Παρασκευή 15 Μαρτίου 2013

Από τη θεατρική ομάδα του 5ου ΓΕΛ Κατερίνης

Ο ένας από τους δυο σταθερούς άξονες- ο άλλος πάντα ο έρωτας- της ποιητικής έγνοιας του Κατερινιώτη Αντώνη Κάλφα, η πατρίδα ( βλ. πρόσφατο ομότιτλο περίπου ποίημά του στη Νέα Ευθύνη), ήταν η αφορμή αυτής της παράστασης που
ανεβάζει τα τρέχοντα Σαββατοκύριακα το Θέατρο Πήγασος.
 
Η σύμπραξη του ποιητή με το υπερτριακονταετές θεατρικό σχήμα της πόλης μας τα τελευταία χρόνια υπήρξε πάνω από γόνιμη. Αυτή τη φορά ο ίδιος και πέντε ακόμα ομότεχνοί του του κεντροδυτικού μακεδονικού χώρου αποκαλύπτουν την υποκειμενική για τον καθένα τους ύπαρξη της πόλης τους, κάνοντας τέχνη με τη μετατροπή της καθημερινής ζωής ή της ιστορίας σε μύθο. Η συνείδηση της ταυτότητας του καθενός μέσω της πόλης του συνεπικουρείται φυσικά από τη συνείδηση της γλώσσας του και υπηρετείται με το προσωπικό ύφος του. Η οικειότητα όμως καθενός με αυτήν, η εμπειρία του από αυτή αλλά και η ευαισθησία τους είναι τέτοιες, που να προοιωνίζονται μια αισθαντική, ακριβή ή τουλάχιστον ειλικρινή απεικόνιση του γενέθλιου χώρου. Έτσι, ο ιδιαίτερος δεσμός με τον τόπο, η συσχέτιση του περιβάλλοντος με την ιστορία, η επικέντρωση σε χώρους, χρόνους, πρόσωπα και μνημειωμένα ιερά θραύσματα ( "οι πινελιές της ιστορίας' Β. Παππάς, Έδεσσα) μετασχηματίζονται στον ποιητικό λόγο, που γίνεται θεατρικό κείμενο. Είναι κυρίως η δράση των απλών ανθρώπων αυτή που νοηματοδοτεί το χώρο, και το ιδιαίτερο στίγμα του συγκεφαλαιώνει μέσα του όλη την ιστορία, κομμάτια της οποίας βλέπουμε σύμφωνα πάντα με το βλέμμα ενός εκάστου από τους λογοτέχνες (π.χ.πρόσωπα συνθλιμμένα, που βιώνουν την εσωτερική απελπισία και αθωώνονται θριαμβικά πέφτοντας: Θεσσαλονίκη- κατοχή- μαυραγορίτες: στο απόσπασμα από το μυθιστορηματικό "Απόψε δεν έχουμε φίλους", της Σ. Νικολαΐδου). 

Στα περισσότερα από τα "επεισόδια-αποσπάσματα" επικρατεί μια ιδιαίτερη συναισθηματική απόχρωση της εντοπιότητας ( Κάλφας- Κατερίνη, Καισαρίδης- Βέροια, Καραγιάννης- Κοζάνη, Παππάς-Έδεσσα), αν και παρατηρείται ταυτόχρονα άπωση και έλξη, μια διακύμανση δηλαδή αισθημάτων: από την αποδοχή μιας μη ανεκτής αλλά αγαπώμενης άνευ όρων πατρίδας, μέσα από την προσπάθεια σύνδεσης της παραδείσιας χαράς - που μονίμως επιδιώκεται ή αναμένεται, σπανίως δε επιβεβαιώνεται- και της θλίψης, που εναλλάσσονται, αλλά και σύνδεσης του ατομικού με το συλλογικό, όπως υπονοείται ή ρητά δηλώνεται. Για τον Κάλφα, για παράδειγμα, η πόλη με τις πολλαπλές ψηφίδες του ψηφιδωτού της μνήμης ( "τρυφερό κάταγμα στη μνήμη") και των αισθήσεων ή των διαισθήσεων - ου μην αλλά και των σκέψεων- είναι "λαϊκή και φιλόμουση" και επιμένει να "τεχνουργεί" εις πείσμα των εμποδίων. Ο λυρισμός του εκφράζεται σπαρακτικά με το "Η Άννα Καρένινα ζούσε στη γειτονιά μας", χορδίζοντας εντατικά την ευαισθησία μας άλλη μια φορά.

Οι Μακεδόνες λογοτέχνες της παράστασης δεν διστάζουν να υπο-δηλώσουν τη σύγκριση του δυσφορικού παρόντος με το ευφορικό παρελθόν (Καραγιάννης, Κοζάνη: «Πόλη του Βιβλίου» και δη πανελληνίως" για "ένα οκταεΕίμαι χωριόν ετελσαι και πολη του Βιβλοκταετές φεγγάρι"- όχι πια), την έντρομη αμηχανία για το παρόν και το μέλλον τους μέσα σε μια πόλη άγνωρη, που μέσα της χάνονται, χάνουν " τις μέρες τους" που " έχουν κυλήσει στους υπονόμους" ή γίνονται "ζητιάνοι", Παππάς- Βέροια), οπότε καταλήγουν ή να επιμείνουν στην άγονη αναζήτηση ( οι λογοτεχνικές τους περσόνες, εν προκειμένω), ή να σταθούν γενναία απέναντι στην πραγματικότητα, αντικρίζοντάς την ως έχει, με την ανδρεία που το ήθος τους επιβάλλει, παρά την πίκρα που εκδηλώνεται με καυστική ειρωνεία ( Καραγιάννης, Κοζάνη: " διότι περί αυτού πρόκειται, να τη ζεις [την πόλη] στο τώρα της κι όχι να τη νοσταλγείς ﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽﷽ε στο χτες της, όσο κι αν δυσανασχετούμε απ’ την ομοιομορφία της συνήθειας και της αγίας της ρουτίνας τη σταθερότητα και «Παναγία βόηθα» μη λυθεί απότομα κι άγαρμπα της συνέχειάς της το δέρμα. Τι άλλο θέλουμε; Ο κόσμος της, δηλ. ο κόσμος μας, είναι εδώ, με τους οποίους συνορεύουμε, συγχεόμαστε εν ταυτώ, συμφυρόμαστε επί τ’ αυτά, εκόντες άκοντες και με τους πολλούς και με τους λίγους, μέχρι και μερι αιι τον λενανους πολο κι αν σιαμαντικΕυρ τα αδεσποτα κυναφας (γεν,. του τον έναν, όπως και με τους μοναχικούς και τους μοναδικούςΕχθρούς ημίεχθρους, αγαπημένους εν γένει και εν είδει, κησει και﷽﷽υλντοιικο πολο κι αν σιαμαντικΕυρ τα αδεσποτα κυναφας (γεν,. του ύκλοι αλυσίδας κι όταν κάποτε κάποιος κοπεί - και τι συχνά που κόβονται αυτοί οι κρίκοι γαμώτο;- τότε ξεσπά η οργή για τ’ αναπότρεπτο ή ο θρήνος της απώλειας και εντέλει ζούμε σ’ αυησει και﷽﷽υλντοιικο πολο κι αν σιαμαντικΕυρ τα αδεσποτα κυναφας (γεν,. του τόν τον τόπο εν τρυφηλή αγανακτήσει με τον μικρπωβς παβντασι εκντες υλή αγανακτιαμαντικΕυρ τα αδεσποτα κυναφας (γεν,. του όκοσμο της το γλυκό το μέγα, αυτόν που μας έλαχε σ’ αυτή τη λοταρία του πάρτα όλα στον ενικό και τουβάλετε όλοι στον πληθυντικό αριθμό, πολίφυως﷽﷽﷽﷽﷽﷽τες ενφυως﷽﷽﷽﷽﷽﷽ός καταστρώματος γ΄ τάξεως μιας χώρας που καθώς ταξιδεύει ανερμάτιστα ούτε ξέρει που πατά και τι μας γυρεύει." Ο Καραγιάννης, δηλαδή,- ειρήσθω εν παρόδω- συντάσσεται με τον Δ. Ν. Μαρωνίτη, που, μιλώντας για τη δική του γενέθλια Θεσσαλονίκη (σε συνέντευξη στο περιοδικό Ένα, καλοκαίρι 1989), είπε: «τις γενέθλιες πόλεις τις αγαπάει κανείς με τους εφιάλτες τους. Δηλαδή είναι πόλεις που δρουν επάνω σου και εφιαλτικά, όπως συμβαίνει με μένα...».

Άλλοι καταλήγουν να αντιμετωπίσουν την πόλη τους, σχολιάζοντας την ιστορική και τη ζώσα πραγματικότητα, μέσα από την αναζήτηση της ποιητικής ουτοπίας, που υποστηρίζεται από τη σύγχρονη κινηματογραφική τέχνη. Ο Σάκης Σερέφας, σε έναν ευφάνταστο αφηγημένο "διάλογο" εκθέτει τη Θεσσαλονίκη ως πολλαπλό άβαταρ, αφού "η καταγωγική συνείδηση είναι ατοπική", σύμφωνα με θεωρίες τινές. Ο γιος, λοιπόν, του θεατρικού διδύμου του επιλέγει να συμβιώνει με την πόλη του θεωρώντας την πλασματικό ενσαρκωμένο είδωλο κατά το αυτώ δοκούν- όπως, λέει, κάνουν όλοι επινοώντας το φαντασιακό και αποδίδοντας τις εμμονές τους στην πόλη "τους"- περιδιαβαίνοντας την ιστορία της στο παρόν του με το βυζαντινό ή κυβερνοπάνκ άβατάρ της.

Το υλικό αυτό χειρίζεται έξυπνα ο Χάρης Αμανατίδης, ο οποίος στήνει μια λαϊκή παράσταση με κλόουν, μασίστες, χειρομάντισσες και ταχυδακτυλουργούς, που διασπούν την ιστορία και ξεπετάγονται -μέσα από την ελευθερία για υπέρβαση που τους δίνει η τέχνη- για να μεταβούν, τριγυρνώντας από τόπο σε τόπο, σε πέντε πόλεις. Με ευαισθησία και σεβασμό στην αυτονομία των κειμένων, ο σκηνοθέτης τα έδεσε σε ένα λειτουργικό σύνολο κείμενο, που υπηρέτησαν οι καλοί ηθοποιοί, χωρίς περιττές υπερβολές για εκβιασμό είτε της συμ-πάθειας είτε του γέλιου, με πάθος και δραματικότητα, πειθαρχία και συνέπεια, και στις καλύτερες στιγμές με εσωτερικότητα.

Η παράσταση μπορεί να λειτουργήσει και σχολικά ως άσκηση, όπως προτείνει ο τίτλος της. Γι' αυτό και η θεατρική ομάδα του 5ου Λυκείου επεδίωξε μια πρωινή παράσταση (12-3-2013), την οποία ο Πήγασος- πάντα κοντά στα παιδιά, και με παραστάσεις ειδικές και εργαστήρια- δεν αρνήθηκε (όπως δεν το έκανε ούτε δύο μέρες μετά σε 2 τμήματα της θεωρητικής κατεύθυνσης του ίδιου Λυκείου). Γιατί: Η παράσταση μπορεί να αποτελέσει μια αφόρμηση για το μαθητή- ή όποιον αισθάνεται εν μαθητεία στη ζωή- ποιος όχι;- να γνωρίσει όχι μόνο τις ιστορικές διαστάσεις του χώρου στον οποίο ζει και των ομόρων του μακεδονικών " πρωτευουσών", αλλά και να διαπιστώσει τη μετάπλασή τους σε εξίσου πολυδιάστατη καλλιτεχνική δημιουργία. Τον καλεί ακόμα, μαζί με τις ουκ ευάριθμες προσωπικές ερμηνείες και υποθέσεις, να χαρεί την ομορφιά των κειμένων και της δραματικής απόδοσής τους, που μπορεί να σταθεί δίπλα στην ομορφιά του χώρου ή πάνω από την ασχήμια του. Έτσι, ενδεχομένως να οδηγήσει κάποιους και σε μια δική τους πορεία αυτοπροσδιορισμού μέσα στο γενέθλιο χώρο, αφού αφορά έναν κρίσιμο, "πεπρωμένο δεσμό", και ίσως τελικά σε μια μορφή αυτογνωσίας μέσα από την πατριδογνωσία.

Ξανθίππη Καραβίδα