Καταβάλλεται δηλαδή προσπάθεια να επιβληθεί η άποψη ότι οι Έλληνες, μέσα στο γενικό χάος που επικρατούσε εκείνη την μακρά προεκλογική περίοδο στη χώρα, ψήφισαν με βάση τα 18, τα 8 ή δεν ξέρω πόσα σημεία προέβαλαν τα κόμματα ως μετεκλογικά προγράμματα.
Η αλήθεια, όμως, είναι πως το βασικό, το κορυφαίο ερώτημα με το οποίο πήγαμε στις εκλογές ήταν η παραμονή ή όχι στο ευρώ.
Εκεί έγινε η κόντρα.
Οι μεν έλεγαν πως ενδεχόμενη καταγγελία του μνημονίου και στάση πληρωμών, θα οδηγούσε σε διακοπή της χρηματοδότησης, έξοδο από το ευρώ και άτακτη χρεοκοπία.
Οι δε υποστήριζαν πως η στάση πληρωμών θα γινόταν για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και σε συνεννόηση με τους εταίρους.
Δεν είχαν, όμως, απάντηση στο ερώτημα τι θα γινόταν στην (βέβαιη) περίπτωση που οι δανειστές δεν δέχονταν τέτοιου είδους συνεννοήσεις.
Για την ακρίβεια, η απάντηση ήταν κάθε φορά διαφορετική και εντελώς ασαφής – δεν θα το κάνουν, θα διαλυθεί η ευρωζώνη, δεν τους συμφέρει, δεν υπάρχει νομική διαδικασία εκδίωξης από το ευρώ και τελικά… θα ζήσουμε μ’ αυτά που βγάζουμε!
Κοντολογίς αυτά για τα οποία δεν έπεισε τους ψηφοφόρους η μία πλευρά ήσαν πολύ περισσότερα από αυτά με τα οποία έπεισε η άλλη.
Γνώριζαν πολύ καλά πως τα πράγματα είναι πολύ άσχημα και πως τα μέτρα των 11,7 δις ευρώ ήσαν ήδη ψηφισμένα.
Συνειδητοποίησαν όμως πως, εδώ που φτάσαμε, μια έξοδος από την ευρωζώνη θα οδηγούσε σε πολύ πιο οδυνηρές καταστάσεις – εφιαλτικές, για την ακρίβεια – από αυτές που ζούμε σήμερα.
Μάλιστα, στα 18 σημεία που περιέλαβε η Νέα Δημοκρατία στο επικαιροποιημένο οικονομικό της πρόγραμμα, υπήρχε σαφής αναφορά (σημείο 9) στην περικοπή των 11,7 δις ευρώ για το 2012-2013, συνδέοντας την εφαρμογή του πακέτου που συζητούμε τώρα με την επέκταση της προθεσμίας μείωσης του ελλείμματος ως το 2016.
Επίσης, τα 18 εκείνα σημεία κατέστη σαφές ότι δεν αποτελούσαν προεκλογικές απόλυτες δεσμεύσεις, αλλά «πλαίσιο εντός του οποίου η ελληνική κυβέρνηση θα εκινείτο κατά την επαναδιαπραγμάτευση με την τρόικα».
Είχε επίσης γίνει αναφορά σε ένα τρίπτυχο: Ανάκαμψη της Οικονομίας, επαναδιαπραγμάτευση της οικονομικής πολιτικής και ασφάλεια.
Αυτές είναι οι τρεις κορυφαίες προϋποθέσεις, συνθήκες εκ των ων ουκ άνευ, για να καταστεί δυνατή η εφαρμογή όλων των άλλων.
Για παράδειγμα, το πρόβλημα της ασφάλειας έχει σαφώς οικονομική διάσταση: Όταν ένας συνταξιούχος ή ένας μισθωτός πέφτει θύμα διάρρηξης ή ληστείας και χάνει τη σύνταξή του ή τα λεφτά που έχει στο πορτοφόλι ή στο σπίτι του, τι σημασία έχει αν η σύνταξη ή ο μισθός είναι 500 ή επτακόσια ευρώ;
Αλλά ξαφνικά βρέθηκαν εκείνοι που διαφωνούν με την επιχείρηση καταπολέμησης της εγκληματικότητας δια της αντιμετώπισης του προβλήματος της λαθρομετανάστευσης.
Άλλο παράδειγμα είναι η υπόσχεση για «ρύθμιση των αλλεπάλληλων φορολογικών επιβαρύνσεων των επομένων μηνών».
Αν και πολύ θα το θέλαμε όλοι, δεν υπήρξε υπόσχεση για κατάργηση των φορολογικών επιβαρύνσεων. Και ήδη δόθηκε η δυνατότητα της καταβολής των ποσών αυτών σε επτά δόσεις.
Ένα τρίτο παράδειγμα, είναι η δέσμευση για «αποφασιστική προώθηση των αποκρατικοποιήσεων και πέρα από τις προβλέψεις της δανειακής σύμβασης».
Επομένως, όσοι ψήφισαν, γνώριζαν για ποιο λόγο ψήφιζαν.
Οι μεν γνωρίζοντας ότι έρχονται δύσκολες μέρες, αλλά με προσπάθεια παραμονής στο ευρώ.
Οι δε πιστεύοντας πως είναι δυνατόν μία δανειακή σύμβαση που υπεγράφη από μια νόμιμα εκλεγμένη κυβέρνηση, μπορούσε να καταργηθεί εν μια νυκτί χωρίς καμιά συνέπεια.
Αυτή τη στιγμή, δίνεται μάχη για να λυθεί μια δύσκολη εξίσωση: Παραμονή στο ευρώ με ταυτόχρονη έξοδο από το μνημόνιο δια της οικονομικής ανάκαμψης – και αποφεύγοντας όσο το δυνατόν περισσότερο κάποια από τα οδυνηρά μέτρα.
Αυτό υπερψηφίστηκε στις εκλογές.
Όλα τα υπόλοιπα είναι άνευ ουσίας.