Γράφει η Δήμητρα Σμυρνή
Για το Θόδωρο Αγγελόπουλο, το
σκηνοθέτη-ποιητή, γράφτηκαν πολλά. Γράφτηκαν, όταν
πρωτοπαρουσιάστηκε κι έφερε
στον κινηματογράφο την ποίηση της εικόνας, όταν καθιερώθηκε παγκόσμια,
σπάζοντας τα σύνορα της Ελλάδας, όταν χάθηκε ξαφνικά, γυρίζοντας την τελευταία του ταινία.
Τα περισσότερα απ’
όσα γράφτηκαν ήταν ύμνοι. Κάποιοι βέβαια έσπευσαν αμέσως μετά το θάνατό του να
τον επαναφέρουν στις καθημερινές
ανθρώπινες διαστάσεις, τονίζοντας πιθανά μειονεκτήματα του χαρακτήρα του, χωρίς
όμως να καταφέρουν να μειώσουν στο ελάχιστο το καλλιτεχνικό του ανάστημα.
Ο Αγγελόπουλος
ήταν μεγάλος. Ήταν μεγάλος, γιατί ζωγράφισε
την εικόνα της πατρίδας του, χωρίς εκπτώσεις και συμβιβασμούς, κόντρα
στο ρεύμα, μέσα από την αγωνιώδη προσωπική του ματιά.
Ήταν ο σκηνοθέτης
που τόλμησε με την πρώτη του ταινία, την «Αναπαράσταση», να αντιπαραθέσει στην
αυτοκρατορία του αμερικάνικου κινηματογράφου, του κινηματογράφου με την
ασύλληπτη ταχύτητα των εικόνων και την προβολή της βίας ως φυσικού φαινομένου,
τα δικά του αργά ποιητικά πλάνα, δίνοντας συγκλονιστικά το πορτρέτο της
ελληνικής επαρχίας, σε άσπρο-μαύρο, ντυμένο με ηπειρώτικα μοιρολόγια.
Ήταν ο σκηνοθέτης,
που ξεκινούσε από πολύ μακριά κι από πολύ βαθιά. Ξεκινούσε από την ομηρική
ποίηση, άγγιζε τους αρχαίους τραγικούς, για να καταλήξει στους μεγάλους
νεότερους Έλληνες ποιητές, με μία φυσικότητα, που θύμιζε την άρρηκτη συνέχεια
του ελληνικού ποιητικού λόγου μέσα από τους αιώνες. Γιατί ο λόγος του
Αγγελόπουλου –έγραφε ο ίδιος τα σενάρια
στις ταινίες του- ο ποιητικός του λόγος, ήταν πάντα η ραχοκοκαλιά των εικόνων
του.
Οι ταινίες του ήταν
τα κύματα της ίδιας θάλασσας.
Άλλοτε τον
βασανίζει η νοσταλγία του Οδυσσέα –«Ταξίδι στα Κύθηρα», «Το βλέμμα του
Οδυσσέα»- ενός σύγχρονου Οδυσσέα,
που, επιστρέφοντας στην πατρίδα του,
βρίσκει έναν τόπο αλλοτριωμένο, έναν τόπο χαμένο για πάντα.
Άλλοτε ζωντανεύει
το μύθο των Ατρειδών –«Ο θίασος»- με τα παιχνίδια της εξουσίας, την προδοσία,
την εκδίκηση, ανασταίνοντας μέσα από το μύθο την Ελλάδα της Αντίστασης και του
Εμφυλίου μ’ έναν μοναδικό τρόπο. Ταινία που θεωρείται από τους
κριτικούς μια από τις δέκα καλύτερες ταινίες του Παγκόσμιου Κινηματογράφου.
Άλλοτε συνδέει
οδυνηρά το παρελθόν με το παρόν του Ελληνισμού –«Μεγαλέξανδρος»- ακουμπώντας πάνω σε στίχους του Σεφέρη.
Άλλοτε αγγίζει το
φόβο του θανάτου –«Μια αιωνιότητα και μια μέρα»- αλλά και τη λύτρωση μέσα από
τη μνήμη και τη συνειδητοποίηση της ουσιαστικής ομορφιάς της ζωής.
Άλλοτε ανατέμνει με
πίκρα τη μοίρα των οραμάτων, που ξεψυχούν μέσα στο χρόνο, «Η σκόνη του χρόνου».
Ατέλειωτες
εικόνες, αργές, ακολουθώντας τους φυσικούς ρυθμούς της ζωής, ποιητικές,
δοσμένες από γωνίες, που μόνο ο δικός
του φακός μπορούσε να συλλάβει… Ατέλειωτες εικόνες, ντυμένες με τη μουσική της Ελένης Καραΐνδρου, μουσική
βαθιά ατμοσφαιρική, που έγινε ένα με τις ταινίες του... Παντρεύοντας τη σκέψη
με το συναίσθημα, οι εικόνες του
κατάφερναν να οδηγήσουν το θεατή «ενώπιον ενωπίω» με την ελληνική
πραγματικότητα...
Βλέποντας τις
ταινίες του Αγγελόπουλου, ο Έλληνας αντίκριζε το πρόσωπό του στον καθρέφτη του χρόνου. Ποιος ήταν,
ποιος είναι και –με τρόμο- ποιος θα είναι στο μέλλον. Όποιος ήθελε να δει και
όποιος μπορούσε –γιατί οι συμβολισμοί του Αγγελόπουλου δεν ήταν πάντα προσιτοί–
γινόταν μάρτυρας της ανθρώπινης περιπέτειας, της ατομικής και της συλλογικής. Ο
ίδιος άλλωστε είπε «οι ταινίες μου δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια καταγραφή της
ανθρώπινης περιπέτειας μέσα στο χρόνο»
Η περιπέτεια όμως
αυτή δεν μπορεί ν’ αφήνει κανέναν αδιάφορο. Όποιος αγγίζει τις πληγές του,
τότε ίσως μπορεί και να τις
γιατρέψει.