Ως γνωστόν, το 2006, η τότε κυβέρνηση και ο αρμόδιος υπουργός Προκόπης Παυλόπουλος, ανταποκρίθηκε στο αίτημα που είχε υποβάλει τότε ο κ. Ρακιντζής και προχώρησε σε νομοθετική ρύθμιση που επέτρεπε στον Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης να μελετά ο ίδιος τις αποφάσεις των πειθαρχικών συμβουλίων και να ασκεί, όπου το θεωρούσε αναγκαίο, ενστάσεις.
Είχε διαπιστωθεί τότε εκτεταμένη ατιμωρησία, με τα πειθαρχικά συμβούλια των εργαζομένων να στέλνουν στο αρχείο το 86,8% των υποθέσεων (από τις 1.086 αποφάσεις που είχαν εκδοθεί μέσα στο 2005).
Επί κυβέρνησης Παπαδήμου, ψηφίστηκε νέος νόμος για τα πειθαρχικά συμβούλια – για ποιο λόγο, άραγε; - με τον οποίο αφαιρέθηκε από τον Επιθεωρητή η δυνατότητα ένστασης κατά αποφάσεων των πειθαρχικών συμβουλίων, ενώ καταργήθηκε και σειρά άλλων διατάξεων που διευκόλυναν την παρέμβαση της Δικαιοσύνης.
Τότε, υπουργός Επικρατείας ήταν ο πρώην δικαστής Γ. Σταυρόπουλος, τον οποίο ο πρώην υπουργός Γ. Ραγκούσης είχε ορίσει επικεφαλής της Επιτροπής που συνέταξε τον πειθαρχικό κώδικα των δημοσίων υπαλλήλων.
Με λίγα λόγια, η κυβέρνηση Παπαδήμου με τους 52 υπουργούς, της οποίας η θητεία συνέπεσε με την απόλυτη ακινησία της χώρας – τα επίχειρα της οποίας πληρώνουμε τώρα – λες και δεν είχε άλλη δουλειά να κάνει, εκεί που καθόταν αμέριμνη, έφτιαξε και έναν νόμο για το πειθαρχικό των δημοσίων υπαλλήλων και φρόντισε να επαναφέρει την κατάσταση στο προηγούμενο καθεστώς της ατιμωρησίας.
Το γεγονός, πέρασε σχεδόν απαρατήρητο. Οι δε διαμαρτυρίες Παυλόπουλου μέσα στη Βουλή εξελήφθησαν ως αντίδραση επειδή… του άλλαζαν τον νόμο που είχε ψηφίσει ο ίδιος!
Σύμφωνα με το νέο νόμο (που, βέβαια, δεν είναι για πέταμα) «όλες οι εκκρεμείς ενστάσεις του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης ενώπιον του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου, εξετάζονται από αυτό και εκδίδονται αποφάσεις».
Επομένως, ανώτατος κριτής είναι το δευτεροβάθμιο πειθαρχική – του οποίου η σύνθεση έχει πάντως αλλάξει, καθώς παλαιότερα υπήρχε το αίσχος να μετέχουν σ’ αυτά συνδικαλιστές!
Καταργήθηκαν επομένως, οι διατάξεις όσον αφορά στη δυνατότητα του Επιθεωρητή να ασκεί προσφυγές και ενστάσειςκατά των μονομελών και πολυμελών πειθαρχικών συμβουλίων και σε ό,τι αφορά την υποχρέωση που έχει ο εισαγγελέας ποινικής δίωξης να ενημερώνει το γενικό επιθεωρητή για τις περιπτώσεις που έχει ασκηθεί ποινική δίωξη εναντίον του υπαλλήλου.
Στο θέμα αναφέρθηκε τις προάλλες και ο κ. Ρακιντζής παρουσιάζοντας την έκθεσή του.
Όπως ενημερωθήκαμε, το 2011 κοινοποιήθηκαν στο Γραφείο του Γενικού Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης 1.900 υποθέσεις πειθαρχικών αποφάσεων σε πρώτο βαθμό. Από αυτές οι 1.245 αφορούσαν το στενό δημόσιο τομέα (δημόσιες υπηρεσίες, ΝΠΔΔ, ΟΤΑ α' και β' βαθμού) και οι 655 τον ευρύτερο δημόσιο τομέα (ΝΠΙΔ, δηλαδή δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμούς). Σε ποσοστό 9,8% (186 υποθέσεις) ο ΓΕΔΔ υπέβαλε ένσταση προκειμένου να κριθούν οι υποθέσεις εκ νέου από το ανώτερο πειθαρχικό όργανο, κυρίως λόγω υπερβολικά επιεικών ποινών.
Το 2011, ο Επιθεωρητής είχε τη δυνατότητα να προσφύγει στα δικαστήρια κατά τελεσίδικων αποφάσεων – κάτι που έπραξε σε 13 περιπτώσεις.
Η διαφθορά δεν είναι απλά ένα ζήτημα ηθικής. Σχετίζεται με την ίδια την οικονομία και την πορεία της, αφού, σύμφωνα με την Διεθνή Διαφάνεια, η δωροδοκία μπορεί να αυξήσει τις συνολικές δαπάνες επί των κρατικών προμηθειών έως και 25%, σύμφωνα με τη ΔΔ.
Η Παγκόσμια Τράπεζα αναφέρει ότι το κόστος της διαφθοράς ανέρχεται σε 1 τρισεκατομμύριο δολάρια κάθε χρόνο και ότι το σύνολο των χρημάτων που προέρχονται από διεφθαρμένες πρακτικές και ενέχουν δωροδοκία προς δημοσίους υπαλλήλους σε αναπτυσσόμενες και σε μεταβατικό στάδιο χώρες βρίσκεται μεταξύ 20 και 40 δισεκατομμυρίων το χρόνο.
Η Ελλάδα ανήκει στις χώρες που εμφανίζουν ελάχιστη ή μηδαμινή εφαρμογή των μέτρων κατά της διαφθοράς. Πρόκειται δηλαδή για πρόβλημα ουσίας, σχετιζόμενο με την οικονομική κρίση.
Πριν από έναν χρόνο, ο πρόεδρος της Ομάδας Κρατών κατά της Διαφθοράς του Συμβουλίου της Ευρώπης (GRECO), Ντράγκο Κος, παρουσιάζοντας στο Στρασβούργο τον απολογισμό δράσης για το 2010 – ενώ δηλαδή είχε ξεσπάσει η μεγάλη οικονομική κρίση – μίλησε για «υπαναχώρηση» των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων στον αγώνα για την καταπολέμηση της διαφθοράς.
Την ίδια περίοδο η απολογιστική έκθεση της Διεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων που παρουσιάστηκε χθες στη Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, έδειξε αύξηση σε ποσοστό 101% των καταγγελιών για διαφθορά στον δημόσιο τομέα.
Τον περασμένο Μάιο, ο Αυστριακός καθηγητής Φρίντριχ Σνάιντερ, παγκόσμια αυθεντία σε θέματα παραοικονομίας, από την Θεσσαλονίκη, όπου έλαβε μέρος σε διεθνές συνέδριο, μας ενημέρωσε ότι η παραοικονομία στην Ελλάδα βρισκόταν στο 24% του ΑΕΠ – παρά τις γνωστές κορώνες του κ. Παπανδρέου – και είχε παρουσιάσει δραματική αύξηση στο διάστημα 2010- 2011, κατατάσσοντας τη χώρα μας στην ίδια θέση με χώρες όπως η Κολομβία, το Ελ Σαλβαδόρ, το Μαρόκο, το Περού και η Ταϊλάνδη και σε χειρότερη από το Βανουάτου και τη Γκάμπια.
Μας είπε επίσης πως η παραοικονομία στη χώρα μας φθάνει τα 60 δις ευρώ, από τα οποία τα 40 προέρχονται καθαρά από παράνομες δραστηριότητες.
Είπε επίσης ότι αν πράτταμε τα σωστά, στο ελληνικό ΑΕΠ θα μπορούσαν να προστεθούν τουλάχιστον 20 δις ευρώ ετησίως.
Κατά τον Σνάιντερ, η Ελλάδα κατατάσσεται στην πρώτη δεκάδα των χωρών με τη μεγαλύτερη παραοικονομία, μεταξύ των 27 κρατών της Ε.Ε.
Και (άκουσον, άκουσον!), στη Γερμανία η παραοικονομία είναι ίση με το 13,3% του ΑΕΠ της!
Και να σκεφθεί κανείς πως κάποιοι μας παραδίδουν μαθήματα – και κάποιοι άλλοι έσπευσαν να συκοφαντήσουν τη χώρα σε δήθεν αδιάφθορους…
Και να σκεφθεί κανείς πως φτύνουμε αίμα για 11,5 δις ευρώ, όταν χάνουμε 60 το χρόνο…