Πέμπτη 13 Μαρτίου 2014

ΠΩΣ ΓΝΩΡΙΣΑ ΤΟΝ ΓΕΡΟΝΤΑ ΠΑΐΣΙΟ (Π. ΑΡΣΕΝΙΟΥ ΚΑΤΕΡΕΛΟΥ)

Λοιπόν, θα σας διηγηθώ μερικά πράγματα από την προσωπική μου ζωή, πάντα περιληπτικά, γιατί δεν γίνεται αλλιώς:

Σέ ηλικία δέκα επτά ετών τότε, το 1979, καλοκαίρι, Ιούλιο μήνα, με μία παρέα τριών ατόμων, πήγαμε, για πρώτη φορά, στον μακαριστό Γέροντα (από τούς τρεις μας οι δύο έχουμε γίνει ιερομόναχοι).

Εκείνη την ήμερα, το πρωινό εκείνο, αν και καλοκαίρι, πού έχει πιο πολύ κόσμο στο Αγιον Όρος, παραδόξως, στο Κελλί του Γέροντα είχε ελάχιστο κόσμο, για να μη πούμε σχεδόν καθόλου.

Εκεί, καθίσαμε περίπου μία ώρα, κατά την οποία μάς μετέδιδε πνευματική ενέργεια, χωρίς εννοείται να το επιδιώκει -αυτή είναι ή πραγματικά έπηρεάζουσα και σώζουσα πνευματική ενέργεια των Αγίων-, και την οποία εξέπεμπε, εννοείται, σέ άλλη συχνότητα και ένταση, από εκείνες πού είχαμε γνωρίσει, συνηθίσει και ακούσει, μέχρι τότε.

Εκείνη την ήμερα, μεταξύ των πολλών άλλων, μας είπε να αποκτήσαμε την καλή πνευματική ανησυχία, για να έχωμε και πνευματικές χαρές. Να γνωρίσωμε την Ορθοδοξία, πρώτα εμπειρικά και μετά δεν θα κινδυνεύωμε πλέον από ένα σωρό άλλα πνευματικά μικρόβια, πού τότε κυκλοφορούσαν, αλλά και τώρα κυκλοφορούν, κατά μείζονα λόγον.

Διότι, μάς έλεγε, αν κανείς ασχολείται με άλλα πράγματα, φιλοσοφίες, κλπ., και διαβάζει διάφορα βιβλία, πριν γνωρίσει εμπειρικά, και όχι ακαδημαϊκά, την Ορθοδοξία, τότε, χωρίς να το καταλαβαίνει, τη συνεργεία των παθών του και του διαβόλου, αποκτά πνευματικά μικρόβια, πού τον σκοτίζουν και τον εμποδίζουν να προοδεύση πνευματικά. Γι' αυτό χρειάζεται, για ένα διάστημα μέχρις ότου ό Χριστιανός γνωρίσει εμπειρικά την Ορθοδοξία, μέσω της Εκκλησίας, ό άνθρωπος να βάζη το μυαλό του, ή μάλλον τον νου του καλύτερα -γιατί δεν φταίει το μυαλό μας, ό νους μας φταίει για όλα, για ότι στραβό μάς συμβαίνει, αλλά αυτό είναι άλλο κεφάλαιο- να βάζει λοιπόν τον νου του «στο ψυγείο», και μάλιστα, έλεγε, ακόμη καλύτερα, «στον καταψύκτη», έως ότου τον πάρωμε, βέβαια, μετά από την κάθαρση και τον αγιασμό πού θα υποστεί, αν αγωνιστούμε, αγιασμένο.

Πολλά μάς είπε, αλλά το σημαντικότερο απ' όλα ήταν, ότι, χωρίς να προσπαθήσει, μου μετέδωσε την ζωντανή βεβαιότητα της παρουσίας του Θεού -πάθαμε πνευματικό σοκ δηλ.-, την βεβαιότητα της δυνατότητας μετοχής στα αγαθά του Θεού από αυτήν την ζωή, επίσης νοιώσαμε την νηφάλια μέθη του Γέροντα, τον ακόρεστο κορεσμό του, και τον καημό του, πότε θα φύγει από αυτήν την πρόσκαιρη ζωή, για να ζήση εντονότερα κοντά στον Θεό, τα του Θεού, για να ζήση αυτόν τον ακόρεστο κορεσμό, όπως είπαμε, εντονότερα. Και αυτό ήταν ένα φαινόμενο υγιές, όχι ψυχοπαθητικό, πού, φυσικά, δεν ωφείλετο σέ καμιά μορφή μελαγχολίας, κλπ., εννοείται. Ήτο καθαρός θείος έρωτας, το όποιο σημαίνει, ότι ό Γέροντας Παΐσιος είχε δεχθή τον αρραβώνα της Βασιλείας των Ουρανών, από αυτήν την ζωή, σέ μεγάλο βαθμό.

Εκείνο όμως, πού έμεινε τότε, σέ μένα πιο ανεξίτηλο στην μνήμη μου, ήταν ότι, μόλις φύγαμε από εκεί, από το κελί του, είχαμε μία απρόσκλητη, μία απροσδόκητη πνευματική χαρά, διαφορετικής υφής από τις χαρές πού είχαμε μέχρι τότε αισθανθεί, κάνοντας π.χ. μία καλή πράξη, ή ακούγοντας έναν έπαινο, κλπ.Γιατί εμείς, σαν εμπαθείς πού είμαστε, όταν ακούμε κάποιον έπαινο, είναι φυσικό, λόγω των φτωχών πνευματικών μέτρων μας, να έπηρεαζώμεθα, κλπ.

Αυτή ή χαρά όμως, ήταν τόσο πολύ δυνατή, πού απορούσαμε τότε πώς μας συνέβαινε αυτό.

Ήταν αναμφισβήτητα, εξωτερικής μορφής - προελεύσεως χαρά, ερχόμενη προς εμάς. Από που όμως, και πώς, δεν ξέραμε, γιατί δεν σκεφτόμαστε, ή δεν ζούσαμε κάτι συγκεκριμένο τότε, εξ αιτίας του οποίου θα μπορούσαμε να πούμε ότι είχαμε κάποιο ανάλογο βίωμα. Χωρίς δηλ. να σκεφτόμαστε κάτι, χωρίς πριν να είχε συμβεί κάτι άλλο, είχαμε εκείνη την ανεξήγητη χαρά, ή οποία ήταν, βέβαια, αναμφισβήτητα, προϊόν της ευχής του Γέροντα και της οποίας την αξία, τότε, δεν εκτιμήσαμε δεόντως, ανώριμοι όντες, ως προς αυτά τα θέματα. Που, τότε, να ξέραμε, ότι αυτό -όπως και πολλά άλλα γεγονότα βέβαια- θα καθόριζαν όλη μου την ζωή μετέπειτα και ότι αυτό ήταν μία μεγάλη ευεργεσία, για την οποία βέβαια, είμαστε εντελώς, μα εντελώς, αναπολόγητοι.

Βέβαια, και άλλες φορές, και ως λαϊκός όταν ήμουν, και ως μοναχός, και ως διάκονος, και ως ιερέας, όταν ζούσε ό Γέροντας, και, ιδιαίτερα μετά από κάποιες Θείες Λειτουργίες, πού αναξίως έκανα εις την Παναγούδα, αλλά και μετά την κοίμηση του Γέροντα, μετά τον θάνατο του, μπορούμε να πούμε, ότι, αναμφισβήτητα, ή ευχή του Γέροντα ενήργησε ούτως ώστε ό Θεός να μας δώσει να γευθούμε, έστω και σέ ελάχιστο βαθμό -φυσικά και πολύ μας έπεφτε- κάτι από αυτήν την θεϊκή του ηδονή, κάποιες φορές, κατά τρόπο περίεργο και ανεξήγητο, τουλάχιστον τα πιο παλιά χρόνια.

Για παράδειγμα, όταν φεύγαμε από το Κελλί του Γέροντα και πηγαίναμε προς τον κόσμο, τότε φούντωνε αυτή ή θεϊκή ηδονή, ενεργούσε δηλ. άκοπα, ενώ, άλλες φορές, όταν αγωνιζόμασταν, δεν είχαμε σταγόνα - και ούτε βέβαια είχαμε τέτοια απαίτηση, εννοείται. Με όλα αυτά, θέλω να πω, πώς ενεργούσε ή ευχή του Γέροντα.

Όμως, αυτή ή πρώτη χαρά ήταν διαφορετική, αν και ήταν πνευματική κι ανέκφραστη. Δεν ήταν, βέβαια, συναισθηματική - διανοητική. Ας την ονομάσω «θεία», πού ήταν βέβαια, θεία και ανεξήγητη χαρά. Ενώ, ή μετέπειτα, ήταν άλλου είδους πνευματική γεύση, τα επόμενα πνευματικά λουκουμάκια, πού, δι' ευχών του Γέροντος, μας έδινε ό Θεός.

Ήταν θείες ηδονές. Αν δεν υπήρχαν αυτά, για να είμαστε ειλικρινείς, ποτέ δεν θα παίρναμε τέτοια απόφαση, μόνο από φιλότιμο, να γίνομαι μοναχοί, γιατί καλό χαρακτήρα, ούτε είχαμε, ούτε έχομε, ας είμαστε ειλικρινείς με τον εαυτό μας....

Και τούτο, διότι ή παρθενία, ή μοναχική ζωή δηλ., όταν δεν έχει εξ αρχής πνευματικές εμπειρίες, δεν έχει το αντίβαρο. Αν δεν είναι ερωτική, κατά Θεόν, και όχι βέβαια κατά έναν τρόπο νεορθόδοξο και κουλτουριάρικο, πού αυτά είναι εντελώς απορριπτέα πράγματα, αλλά με ασκητικό τρόπο, ή παρθενία έχει πολλές απρόβλεπτες παρενέργειες.

ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ ΔΙΑ ΤΟΥΣ ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΑΪΣΙΟΝ ΚΑΙ ΙΣΑΑΚ ΤΟΥΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΑΣ 



http://www.agioritikovima.gr