Τρίτη 24 Οκτωβρίου 2017

6ο μέρος σειράς άρθρων Αντώνη Ζαρκανέλα - ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΣΟΛΑΚΟΓΛΟΥ - ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ (1941)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Η ΠΡΩΤΗ ΚΑΤΟΧΙΚΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΣΟΛΑΚΟΓΛΟΥ – ΟΙ ΠΡΩΤΕΣ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΛΑΟΥ ΚΛΠ. (6)
                                                                                                                                                                        Αντώνη Ι. Ζαρκανέλα
π. Γενικού Διευθυντή Ανάπτυξης
της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης
.


Περίληψη Προηγούμενου: Ενώ οι αστοί πολιτικοί «ονειροπολούσαν» για το μέλλον τους, το ΚΚΕ προσπαθούσε να κτίσει το παρόν εκμεταλλευόμενο την επιθυμία του Έλληνα να κάνει κάτι δημιουργώντας ταυτόχρονα και το ΕΑΜ. Σ’ αυτή την οργάνωση καλούσε όλους να συμμετάσχουν χωρίς αποκλεισμούς –βασιλικούς, τεταρτο-Αυγουστιανούς, προκαλώντας τους παλαιοκομματικούς. Οι Στρατιωτικοί περίμεναν εντολές είτε από την Κυβέρνηση στο Κάιρο είτε από του πολιτικούς στην Αθήνα. Όμως, η εξόριστη Κυβέρνηση οι πολιτικοί της Αθήνας όσο και οι Στρατιωτικοί είχαν επιφυλάξεις για τον ένοπλο αγώνα. Τελικά, κάποιοι Αξιωματικοί βρέθηκαν, αντικειμενικά, να ανήκουν σε διάφορες ομάδες ως αποτέλεσμα της διαίρεσης σε Βενιζελικούς και Βασιλικούς, σε μόνιμους αλλά και σε απότακτους που είχαν επιστρέψει στην υπηρεσία για τον Πόλεμο καθώς και σε απότακτους που δεν είχαν επιστρέψει.  Οι μόνοι που έμειναν στην Ελλάδα και ασχολήθηκαν με την Αντίσταση ήταν κατά βάση οι απότακτοι που δεν είχαν ανακληθεί στην υπηρεσία και ήταν εθισμένοι στον «συνομωτισμό».

ΟΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟΙ (Συνέχεια)

Σε κάθε περίπτωση, μετά την κατάληψη της χώρας από τον κατακτητή, στην Ελλάδα υπήρχαν κατά βάση δύο κατηγορίες «υπηρετούντων» αξιωματικών: Απ’ τη μια πλευρά ήταν οι περίπου 4.500 «μόνιμοι» που υπηρετούσαν στον στρατό κατά την έναρξη του πολέμου και είτε είχαν ταυτιστεί με την τότε κυβέρνηση και τον βασιλιά είτε ήταν πολιτικά ουδέτεροι, ενώ απ’ την άλλη πλευρά ήταν οι «έφεδροι εκ μονίμων», απότακτοι «δημοκρατικοί» - αντιβασιλικοί, οι οποίοι αριθμούσαν περί τους 3.000 και είχαν ανακληθεί από την κυβέρνηση στην υπηρεσία για τον πόλεμο του ‘40. Περίπου 1.500 από τους απότακτους δεν είχαν κληθεί στην υπηρεσία, διότι δεν ενέπνεαν εμπιστοσύνη στο καθεστώς Μεταξά.
Το σύνολο των «υπηρετησάντων» κατά τον πόλεμο Αξιωματικών, μετά την κατάληψη της χώρας, θεωρούσαν ότι τελούσαν εν υπηρεσία υπό τις διαταγές της εξόριστης κυβέρνησης καθώς αυτή ποτέ δεν εξέδωσε διαταγή παράδοσης και επομένως ήταν στην υπηρεσία και εν αναμονή εντολών της. Πολλοί από τους μόνιμους, τους «συντηρητικούς» αξιωματικούς που ήταν επιφυλακτικοί  στη δημιουργία αντάρτικου, βοήθησαν στον συμμαχικό αγώνα με τη δημιουργία δικτύων συλλογής και μεταφοράς πληροφοριών στο Στρατηγείο Μέσης Ανατολής (ΣΜΑ), με σκοπό τη διαφυγή αξιωματικών στο Κάιρο. Η πλευρά αυτή των «μονίμων» αξιωματικών, προκειμένου να λαμβάνει οδηγίες, αποκατέστησε επαφή με την Ελληνική κυβέρνηση ενώ οι «μόνιμοι εξ εφέδρων» και οι απότακτοι άρχισαν επαφές μέσω των βρετανικών μυστικών υπηρεσιών.
Σε κάθε περίπτωση, τα πιο δυναμικά στελέχη των απότακτων που δεν συμμετείχαν στον πόλεμο και είχαν, ούτως ή άλλως, συσσωρευμένη συνωμοτική πείρα, προτίμησαν να παραμείνουν στην Αθήνα και να ετοιμάσουν ένοπλες μονάδες αντάρτικου στο βουνό, όπως ήταν ο Ζέρβας (ΕΔΕΣ), ο Ψαρρός (ΕΚΚΑ), ο Σαράφης, ο Μπακιρτζής κλπ., ενώ άλλοι έφυγαν προς τη Μέση Ανατολή. Αυτή βέβαια η τάση φυγής προς το Κάιρο οδήγησε στη δημιουργία ενός άλλου προβλήματος με πολλές και σύνθετες πτυχές, με αποτέλεσμα να διαταραχθεί δραματικά η αριθμητική σχέση Αξιωματικών/Οπλιτών και τελικά οι πλεονάζοντες Αξιωματικοί, ως «αποκατεστημένοι αργόμισθοι».. «να υποαπασχολούνται.. να αδρανούν… να εποφθαλμιούν τους συναδέλφους τους σε μάχιμες ή επιτελικές θέσεις.. να τους διαβάλλουν ως ανεπαρκείς επαγγελματικά.. εκθειάζοντας τη δική τους αξία…» με συνέπεια, όταν η κατάσταση έγινε εκρηκτική, να συγκροτηθεί τον Αύγουστο του ΄42 ο Ιερός Λόχος, που απαρτίζονταν μόνον από Αξιωματικούς που συμμετείχαν εθελοντικά ως απλοί οπλίτες   (ΚΑΤΣΙΚΩΣΤΑΣ, Δ., 2015, σελ. 60).
Το καλοκαίρι του ΄41, οι Ελληνικές Ένοπλες Μονάδες στη Μέση Ανατολή  αριθμούσαν περί τους 250 μάχιμους αξιωματικούς και 5.500 οπλίτες που ακολούθησαν την κυβέρνηση στην εξορία και συμπεριλάμβαναν και το ήδη υπάρχον τάγμα των εφέδρων Ελλήνων της Αιγύπτου καθώς και το μεγαλύτερο τμήμα της επονομαζόμενης Ταξιαρχίας του Έβρου. Αυτή η Ταξιαρχία, προκειμένου να αποφύγει την αιχμαλωσία, εισήλθε στην ουδέτερη Τουρκία και, μετά από πολλές δοκιμασίες, παρεμβάσεις των Ελληνικών και Αγγλικών προξενικών αρχών, τουλάχιστον οι μισοί επέστρεψαν στην Ελλάδα ενώ οι άλλοι μισοί, που ήταν περί τους χίλιους, πήγαν στην Αίγυπτο. Μετά τη δημιουργία του Αρχηγείου Βασιλικού  Ελληνικού Στρατού Μέσης Ανατολής (ΕΒΕΣΜΑ) με Διοικητή τον Στρατηγό Τζανετάκη Εμμανουήλ, Αρχηγείο που σχηματίστηκε από την εξόριστη Ελληνική κυβέρνηση, συγκροτήθηκε η Ι Ταξιαρχία η οποία αποτελούνταν από την προαναφερθείσα δύναμη.

Η πρώτη αυθόρμητη και πηγαία Αντίσταση. Αστικές-Εθνικές Οργανώσεις.

Από τις πρώτες ημέρες εισόδου των κατακτητών στη χώρα άρχισε η ανοργάνωτη, οικειοθελής, αυθόρμητη αντιστασιακή δράση των Ελλήνων σε όλη την Ελλάδα, δειλά στην αρχή αλλά με αυξανόμενη ένταση στη συνέχεια.. Έλληνες πατριώτες μεμονωμένοι και υπακούοντες στους δικούς τους κώδικες ευθύνης απέναντι στην πατρίδα και από αγνά αισθήματα κινούμενοι άρχισαν τον δικό τους αγώνα. Χωρίς να περιμένουν κόμματα, σήματα και χρώματα για να τους καθοδηγήσουν. Οι πατριώτες αυτοί οδηγούμενοι από το γαλάζιο χρώμα άρχισαν να συλλαμβάνονται και να εκτελούνται για πράξεις σαμποτάζ ανοίγοντας έτσι την πρώτη σελίδα του μαρτυρολογίου των ΑΓΝΩΣΤΩΝ μαρτύρων της πρώτης φάσης της Κατοχής. Ονόματα όπως των: Κατσαρού Δ., Κονταξή Η., Τσάντου, (ΖΑΟΥΣΗΣ, 2015-(1987), σελ. 336) Βαβουράκη, Πανωλιάσκου, Νίκα, Στάμου που αναφέρει η ΤΣΑΤΣΟΥ στο βιβλίο - ημερολόγιο με τίτλο «ΦΥΛΛΑ ΚΑΤΟΧΗΣ», που πρωτοκυκλοφόρησε το 1965, λησμονήθηκαν πολύ γρήγορα.  Ιδιαίτερα στην Αθήνα, πριν ακόμη από την ίδρυση των μεγάλων και γνωστών αντιστασιακών οργανώσεων (π.χ. ΕΔΕΣ, ΕΑΜ), η ενεργοποίηση απλών ανθρώπων για δράση έγινε με την οργάνωση μικρών ομάδων «επιλέκτων», οργανωμένων για κατασκοπεία (π.χ. παρακολούθηση κινήσεων στρατιωτικών μονάδων, πολεμικών σκαφών του κατακτητή κλπ), για δολιοφθορές (σαμποτάζ), συλλογή, φύλαξη και φυγάδευση Εγγλέζων στρατιωτικών στην αρχή, Ελλήνων αργότερα. Πρόκειται για απλούς Έλληνες που δεν μαζικοποιήθηκαν ποτέ και κινούνταν από «..τα ‘‘αστικά’’ ιδανικά της προσωπικής γενναιότητας και της θυσίας..» (ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, ΕΥ., 2008).
          Παρόλον ότι η μαζική συμμετοχή στις εθνικές αντιστασιακές οργανώσεις δεν αποτέλεσε στόχο λόγω της μυστικότητας του σκοπού τους, ο αριθμός αυτών των αντιστασιακών οργανώσεων είχε υπερβεί τις 140!! Μεταξύ αυτών ήταν «Η ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΝΑ» της Μάρτυρος Λέλας Καραγιάννη, που οργάνωσε κατασκοπευτικά δίκτυα και αντιστασιακές δράσεις, η «Στρατιά Σκλαβωμένων Νικητών», αρχικά η ΠΕΑΝ (Πανελλήνιος Ένωσις Αγωνιζομένων Νέων), μετά η οργάνωση του Κ. Περρίκου που εκτελέστηκε αργότερα και η οποία έμεινε στο Πάνθεο για την ανατίναξη μέρα-μεσημέρι της φιλο-ναζιστικής οργάνωσης ΕΣΠΟ, το «Ελληνικόν Αίμα» των δημοσιογράφων Βοβολίνη-Μήλιου-Πηνιάτογλου, η κατασκοπευτική οργάνωση 5-165 του Ρήγα Ρηγόπουλου, η «Ζευς» του Γ. Μαργέτη, η οργάνωση του «Κόδρου» που είχε συσταθεί από τον Αξιωματικό του Πολεμικού Ναυτικού Παν. Λυκουρέζο, η «Εθνική Δράσις» του δικηγόρου Παν. Σιφναίου που δημιουργήθηκε αρχικά για να οργανώσει τους φοιτητές οι οποίοι δεν ήταν πρόθυμοι να οργανωθούν στο ΕΑΜ και αργότερα πραγματοποίησε ενέργειες σαμποτάζ, κατασκοπίας κλπ., καθώς και άλλες πολλές αντιστασιακές οργανώσεις για τις οποίες υπάρχει σήμερα συστηματική καταγραφή στη Βιβλιογραφία (π.χ. ΖΑΟΥΣΗΣ 2015-(1987), ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, ΕΥ., 2008). Ιδιαίτερα  η οργάνωση «Ζευς» με ιθύνοντα νου τον τέως αστυνομικό Γ. Μαργέτη, η οποία δρούσε στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, με τους δύο ασυρμάτους και τους 133 πράκτορες εκ των οποίων οι 43 ήταν αξιωματικοί, κατάφερε να στείλει περίπου οκτακόσια κωδικοποιημένα μηνύματα στις βρετανικές υπηρεσίες που αφορούσαν στις κινήσεις στρατιωτικών μονάδων και εφοδίων από τον σιδηροδρομικό σταθμό και το λιμάνι της πόλης με αποτέλεσμα την καταβύθιση πλοίων συνολικού εκτοπίσματος 80.000 τόνων, τον εντοπισμό κατασκοπευτικού δικτύου του εχθρού για χρήση μετά την αποχώρηση των Γερμανών και εναντίον των συμμάχων (ΠΑΠΑΠΟΛΥΒΙΟΥ Π., 2001, σελ. 55).
             
(Συνεχίζεται)