπαλους στρατούς δεν ξεπερνούσε τα 500 μέτρα. Στον Μαραθώνα όμως η απόσταση μεταξύ Ελλήνων και Περσών ήταν της τάξης των 1000 μέτρων. Πλησιάζοντας τον εχθρό οι οπλίτες «συνασπίζονταν» (τα γείσα των ασπίδων τους εφάπτονταν μεταξύ τους) και έπεφταν, κυριολεκτικά, επί των αντιπάλων τους, αφού πρώτα αλάλαζαν δυνατά. Οι άνδρες των δύο πρώτων ζυγών, πιεζόμενοι από τους άνδρες των πίσω ζυγών, έριχναν το βάρος τους επί των πολεμίων. Παράλληλα όμως δοράτιζαν τους αντιπάλους. Κατά την κρούση πολλά δόρατα καρφώνονταν στις απέναντι ασπίδες και έσπαζαν. Τότε οι οπλίτες έσερναν τα σπαθιά τους και, πάντοτε πιεζόμενοι από τους πίσω τους, προσπαθούσαν να πλήξουν τους εχθρούς. Κατά τη φάση της οπλομαχίας οι απώλειες των αντιπάλων στρατών ήταν συνήθως ελάχιστες.
Καλά προστατευμένοι πίσω από τους θώρακες και τις ευμεγέθεις ασπίδες τους, οι οπλίτες δεν ήταν εύκολο να πληγούν.
Για καλύτερα αποτελέσματα κρατούσαν το δόρυ σε ψηλή λαβή, επάνω από το κεφάλι του οπλίτη. Πρωταθλητές στον δορατισμό ήταν φυσικά και πάλι οι Σπαρτιάτες, οι οποίοι ήταν τόσο καλά εκπαιδευμένοι στο να επιτυγχάνουν πλήγματα ακριβείας ώστε πολλές φορές δεκάτιζαν τους αντιπάλους πριν καν η φάλαγγα τους έρθει σε φυσική επαφή με την αντίπαλο. Συνήθως όμως οι αντίπαλες φάλαγγες έμεναν επί ώρα σε στενή επαφή, με τους άνδρες τους να σπρώχνουν με τις ασπίδες τους το αντίπαλο τείχος ασπίδων και την κλαγγή των όπλων να δονεί την ατμόσφαιρα. Ακριβώς σε αυτή τη δεύτερη φάση, τη φάση του ωθισμού, ήταν που το βάθος, αλλά και η ρώμη, η αντοχή και η πειθαρχία των ανδρών της φάλαγγας αποφάσιζε το αποτέλεσμα.