Δευτέρα 28 Φεβρουαρίου 2011

Συνέντευξη με τον συγγραφέα Γιάννη Ατζακά



Συνέντευξη στον Ελπιδοφόρο Ιντζέμπελη

Ο Γιάννης Ατζακάς γεννήθηκε στον Θεολόγο της Θάσου. Αποφοίτησε από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και εργάστηκε στην ιδιωτική και στη δημόσια Μέση Εκπαίδευση. Το «Κάτω από τις οπλές», εκδόσεις ΑΓΡΑ είναι το τρίτο του πεζογράφημα , μετά τη διλογία «Διπλωμένα φτερά» και «Θολός Βυθός». Το δεύτερο βιβλίο του «Θολός Βυθός» τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος,2009.



Ερ: Μιλήστε μας για το μυθιστόρημά σας που κυκλοφορεί με τον τίτλο «Κάτω από τις οπλές», εκδόσεις ΑΓΡΑ

Απ: Αν και οι αυστηρές κατατάξεις δεν έχουν και μεγάλη σημασία, θα χαρακτήριζα το “Κάτω από τις οπλές” περισσότερο ως ένα εκτενές και πολύτροπο πεζογράφημα, ακόμη και ως μια πολιτική νουβέλα.Ο αφηγητής της ιστορίας, ο απόμαχος πια ηθοποιός Χάρης Φωτίου, σαράντα ολόκληρα χρόνια μετά από τον φοβερό εκείνο χειμώνα του 1968, αποφασίζει να καταγράψει τις σκληρές δοκιμασίες του “εν όπλοις και εν οπλαίς κτηνών” συντρόφου του Άλκη Πολίτη στο πειθαρχικό τάγμα ημιονηγών του Κολινδρού. Στην αφήγησή του εγκιβωτίζεται και η διήγηση του φίλου του για τις προετοιμασίες και την εγκαθίδρυση της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Η νυχτερινή θέα της Θεσσαλονίκης από τους πρόποδες των Πιερίων οδηγεί τη διήγηση σε μιαν αντιστροφική παρώδηση του “Αγγελιάσματος”, της διάσημης νουβέλας του Βασίλη Βασιλικού. Το άρωμα ενός έρωτα επικαλύπτει τη βαριά φασιστική αποφορά εκείνων των ημερών, ενώ από βαθύτερα ακόμη αναδύεται η αίσθηση των χαμένων θυσιών και των ματαιωμένων ονείρων.

Ερ: Πώς ξεκίνησε η ιδέα της μυθοπλασίας του μυθιστορήματός σας;

Απ: Δεν πρόκειται ακριβώς για μυθοπλασία. Αισθάνομαι βαθύ σεβασμό για τους συγγραφείς που καταφεύγουν στη μυθοπλασία, για τις επινοήσεις των χαρακτήρων, της δράσης και της πλοκής. Ο δικός μου τρόπος όμως βασίζεται στη μυθοποίηση μιας μυθικής με τις τροπές της ζωής, στην ανύψωση μιας βιωμένης πραγματικότητας στη σφαίρα της λογοτεχνίας. Τα πρόσωπα, οι τόποι, οι χρόνοι, τα γεγονότα είναι όλα πραγματικά• τα αποσπάσματα των ημερολογίων, τα δύο ποιήματα, η επιστολή του Παναγιώτη Κονδύλη είναι όλα αυθεντικά. Για λόγους αφηγηματικής οικονομίας, επινοήθηκε μόνον η παραχώρηση των ημερολογίων του Άλκη Πολίτη, πριν από την οριστική έξοδό του από τη χώρα στις αρχές της μεταπολίτευσης.
Η αρχική ιδέα να γράψω αυτή την “ταπεινή μπαλάντα” των ημιονηγών της δικτατορίας -αυτών που ως σήμερα δεν βρήκαν ποτέ τον καιρό ή δεν θέλησαν ποτέ να μιλήσουν- ανήκει στον φίλο δημοσιογράφο και συγγραφέα Χρίστο Ζαφείρη.

Ερ: Η καταγραφή των σημαντικότερων γεγονότων από τον ηθοποιό Χάρη δείχνει την αληθινή εικόνα ή τα γεγονότα ήταν χειρότερα από τις μαρτυρίες των ημερολογίων του;

Απ: Τίποτα δεν μπορεί να αποδώσει με πιστότητα τις ζοφερές μέρες των “χαρακτηρισμένων” στρατιωτών στη διάρκεια της δικτατορίας. Η πολιτική καταδίωξη, οι δοκιμασίες, οι ταπεινώσεις διέφεραν μόνον κατά τον βαθμό κτηνωδίας των διοικητών, των αξιωματικών και των υπαξιωματικών των μονάδων τους. Η γραφή των ημερολογίων είναι σκοπίμως κρυπτική και εξόχως λυρική και συμβολική. Δεν αποτυπώνονται, έτσι, για λόγους ασφαλείας του συντάκτη τους, τα κρίσιμα γεγονότα, αλλά μόνον ο απόηχός τους, ούτε καταγράφονται οι απορρέουσες κρίσεις και απόψεις, αλλά μόνον η συναισθηματική τους απήχηση.

ΕΡ: Το σπουδαιότερο γεγονός μέσα στο μυθιστόρημα είναι η αντίσταση των απλών φαντάρων στην άδικη μεταχείριση ή συμπεριφορά στη μονάδα τους. Αν οι φωνές ήταν περισσότερες τι θα συνέβαινε;

Απ: Δεν πρόκειται για απλούς φαντάρους, αλλά για στρατιώτες που το οικογενειακό ιστορικό τους, αλλά και η δική τους δημοκρατική δράση ως πολιτών είχε χαρακτηριστεί ως επικίνδυνη για τη “δημοσίαν ασφάλειαν”. Η θητεία στις ειδικότητες των σκαπανέων και των ημιονηγών -των μουλαράδων για να μας καταλαβαίνουν και οι νεότεροι- είχε περισσότερο το χαρακτήρα ποινής και απέβλεπε στον ηθικό φρονηματισμό και την αποκήρυξη των πολιτικών ιδεών τους. Τα σώματα του Βασιλικού Ναυτικού, της Βασιλικής Αεροπορίας, οι επίλεκτες μονάδες του Στρατού Ξηράς (τεθωρακισμένα, πυροβολικό, Λ.Ο.Κ. κ.ά.) ήταν επανδρωμένα αποκλειστικά από “εθνικόφρονες” και, στην καλύτερη περίπτωση, από ουδέτερους ή αδιάφορους στρατιώτες. Από το μονοκομματικό στράτευμα της μετεμφυλιακής Ελλάδας μόνο πραξικοπήματα και αντιπραξικοπήματα μπορούσαν να προέλθουν (21 Απριλίου 1967, 13 Δεκεμβρίου 1967, Νοέμβριος 1973, Ιούλιος 1974). Η εξέγερση κατά της δικτατορίας μόνο από το λαό μπορούσε να προκύψει, όπως και έγινε τον Νοέμβριο του 1973.

Ερ: Το μυθιστόρημά σας «Κάτω από τις οπλές » είναι το τρίτο. Με το δεύτερο «Ο θολός βυθός» βραβευτήκατε με το κρατικό βραβείο. Πώς εξηγείται το φαινόμενο να είσαστε τόσο παραγωγικός μέσα σ’ αυτή την τριετία;

Απ: Πράγματι τα τρία βιβλία μου “Διπλωμένα φτερά” (2007), “Θολός βυθός” (2008) και “Κάτω από τις οπλές” (2010) γράφτηκαν και αμέσως δημοσιεύτηκαν στη διάρκεια μιας μόνο τριετίας. Πρέπει όμως να ομολογήσω πως ο “ιός της γραφής” με είχε προσβάλει σοβαρά από τα πρώτα νεανικά μου χρόνια• και το μεγάλο διάστημα που μεσολαβεί ανάμεσα στις δύο εποχές, της εφηβείας και της ωριμότητας, ίσως να υπήρξε χρόνος περισσυλογής και προετοιμασίας, αλλά και περίοδος δισταγμών και αμφιβολιών. Άλλωστε, πάντα υπάρχουν ένα σωρό εμπόδια και αναστολές που μπορούν να αναβάλουν τη συγγραφή, ακόμη και να τη ματαιώσουν. Πρέπει και για το γράψιμο να έλθει “το πλήρωμα του χρόνου”. Άλλωστε, στη λογοτεχνία δεν είναι η επικαιρότητα που έχει σημασία, αλλά η διάρκεια, ενώ η ποιότητα, εφόσον ο συγγραφέας την κατακτήσει, είναι πάντα επίκαιρη.

Ερ: Τι είναι αυτό που σας αρέσει από την ελληνική λογοτεχνία;

Απ: Οι προσωπικές προτιμήσεις μου είναι σταθερά στραμμένες στα “βιωματικά” κείμενα, που η γραφή τους υπόκειται στους τρόπους και τις αξιώσεις του έντεχνου λόγου. Εκείνο που θεωρώ καθοριστικό είναι η καθαρότητα στη σύλληψη και τη σύνθεση του θέματος, η απλότητα της τεχνικής, η στέρεη δόμηση, η απέριττη και στο έπακρον επεξεργασμένη γλώσσα. Δείγματά τους η ελληνική λογοτεχνία διαθέτει άπειρα, και γι’ αυτό θα αποφύγω να τα αναφέρω από φόβο μήπως με την παράλειψη αδικήσω κάποιους.

Ερ: Γνωρίζετε την Άρτα; Την έχετε επισκεφτεί και ποιες είναι οι εντυπώσεις σας;

Απ: Με βάζετε στον πειρασμό να απαντήσω με μια γνωστή “ατάκα” από τον ελληνικό κινηματογράφο: “Δεν Αρτ-ίστηκα” ακόμη! Ελπίζω η γνωριμία μου αυτή με το κοινό της πόλης σας να “στοιχειώσει” το γεφύρι που μια μέρα θα με φέρει στην Άρτα.