Ρωτώ, διότι μεγάλος θόρυβος προκλήθηκε ένθεν κακείθεν γύρω από τον αποκλεισμό από τους Ολυμπιακούς Αγώνες αθλήτριας που διασκέδασε με έναν εξυπνακισμό ρατσιστικού περιεχομένου και μετά τον αναπαρήγαγε δια της ιδίας γελοίας οδού.
Δηλαδή, αν δεν υπήρχαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες - των οποίων η Ελλάς είναι πράγματι θεματοφύλακας, αλλά μόνο σε θεωρητικό επίπεδο, διότι στους Αγώνες του 2004 η μίζα πήγε σύννεφο, ενώ δεν προλαβαίναμε να μετράμε «ντόπες» – δεν θα ενοχλούσε κανέναν το συγκεκριμένο σχόλιο;
Θέλω να πω, δεν βρίσκουμε κανέναν λόγο να ενοχληθούμε από όλες τις ανοησίες, τους προπηλακισμούς, τις αγραμματοσύνες, τα ανελλήνιστα σχόλια, τις ανιστόρητες επισημάνσεις, τις ύβρεις, τις προσωπικές επιθέσεις, αυτό το απίστευτο διαδικτυακό bullying που διεξάγεται καθημερινά και εκπαιδεύει εκατομμύρια (στην Ελλάδα) και δισεκατομμύρια (στον κόσμο) ανθρώπους στον πιο επικίνδυνο τρόπο σκέψης;
Δεν βρίσκουμε κανέναν λόγο να ενοχληθούμε για το γεγονός ότι με τέτοιου είδους αμερικανιές το διαδίκτυο έχει μετατραπεί σε ένα απέραντο χαμαιτυπείο;
Όλη μέρα βρίζονται ως μαουνιέρηδες οι Έλληνες, παριστάνοντας ότι επικοινωνούν μέσα από τα λεγόμενα κοινωνικά δίκτυα.
Αντί να ανοίξουν ένα βιβλίο, να πάνε μια βόλτα, να μιλήσουν στο τηλέφωνο με έναν φίλο, να πάνε για καφέ με την παρέα τους, να επικοινωνήσουν πραγματικά, κάθονται μπροστά στον υπολογιστή με τις ώρες ή στραβώνονται πάνω από το κινητό τους και βρίζονται με αγνώστους που ούτε ξέρουν από πού κρατάει η σκούφια τους.
Και πού βρίσκεται το δικαίωμα στην ελευθερία της γνώμης;
Δεν προλαβαίνει κάποιος να πει μια άποψη και νάτος από κάτω ο επόμενος που περίπου του απαντά πως «δεν δικαιούται δια να ομιλεί», διότι είναι απατεώνας, προδότης, τσιράκι του τάδε πολιτικού, σίχαμα της κοινωνίας!
Φτωχά επιχειρήματα – τα οποία αναγκαστικά «διανθίζονται» με διάφορες αθυροστομίες – μικρονοϊκές συμπεριφορές, μισαλλόδοξες επιθέσεις από το πουθενά: Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν εξελιχθεί σε βήμα μίσους, ανθρωποφαγίας και απαξίωσης των πάντων.
Λες και ξαφνικά άνοιξε μια πόρτα και δόθηκε διέξοδος στα πιο ταπεινά ένστικτα, απελευθερώθηκαν οι πιο ποταπές σκέψεις, ξεχύθηκαν ποταμοί δηλητηρίου.
Το διαδίκτυο είναι χωρίς αμφιβολία ένα επαναστατικό μέσο διάδοσης των πληροφοριών και των ιδεών, αλλά τελικά πόσες από τις πληροφορίες αυτές είναι ελεγμένες και διασταυρωμένες;
Δίνει την ευκαιρία – όπως και η τηλεόραση – σε εκατομμύρια, σε δισεκατομμύρια ανθρώπους να πληροφορούνται την ίδια είδηση, την ίδια στιγμή και σε χρόνο παράλληλο με τον πραγματικό.
Αλλά πόσες από αυτές τις πληροφορίες είναι πραγματικά χρήσιμες για τη ζωή των ανθρώπων;
Πόσες από αυτές τις (δισεκατομμύρια) πληροφορίες μπορούν να βελτιώσουν τη ζωή των ανθρώπων;
Οι περισσότερες είναι άχρηστες, σκέτα κουτσομπολιά, ψευδοειδήσεις για ψευδογεγονότα, εργαλεία παραπληροφόρησης, που μέσα από την επιλεκτική και την εναλλακτική ενημέρωση, χρησιμεύουν στο να κρύβουν τις πραγματικές ειδήσεις.
Στον προπερασμένο αιώνα, οι ειδήσεις έφθαναν στους ανθρώπους με καθυστέρηση, με αποτέλεσμα στη διαδρομή να χάνονται οι άχρηστες, αυτές που δεν αντέχουν στα μεγάλα και δύσκολα ταξίδια της επιβεβαίωσης.
Αναπαρήγαγε, λοιπόν, το ρατσιστικό σχόλιο η αθλήτρια και όλοι – είτε συμφωνούν, είτε όχι με τον αποκλεισμό της από τους Αγώνες – συμφώνησαν ότι επρόκειτο για μια νεανική ανοησία.
Και, ως γνωστόν, οι ανοησίες γίνονται για να συγχωρούνται – σε όλες τις περιπτώσεις, εκτός από τους Ολυμπιακούς.
Η ουσία, όμως, βρίσκεται σ’ αυτή καθαυτή την ανοησία. Και στην εκπαίδευση στην ανοησία.
Η σύντροφος του Ολάντ, έγραψε στο twitter, πως στο μέλλον θα στριφογυρίζει επτά φορές τα δάχτυλά της πριν χρησιμοποιήσει τον προσωπικό της λογαριασμό.
Ενδεχομένως, το ίδιο θα κάνει από εδώ και πέρα και η τιμωρημένη αθλήτρια.
Τι θα γίνει, όμως, με όλους τους άλλους συνομηλίκους της πρώτης και της δεύτερης «παραβάτου»;
Αυτοί δεν έχουν ψυχή, δεν πρέπει να προστατευτούν; Δεν πρέπει να μάθουν κι' αυτοί να «στριφογυρνάνε τα δάχτυλά τους»;
Πρέπει να συνεχίσουν να βλέπουν τα περίφημα μέσα κοινωνικής δικτύωσης – που τελικά σε απομόνωση οδηγούν – ως τρόπο εκτόνωσης και εγκληματικής απώλειας χρόνου;
Αν δηλαδή δεν επρόκειτο να λάβει μέρος στους Ολυμπιακούς Αγώνες, η συγκεκριμένη αθλήτρια μπορούσε, ως άτομο, να λέει και να γράφει ό,τι θέλει;
Οπότε, δηλαδή, όλοι οι άλλοι μπορούν να συνεχίσουν να βρίζονται με την άνεσή τους – αφού δεν πρόκειται να πάνε στους… Ολυμπιακούς;
Ο μυωπικός τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίστηκε το θέμα – μια νεανική βλακεία, κόβονται τα όνειρα μιας αθλήτριας, η Ελλάδα μπορεί να χάσει ένα μετάλλιο – δείχνει πόσο αποσπασματικοί έχουμε καταντήσει, πόσο έχουμε εκπαιδευτεί να βλέπουμε το δένδρο και να χάνουμε το δάσος.
Και με συγχωρείτε, αλλά - αν ξεχάσουμε τους Ολυμπιακούς - μπορούμε να πούμε πως όλα αυτά είναι φυσιολογικά;
Είναι φυσιολογικά όλα αυτά τα σεξιστικά σχόλια που καθημερινά αναπαράγονται;
Και, επιτέλους, ο ρατσισμός όσον αφορά στη φυλή και στο χρώμα είναι χειρότερος από τον ηλικιακό ρατσισμό, για παράδειγμα;
Μήπως θυμάστε τι έγινε κατά την προεκλογική περίοδο;
Μήπως θυμάστε πόσες φορές αναπαρήχθη η εξυπνάδα «κλείστε τους ηλικιωμένους στο σπίτι για να μην πάνε να ψηφίσουν» - μπας και πάνε στις κάλπες μόνο οι νεώτεροι και… εξυπνότεροι (προφανώς και ωριμότεροι) για να αποφασίσουν αυτοί για λογαριασμό των μεγαλυτέρων;
Αυτό δεν ήταν ρατσισμός; Τι ήταν; Σκέτη εξυπνάδα ή σκέτη ανοησία – διαλέγετε και παίρνετε;
Κατά το προσφιλές εθνικό σπορ του διχασμού, ο αποκλεισμός της αθλήτριας χώρισε και πάλι την Ελλάδα στα δύο – σ’ αυτούς που συμφωνούν και σ’ αυτούς που διαφωνούν.
Όπως συμβαίνει πάντα στους εμφυλίους, κανένα από τα δύο στρατόπεδα δεν βλέπει πέρα από τη μύτη του.
Και επομένως δεν υπάρχει ελπίδα να δούμε το πραγματικό πρόβλημα.
Με αποτέλεσμα και τα δύο στρατόπεδα να βλάπτουν το ίδιο:
Όσοι πιστεύουν ότι δεν ήταν παρά μια ανοησία, ουσιαστικά δίνουν άφεση αμαρτιών σε όλες τις «ανοησίες» και ανάβουν το πράσινο φως για να συνεχίζονται και μάλιστα να φουντώνουν.
Όσοι πιστεύουν ότι επρόκειτο για – έστω και ακούσια – εκδήλωση ρατσισμού, θεωρούν ότι «καθάρισαν» με την τιμωρία, έπραξαν το καθήκον τους απέναντι στην ανάγκη για σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της αξίας του ανθρώπου και κλείνουν τα μάτια μπροστά σε όλες τις άλλες εκδηλώσεις ρατσισμού και απαξίας.
Φυσικά, ούτε οι μεν ούτε οι δε ανησυχούν για το γεγονός ότι εκατομμύρια Έλληνες χάνουν πολύτιμο χρόνο από την (ούτως ή άλλως περιορισμένης διάρκειας) ζωή τους βουτηγμένοι μέσα σε ένα δηλητηριώδες μίσος.
Ούτε που τους περνά από το μυαλό πως μια αθλήτρια που προετοιμάζεται για τους Ολυμπιακούς έπρεπε να έχει αλλού το μυαλό της και να βρίσκει άλλες, πιο υγιεινές, διεξόδους για να εκτονώνει το άγχος της.
Ούτε που τους περνά από το μυαλό πως ένας νέος, ένας επιστήμονας, ένας υπάλληλος, ένας εργάτης, ένας μαθητής, ένας φοιτητής, ένας συνταξιούχος, δεν επιτρέπεται να εθίζεται στη βλακεία, η οποία άλλωστε είναι μεταδοτική και ανίκητη.
Με λίγα λόγια, είναι άλλης τάξεως ζήτημα αν τιμωρήθηκε ή όχι η αθλήτρια, αν έπρεπε ή όχι να τιμωρηθεί, αν οι (λεγόμενοι) «Αθάνατοι» είναι ή όχι διεφθαρμένοι, αν μεγαλύτερη αξία έχουν τα μετάλλια ή οι ντόπες ή τίνος το αίμα ρουφάει το κουνούπι του Δυτικού Νείλου.
Προς το παρόν, αυτό που μας ρουφάει το αίμα είναι η αθώωση της ανοησίας και η δειλία της ανωνυμίας, που επιτρέπει κάθε είδους ασυδοσία.
Υ.Γ.1 Ακριβώς την ημέρα που ξέσπασε ο «πόλεμος του (βλακώδους) τιτιβίσματος», πληροφορηθήκαμε πως στο ΜΙΤ ανέπτυξαν έναν αλγόριθμο που θα εντοπίζει άμεσα περιπτώσεις online bullying στα κοινωνικά δίκτυα, με σκοπό να αποτρέπει ηλεκτρονικές επιθέσεις εκφοβισμού, που πολλές φορές οδηγούν τα θύματά τους σε αυτοκτονία. Όπως καταλάβατε, πρώτα βρίσκουν το δηλητήριο και μετά το αντίδοτο…
Αλλά για την βλακεία αντίδοτο δεν πρόκειται να βρουν ποτέ εκεί στο ΜΙΤ. Ως γνωστόν, η αποβλάκωση είναι το πιο χρήσιμο όπλο.
Υ.Γ.2 Δεν ξέρω ποια γεύση αίματος προτιμούν τα κουνούπια του Δυτικού Νείλου, είμαι σίγουρη όμως πως στο twitter αρέσει η γεύση του μυαλού. Και το ρουφάει με το καλαμάκι…