μετά από 7 χρόνια υπερορία. Μέχρι να ρυθμιστεί νομοθετικά η περίπτωσή μου, δεν είχα ελληνική υπηκοότητα και με βάρυναν διάφορες καταδίκες και δικαστικές διώξεις.
Τρία πράγματα μου είχαν κάνει εντύπωση στην Αθήνα της μεταπολίτευσης: το πρώτο ήταν η άγρια και ανεξέλεγκτη οικοδόμηση ολόκληρων περιοχών που τις θυμόμουν αραιοκατοικημένα προάστια, σε μερικές περιπτώσεις περιοχές με μπαξέδες και βιοτεχνίες και τέλος παρθένα δάση από πεύκα και άλλους μεσογειακούς θάμνους και δέντρα. Ολόκληρες συνοικίες της Αθήνας είχαν αλλάξει μορφή με την ανέγερση πολυκατοικιών, που είχαν αντικαταστήσει τις παλιές νεοκλασικές μονοκατοικίες.
Το δεύτερο ήταν η μαζική αστικοποίηση νέων κατοίκων αγροτικής προέλευσης, που είχαν ενταχθεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στη δημοσιοϋπαλληλία ή στον τομέα των υπηρεσιών. Αυτοί οι αγρότες, που είχαν εισβάλλει στο μικροαστικό τρόπο ζωής, έδιναν μεγάλη σημασία στους τύπους. Για να εκφράσουν δύσκολα ή αντιπαθητικά νοήματα, όρους της καθημερινότητας ή επαγγέλματα, είχαν τροποποιηθεί. Έννοιες είχαν γλιστρήσει προς το κοσμιώτερο και την υπεκφυγή. Έτσι, οι «υπηρέτριες» είχαν γίνει «οικιακοί βοηθοί», οι «πανεπιστημιακοί βοηθοί» είχαν γίνει «λέκτορες» και τα «γραφεία κηδειών», «γραφεία τελετών» και άλλα πολλά ανάλογα. Η μικροαστική δυσχέρεια επικοινωνίας, η μεμψιμοιρία και η αδυναμία συνεννόησης κατελάμβανε σιγά, σιγά όλο τον χώρο και τελικά κυριάρχησε καταπατώντας και εκμηδενίζοντας βασικές έννοιες πάνω στις οποίες πρέπει να ξανασταθούμε. Γιατί η κυριαρχία αυτής της μορφής ελεγχόμενης έκφρασης τελικά αλλοιώνει εντελώς την πραγματικότητα και δημιουργεί καταστάσεις που συχνά δεν αντιστοιχούν σε δυνατότητες συνεννόησης. Χαρακτηριστικό δείγμα τέτοιας μικροαστικής αρλουμπολογίας και βεβιασμένου καθωσπρεπισμού είναι η κυβερνητική εκπρόσωπος κα. Γεροβασίλη και ο Πρωθυπουργός, ο οποίος είναι βέβαια παντελώς ακαλλιέργητος, αλλά αρκετά πονηρός για να ξέρει τι κάνει, την έχει επιλέξει για αυτό ακριβώς το λόγο. Γιατί μιλάει την ιδεοληπτική γλώσσα που ο μέσος Έλληνας θέλει αυτή τη στιγμή να ακούει.
Θα μου πείτε βέβαια, τι γίνεται με την αλήθεια; Με την αξιοπιστία; Είναι δυνατόν ο Πρωθυπουργός να μη βλέπει τον βασικό του αντίπαλο, αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης για να τον ενημερώσει για την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα; Είναι δυνατόν η εικόνα του μέλλοντος που προγραμματίζει για εμάς αυτή η κυβέρνηση να είναι αυτή που προβάλλεται σήμερα, δηλαδή μια χώρα αναρχούμενη όπου οι πιθανοί συνεργάτες της εξουσίας συσπειρώνονται γύρω απ’ το ιδανικό της υπερήφανης χρεωκοπίας, της απομόνωσης και της αλληλεγγύης των μαζών, όταν πεινάνε, για να εξασφαλίσουν τον επιούσιο;
Όπως θα ‘λεγε και ο Γιάννης Ρίτσος, πλησιάζει η ώρα που θα χρειαστεί να ξαναμάθουμε να κουβεντιάζουμε ήσυχα και απλά. Να πούμε το ψωμί, ψωμί, τη γροθιά, γροθιά, τον ψεύτη, ψεύτη και τον κλέφτη, κλέφτη.
Το βασικό πρόβλημα της χώρας είναι πολιτιστικό. Κανείς δεν μπορεί, στη σημερινή ιδιαίτερα εποχή, να περιφρονεί τις κατακτήσεις της σύγχρονης διανόησης και επιστήμης. Ο δρόμος της ανάπτυξης μέσα από την ποιότητα είναι δεδομένος και ανοιχτός. Ας τον ακολουθήσουμε ανατρέποντας την κυρίαρχη ιδεολογία του μικροαστικού καθωσπρεπισμού.