Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2012

21/10/2012 - ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ΄ ΛΟΥΚΑ Το Ευαγγέλιο Κατά Λουκάν (η΄ 26–39)

Απόδοση στη νεοελληνική:
Τον καιρό εκείνο, κατέπλευσε ο Ιησοῦς εις την χώραν των Γαδαρηνών, η οποία βρίσκεται απέναντι της Γαλιλαίας. Όταν εβγήκε εις την ξηράν, τον συνήντησε κάποιος από την πόλιν, ο οποίος είχε
δαιμόνια από πολλά χρόνια· δεν ήτανε ντυμένος και δεν έμενε σε σπίτι αλλά εις τα μνήματα. Όταν είδε τον Ιησούν, έκραξε και έπεσε εις τα πόδια του και με δυνατήν φωνήν είπε, «Τι επεμβαίνεις σ’ εμέ, Ιησού, Υιέ του Θεού του Υψίστου; Σε παρακαλώ μη με βασανίσης». Διότι ο Ιησούς είχε διατάξει το πνεύμα το ακάθαρτον να βγη από τον άνθρωπον. Πολλές φορές τον έπιανε και τότε τον έδεναν με αλυσίδες και χειροπέδες και τον εφύλαγαν. Αυτός όμως έσπαζε τα δεσμά και εφέρετο από το δαιμόνιον εις τας ερήμους. Τον ερώτησε δε ο Ιησούς, «Ποιό είναι το όνομά σου;» Εκείνος δε είπε, «Λεγεών», διότι είχαν μπη πολλά δαιμόνια μέσα του, και τον παρακαλούσαν να μη τα διατάξη να πάνε εις την άβυσσον. Υπήρχε δε εκεί μία αγέλη από χοίρους που έβοσκε εις το βουνό. Και τον παρεκάλεσαν να τους επιτρέψη να μπουν εις εκείνους. Και τους το επέτρεψε. Εβγήκαν τα δαιμόνια από τον άνθρωπον, εμπήκαν εις τους χοίρους και ώρμησε η αγέλη προς τον κρημνόν και έπεσε εις την λίμνην και επνίγηκε.
Όταν οι βοσκοί είδαν τι συνέβη, έφυγαν και το ανήγγειλαν εις την πόλιν και εις την ύπαιθρον. Εβγήκαν δε μερικοί να ιδούν το γεγονός και ήλθαν εις τον Ιησούν και ευρήκαν τον άνθρωπον, από τον οποίον είχαν βγη τα δαιμόνια, να κάθεται κοντά στα πόδια του Ιησού, ντυμένος και σωφρονισμένος, και εφοβήθηκαν. Αυτόπται μάρτυρες επίσης τους είπαν πως εθεραπεύθηκε ο δαιμονισμένος. Τότε όλος ο πληθυσμός της περιοχής των Γαδαρηνών τον παρεκάλεσε να φύγη απ’ αυτούς, διότι κατείχοντο από φόβον μεγάλον. Αυτός τότε εμπήκε εις το πλοιάριον και επέστρεψε.
Ο άνθρωπος από τον οποίον είχαν βγη τα δαιμόνια, παρεκάλεσε να μείνη μαζί του, αλλ’ ο Ιησούς του είπε να φύγη με τα εξής λόγια, «Γύρισε εις το σπίτι σου και διηγού όσα σου έκαμε ο Θεός». Και έφυγε και έλεγε εις όλην την πόλιν όσα του έκαμε ο Ιησούς.

Πρωτότυπο
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ελθόντι τῷ ᾿Ιησοῦ εἰς τὴν χώραν τῶν Γαδαρηνῶν, ἥτις ἐστὶν ἀντίπερα τῆς Γαλιλαίας. Ἐξελθόντι δὲ αὐτῷ ἐπὶ τὴν γῆν ὑπήντησεν αὐτῷ ἀνήρ τις ἐκ τῆς πόλεως, ὃς εἶχε δαιμόνια ἐκ χρόνων ἱκανῶν, καὶ ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύσκετο καὶ ἐν οἰκίᾳ οὐκ ἔμενεν, ἀλλ᾿ ἐν τοῖς μνήμασιν. Ἰδὼν δὲ τὸν Ἰησοῦν καὶ ἀνακράξας προσέπεσεν αὐτῷ καὶ φωνῇ μεγάλῃ εἶπε· τί ἐμοὶ καὶ σοί, Ἰησοῦ, υἱὲ τοῦ Θεοῦ τοῦ ὑψίστου; δέομαί σου, μή με βασανίσῃς. Παρήγγειλε γὰρ τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ ἐξελθεῖν ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου. Πολλοῖς γὰρ χρόνοις συνηρπάκει αὐτόν, καὶ ἐδεσμεῖτο ἁλύσεσι καὶ πέδαις φυλασσόμενος, καὶ διαρρήσσων τὰ δεσμὰ ἠλαύνετο ὑπὸ τοῦ δαίμονος εἰς τὰς ἐρήμους. Ἐπηρώτησε δὲ αὐτὸν ὁ ᾿Ιησοῦς λέγων· τί σοί ἐστιν ὄνομα; Ὁ δὲ εἶπε· λεγεών· ὅτι δαιμόνια πολλὰ εἰσῆλθεν εἰς αὐτόν· Καὶ παρεκάλει αὐτὸν ἵνα μὴ ἐπιτάξῃ αὐτοῖς εἰς τὴν ἄβυσσον ἀπελθεῖν. Ἦν δὲ ἐκεῖ ἀγέλη χοίρων ἱκανῶν βοσκομένων ἐν τῷ ὄρει· καὶ παρεκάλουν αὐτὸν ἵνα ἐπιτρέψῃ αὐτοῖς εἰς ἐκείνους εἰσελθεῖν· καὶ ἐπέτρεψεν αὐτοῖς. Ἐξελθόντα δὲ τὰ δαιμόνια ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου εἰσῆλθον εἰς τοὺς χοίρους, καὶ ὥρμησεν ἡ ἀγέλη κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν λίμνην καὶ ἀπεπνίγη.
Ἰδόντες δὲ οἱ βόσκοντες τὸ γεγενημένον ἔφυγον, καὶ ἀπήγγειλαν εἰς τὴν πόλιν καὶ εἰς τοὺς ἀγρούς. Ἐξῆλθον δὲ ἰδεῖν τὸ γεγονός, καὶ ἦλθον πρὸς τὸν Ἰησοῦν καὶ εὗρον καθήμενον τὸν ἄνθρωπον, ἀφ᾿ οὗ τὰ δαιμόνια ἐξεληλύθει, ἱματισμένον καὶ σωφρονοῦντα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ, καὶ ἐφοβήθησαν. Ἀπήγγειλαν δὲ αὐτοῖς οἱ ἰδόντες πῶς ἐσώθη ὁ δαιμονισθείς. Καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν ἅπαν τὸ πλῆθος τῆς περιχώρου τῶν Γαδαρηνῶν ἀπελθεῖν ἀπ᾿ αὐτῶν, ὅτι φόβῳ μεγάλῳ συνείχοντο· αὐτὸς δὲ ἐμβὰς εἰς τὸ πλοῖον ὑπέστρεψεν.
Ἐδέετο δὲ αὐτοῦ ὁ ἀνήρ, ἀφ᾿ οὗ ἐξεληλύθει τὰ δαιμόνια, εἶναι σὺν αὐτῷ· ἀπέλυσε δὲ αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς λέγων· ὑπόστρεφε εἰς τὸν οἶκόν σου καὶ διηγοῦ ὅσα ἐποίησέ σοι ὁ Θεός. Καὶ ἀπῆλθε καθ᾿ ὅλην τὴν πόλιν κηρύσσων ὅσα ἐποίησεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς.