Η Διεθνής Αμνηστία έχει τεκμηριώσει παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων από μέλη των σωμάτων ασφαλείας στην Ελλάδα επί πολλά χρόνια. Σε έκθεση που εξέδωσε τον Ιούλιο του 2012, η οργάνωση τεκμηρίωσε πολλές περιπτώσεις υπερβολικής και αυθαίρετης χρήσης βίας εναντίον κατά κύριο λόγο ειρηνικών διαδηλωτών και δημοσιογράφων κατά τη διάρκεια
διαδηλώσεων κατά των μέτρων λιτότητας και την κακομεταχείριση ατόμων, πολλοί εκ των οποίων είναι μετανάστες και πρόσφυγες, κατά τη σύλληψη ή την κράτηση.1 Ανησυχίες εκφράζονταν επίσης για την παράλειψη της αστυνομίας να προλάβει ή να διερευνήσει εγκλήματα με ρατσιστικά κίνητρα. Η έκθεση εντόπιζε μια σειρά συστημικών προβλημάτων στη διερεύνηση, την ποινική δίωξη και την τιμωρία καταπατήσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, περιλαμβανομένης της συχνής παράλειψης της αστυνομίας, των εισαγγελέων και των δικαστηρίων να διερευνήσουν διεξοδικά, να διώξουν ποινικά και να τιμωρήσουν καταπατήσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων στις οποίες εμπλέκονται μέλη των σωμάτων ασφαλείας.
Δεκαοκτώ μήνες αργότερα, η εικόνα εξακολουθεί να εμφανίζεται ζοφερή. Η Διεθνής Αμνηστία έχει εξακολουθήσει να λαμβάνει πολλές ακόμα καταγγελίες για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων από αστυνομικούς των μονάδων καταστολής ταραχών πριν και κατά τη διάρκεια της αστυνόμευσης διαδηλώσεων και άλλων εκδηλώσεων διαμαρτυρίας, περιλαμβανομένων χρήσης υπερβολικής βίας, κακής χρήσης «λιγότερο θανατηφόρων όπλων» και αυθαίρετων προσαγωγών διαδηλωτών περιλαμβανομένων ανηλίκων σε αστυνομικά τμήματα χωρίς στοιχεία ότι έχουν διαπράξει οποιοδήποτε αδίκημα.
Η οργάνωση εξακολούθησε να λαμβάνει συχνά ισχυρισμούς για βασανιστήρια και άλλες μορφές κακομεταχείρισης ατόμων κατά τη σύλληψη ή/και την κράτηση. Έχουν ληφθεί πολυάριθμες μαρτυρίες προσφύγων και μεταναστών για το πώς υπέστησαν κακομεταχείριση κατά την κράτηση για λόγους μετανάστευσης, κατά τη διάρκεια συλλογικών απελάσεων πίσω στην Τουρκία (‘απωθήσεων’) από Έλληνες λιμενικούς και συνοροφύλακες και κατά τη διάρκεια επιχειρήσεων-σκούπα για την καταστολή της παράνομης μετανάστευσης. Η οργάνωση έχει λάβει επίσης αναφορές για χρήση υπερβολική βίας για τον έλεγχο ταραχών που προκλήθηκαν από τον παρατεταμένο χρόνο κράτησης και τις κακές συνθήκες κράτησης σε κέντρα κράτησης μεταναστών ανά την Ελλάδα. Πρόσφυγες και μετανάστες που είναι θύματα εγκλημάτων μίσους εξακολουθούν επίσης να αναφέρουν μέλη των σωμάτων ασφαλείας μεταξύ των δραστών.
Σε μια εποχή που η χώρα βιώνει κατακόρυφη αύξηση των επιθέσεων με ρατσιστικά κίνητρα και της ξενοφοβίας, η Διεθνής Αμνηστία έχει σοβαρές ανησυχίες για την ανεπαρκή απόκριση της αστυνομίας απέναντι στα εγκλήματα μίσους και τις επιθέσεις εναντίον διαδηλωτών και δημοσιογράφων από ακροδεξιές ομάδες. Σε πολλές περιπτώσεις έχει καταγγελθεί ότι η αστυνομία παρέλειψε να επέμβει ενώ συνέβαινε επίθεση με ρατσιστικά κίνητρα, παρ’ ότι ήταν παρούσα· ότι παρέλειψε να προστατεύσει διαδηλωτές, δημοσιογράφους και άλλα άτομα από επιθέσεις από μέλη ακροδεξιών ομάδων· ότι συνέλαβε τα θύματα εγκλημάτων μίσους και όχι τους δράστες· ότι αποθάρρυνε τα θύματα από την υποβολή μήνυσης· και ότι παρέλειψε να διερευνήσει εγκλήματα μίσους. Οι δράστες εγκλημάτων μίσους επωφελούνται όχι μόνο από την αστυνομική αδράνεια, αλλά και από αριθμό άλλων παραγόντων που συμβάλλουν στη γενική ατμόσφαιρα ατιμωρησίας. Σε αυτούς περιλαμβάνονται η αναποτελεσματικότητα της υπάρχουσας νομοθεσίας, η παράλειψη να διερευνηθούν πιθανά κίνητρα μίσους, η έλλειψη ειδικής εμπειρίας εντός των υπηρεσιών επιβολής του νόμου και ο φόβος θυματοποίησης των προσφύγων και των μεταναστών. Ιδίως οι μετανάστες που βρίσκονται σε παράτυπη κατάσταση, μια από τις ομάδες που γίνονται περισσότερο στόχος βίας με κίνητρα μίσους, δεν καταγγέλλουν αυτές τις επιθέσεις από φόβο ότι θα τεθούν υπό κράτηση ή/και θα απελαθούν. Αν και οι αρχές έχουν προχωρήσει σε ορισμένες καθυστερημένες ενέργειες (όπως τη δημιουργία Ειδικών Αστυνομικών Τμημάτων και Μονάδων στα τέλη του 2012) προς την κατεύθυνση της αντιμετώπισης της κατακόρυφης αύξησης των εγκλημάτων μίσους και της διάχυτης ατιμωρησίας που απολαμβάνουν οι δράστες, απαιτούνται περισσότερες.
Χρειάστηκε το θανάσιμο μαχαίρωμα του Παύλου Φύσσα από τον Γιώργο Ρουπακιά, έναν άνθρωπο που αναφέρεται ότι είναι μέλος της Χρυσής Αυγής, για να ξεκινήσει πανεθνική έρευνα για τα εγκλήματα μίσους και άλλα αδικήματα που οι εισαγγελείς αποδίδουν στους ηγέτες και σε υποστηρικτές της Χρυσής Αυγής.2 Η ολιγωρία των αρχών για την έναρξη αυτών των ερευνών αποτελεί λόγο σοβαρής ανησυχίας. Φαίνεται ότι διέθεταν για κάποιο διάστημα ουσιώδη γνώση για έναν αριθμό καταγγελθέντων αδικημάτων με ρατσιστικά κίνητρα που αποδίδονται στους ηγέτες και σε μέλη της Χρυσής Αυγής και συχνές καταγγελίες για εμπλοκή ή ανοχή αστυνομικών σε αυτά, αλλά παρέλειψαν να προβούν νωρίτερα στις αρμόζουσες ενέργειες.
Η έκνομη συμπεριφορά μελών των σωμάτων ασφαλείας δεν συμβαίνει εν κενώ. Έχει υποστηριχθεί και μάλιστα ενθαρρυνθεί από μια σειρά κρατικών πολιτικών που εφάρμοσε η ελληνική αστυνομία εναντίον ευπαθών ομάδων. Σε αυτές περιλαμβάνεται η μαζική επιχείρηση-σκούπα με την κωδική ονομασία «Ξένιος Ζευς» για την καταστολή των παράνομων μεταναστών, αστυνομικές επιδρομές σε οικισμούς Ρομά και έλεγχοι ταυτοτήτων τρανς γυναικών, πολιτικές που έχουν όλες προξενήσει παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων όπως την κατάρτιση φυλετικών προφίλ υπόπτων και την αυθαίρετη στέρηση της προσωπικής ελευθερίας.
Η έρευνα της Διεθνούς Αμνηστίας έχει δείξει ότι παραμένουν τα συστημικά ελαττώματα που οδηγούν στην ατιμωρησία για τα μέλη των σωμάτων ασφαλείας που διαπράττουν παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Σε αυτά περιλαμβάνονται: η παράλειψη των αστυνομικών ή δικαστικών αρχών να διενεργήσουν έγκαιρες, διεξοδικές, αποτελεσματικές και αμερόληπτες έρευνες και να οδηγήσουν τους δράστες στη δικαιοσύνη· και η αποτυχία των αρχών να εγγυηθούν το δικαίωμα σε αποτελεσματικά ένδικα μέσα. Η έλλειψη λογοδοσίας είναι ένας από τους κυριότερους παράγοντες που οδηγούν στις συνεχιζόμενες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων από μέλη των σωμάτων ασφαλείας.
Διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις έχουν παραλείψει να παραδεχτούν, πόσο μάλλον να αντιμετωπίσουν, την κλίμακα και τη συστηματική φύση των παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων από μέλη των σωμάτων ασφαλείας και τη συνεχιζόμενη ατιμωρησία. Παρέλειψαν, για παράδειγμα, να συστήσουν ανεξάρτητο μηχανισμό υποβολής καταγγελιών για αστυνομικούς· να ευθυγραμμίσουν τον ορισμό των βασανιστηρίων με τα διεθνή θεσμικά κείμενα· και να διασφαλίσουν ότι οι αστυνομικοί των μονάδων καταστολής ταραχών φέρουν τους προσωπικούς αναγνωριστικούς αριθμούς τους, όχι μόνο στα κράνη αλλά σε άλλα μέρη του εξοπλισμού τους, προκειμένου να είναι αναγνωρίσιμοι. Οι ελληνικές αρχές χρειάστηκαν σχεδόν δύο χρόνια για να καταθέσουν στη Βουλή νομοσχέδιο που ορίζει τον Συνήγορο του Πολίτη ως Εθνικό Μηχανισμό Πρόληψης που θα επισκέπτεται όλους τους χώρους κράτησης.3
Οι θεσμικές αποκρίσεις της ηγεσίας της ελληνικής αστυνομίας και του Υπουργείου Εσωτερικών αρνούνται πλήρως τους σοβαρούς ισχυρισμούς ή τους χαρακτηρίζουν «μεμονωμένα περιστατικά». Δεν είναι μεμονωμένα. Αυτή η έκθεση περιγράφει μια σειρά ελλειμμάτων που υπονομεύουν τη δημόσια εμπιστοσύνη στην αστυνομία και παράγουν σωρεία παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Οι ελληνικές αρχές πρέπει να αναλάβουν αμέσως δράση για να τα εξαλείψουν.
Σε αυτήν την έκθεση, η Διεθνής Αμνηστία επαναλαμβάνει τις υπάρχουσες και προβαίνει σε νέες συστάσεις, οι οποίες αν εφαρμοστούν, θα βοηθήσουν να προληφθεί η συστηματική διάπραξη παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων από μέλη των σωμάτων ασφαλείας· να αποκατασταθεί η πίστη του κοινού στην αστυνόμευση και στη διερεύνηση των καταπατήσεων· και να δοθεί τέλος στην επικρατούσα ατιμωρησία. Η οργάνωση προβαίνει επίσης σε μια σειρά συστάσεων που είναι απαραίτητες για να αντιμετωπιστούν τα εγκλήματα μίσους και η διάχυτη ατιμωρησία που απολαμβάνουν οι δράστες.
Η συνέχεια της έκθεσης της Διεθνούς Αμνηστίας για την Ελλάδα ( Απρίλιος 2014) εδώ: