Μια νέα μελέτη εγείρει ανησυχίες για το ενδεχόμενο οι λύκοι του Τσερνομπίλ να μεταδώσουν μεταλλάξεις που
προκαλούνται από την ακτινοβολία, σε άλλους ευρωπαϊκούς πληθυσμούς λύκων.
προκαλούνται από την ακτινοβολία, σε άλλους ευρωπαϊκούς πληθυσμούς λύκων.
Τα άγρια ζώα έχουν ελεύθερη εμβέλεια κινήσεων γύρω από το πυρηνικό εργοστάσιο του Τσερνομπίλ της Βόρειας Ουκρανίας, τον τόπο του χειρότερου πυρηνικού ατυχήματος στον κόσμο, το οποίο εξάπλωσε την ακτινοβολία σε όλη την περιοχή το 1986.
Μελέτες έχουν υποδείξει ότι σημαντικοί πληθυσμοί ευρωπαϊκών γκρίζων λύκων και άλλων μεγάλων πλασμάτων ζουν στη ζώνη αποκλεισμού του Τσερνομπίλ, στον τόπο όπου οι άνθρωποι απαγορεύεται πλέον να ζήσουν.
Τα ζώα δεν είναι απαλλαγμένα από ακτινοβολία και τις επιπτώσεις στην υγεία τους και αποτελούν έναν αμφιλεγόμενο τομέα έρευνας.
Πολλά ερωτήματα παραμένουν σχετικά με το βαθμό στον οποίο η ακτινοβολία προκαλεί μεταλλάξεις σε διάφορα είδη και αν αυτά μπορούν να εξαπλωθούν εκτός της ζώνης.
Σε μια πρόσφατη μελέτη, οι ερευνητές παρακολούθησαν 13 λύκους χρησιμοποιώντας κολάρα που μπορούσαν να μετρήσουν την ακτινοβολία και διαπίστωσαν ότι, όχι απροσδόκητα, τα ζώα συγκέντρωναν περισσότερη ακτινοβολία όταν ταξίδευαν μέσω πιο μολυσμένων περιοχών.
Ωστόσο, μια παρατήρηση στη μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο European Journal of Wildlife Research, αναφέρει πως ένας νεαρός αρσενικός λύκος που ζούσε στην περιοχή έκανε ένα ταξίδι μήκους 250 μιλίων αρχικά κατευθυνόμενος ανατολικά στη Λευκορωσία, στη συνέχεια στην Ουκρανία και τελικά στη Ρωσία.
Αυτή είναι η πρώτη μεγάλη μετανάστευση από τη ζώνη αποκλεισμού του Τσερνομπίλ, λέει ο επικεφαλής της μελέτης Jim Beasley, οικολόγος άγριας ζωής στο Πανεπιστήμιο της Γεωργίας στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Οι νεαροί αρσενικοί λύκοι είναι γνωστό ότι ταξιδεύουν μεγάλες αποστάσεις αναζητώντας συντρόφους.
«Γνωρίζουμε ότι ο πληθυσμός λύκων στη ζώνη αποκλεισμού του Τσερνομπίλ είναι μεγάλος», λέει στο National Geographic ο συγγραφέας της μελέτης Michael Byrne, ο οποίος μελετά την κίνηση των ζώων και την οικολογία στο Πανεπιστήμιο του Μισσούρι.
Αυτό το ταξίδι εγείρει το ερώτημα εάν τα ζώα θα μπορούσαν να μεταδώσουν μεταλλάξεις σε πληθυσμούς λύκων έξω από την περιοχή, προσθέτει.
Μελέτες σε άλλα ζώα – κυρίως μικρότερα όπως τα πουλιά, τα τρωκτικά και τα έντομα – δείχνουν ότι η ακτινοβολία του Τσερνομπίλ μπορεί να προκαλέσει μεταλλάξεις και επιπτώσεις στην υγεία, λέει ο Tim Mousseau, βιολόγος στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καρολίνας.
Έρευνες έχουν δείξει επίσης πως πλάσματα, όπως τα χελιδόνια μπορούν να μεταφερθούν στην επόμενη γενιά τις μεταλλάξεις αυτές.
Αυτά τα μικρότερα ζώα έχουν επίσης τη δυνατότητα να διαδώσουν ραδιενεργές μολυσματικές ουσίες στο περιβάλλον μέσω των μετακινήσεων τους. Αλλά, μέχρι στιγμής, η εικόνα είναι λιγότερο ξεκάθαρη στους λύκους.
Σε άλλα μικρότερα ζώα στην περιοχή, η έκθεση στην ακτινοβολία συσχετίστηκε με όγκους, προβλήματα όρασης, μικρότερο εγκέφαλο και ορισμένες αναπτυξιακές ανωμαλίες.
Ο Anders Møller, ένας επιστήμονας στο πανεπιστήμιο του Παρισιού, υποστηρίζει όμως ότι, καθώς οι περισσότερες μεταλλάξεις είναι επιβλαβείς, είναι απίθανο για έναν λύκο ικανό να κινηθεί τόσο μακριά να έχει επηρεαστεί σημαντικά από την ακτινοβολία.
Αντ ‘αυτού, η μελέτη του Møller δείχνει ότι οι περιοχές με υψηλά επίπεδα ακτινοβολίας έχουν χαμηλό πληθυσμό άγριας πανίδας και, επομένως, τα ζώα που επιβιώνουν στις περιοχές αυτές μπορεί να υποστούν γενετικές βλάβες. Αλλά αμφισβητεί πως μπορεί να υπάρχει κίνδυνος εξάπλωσης.
Μια επιστημονική διαμάχη, αφορά τον βαθμό στον οποίο η περιοχή του Τσερνομπίλ χρησιμεύει ως τόπος όπου οι πληθυσμοί αναπτύσσονται ή αν τελικά μειώνονται.
Ο Byrne και οι συνάδελφοί του υπονοούν ότι η περιοχή μπορεί να αποτελέσει πηγή ανάπτυξης του πληθυσμού για τους λύκους και πως αυτό θα σήμαινε ότι οποιαδήποτε γενετική βλάβη που προκαλείται από ακτινοβολία θα μπορούσε να εξαπλωθεί σε άλλους πληθυσμούς λύκων.
Οι συγγραφείς τονίζουν ότι πρέπει να γίνουν περισσότερες μελέτες για να απαντηθούν τα ερωτήματα που τέθηκαν στην έρευνα.
«Δεν θέλω να πω ότι τα ζώα από το Τσερνομπίλ μολύνουν τον κόσμο», λέει ο Byrne. «Αλλά εάν υπάρχουν οποιεσδήποτε μορφές μεταλλάξεων που θα μπορούσαν να μεταφερθούν, είναι κάτι που θα πρέπει να εξετάσουμε και ν το γνωρίζουμε».
Πηγή: www.lifo.gr