Φωτογραφία του Σωτήρη Λάμπρου για την Βιβλιοθήκη |
Κάτω από τις οπλές
εκδόσεις Αγρα, σ. 143, ευρώ 13,06
Ο Γιάννης Ατζακάς άργησε να καταπιαστεί συστηματικά με τη συγγραφή, όμως από έφηβος
είχε την «πετριά», όπως ο ίδιος εξομολογείται. Ισως γι' αυτό, μέσα σε τρία χρόνια, από τον Ιούνιο του 2007, όταν εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο «Διπλωμένα φτερά», σημείωσε υψηλές επιδόσεις, που, σε άλλες εποχές, θα μπορούσαν να αντιστοιχούν σε πολύ περισσότερα έτη συγγραφικής ενασχόλησης. Μέχρι σήμερα εξέδωσε τρία πεζογραφικά βιβλία, που έτυχαν ιδιαίτερα καλής κριτικής υποδοχής, και απέσπασε ένα πρωτοκλασάτο βραβείο. Τιμήθηκε κατευθείαν με κρατικό βραβείο, και μάλιστα μυθιστορήματος. Παρότι τα βιβλία του, και ιδιαίτερα το δεύτερο, που βραβεύτηκε, το «Θολός βυθός», είναι αυτοβιογραφικού χαρακτήρα και για παρόμοια βιβλία προβλέπεται το βραβείο χρονικού-μαρτυρίας. Ενα βραβείο-πασπαρτού, όπως το έχουμε αποκαλέσει, που καλύπτει τις νόθες ειδολογικά περιπτώσεις.
Μπορεί, όμως, τα βιβλία του να μη χαρακτηρίζονται μυθιστορήματα, ωστόσο δεν είναι θεματικά διάσπαρτα ούτε ευκαιριακά. Αντιθέτως, συνιστούν μια τριλογία, που εντάσσεται στο αυτοβιογραφικό βιβλίο διάπλασης, καλύπτοντας το τρίπτυχο: παιδική ηλικία, εφηβεία, στρατιωτική θητεία. Παραδόξως, πέρα από το γεγονός ότι η τριλογία αφορά χρόνια διάπλασης και μαθητείας, παρουσιάζει και δύο βασικά χαρακτηριστικά του είδους: αυτό της περιπλάνησης, έστω και αναγκαστικής, έξωθεν επιβαλλόμενης, και ένα δεύτερο, ότι διαποτίζεται από ρομαντικές ιδέες. Και τα δύο δεν θα αναμένονταν, δεδομένου ότι πρόκειται για ένα παιδί της ταραγμένης δεκαετίας του '40, που μεγάλωσε στις παιδοπόλεις και έκανε στρατό σε μονάδες ανεπιθυμήτων, όπως ήταν ο κόσμιος προσδιορισμός των χαρακτηρισμένων ως Αριστερών. Το «ανεπιθύμητοι» δεν ήταν παρά το προκάλυμμα μιας μεγάλης δοκιμασίας, στην οποία καθυποβάλλονταν όσοι στρατεύσιμοι εθεωρούντο «επικίνδυνα μιάσματα». Παρ' όλα αυτά ο αφηγητής και οι φίλοι του, όλοι τους Αριστεροί, με τον «φάκελο» της Ασφάλειας, βεβαρημένο με οικογενειακές και ατομικές αμαρτίες, διατηρούσαν τα ιδεώδη τους, τα οποία, από μια σημερινή οπτική, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν και ρομαντικά.
Προσφιλές θέμα τής άλλοτε ποτέ ανδροκρατούμενης πεζογραφίας στάθηκε ανέκαθεν «η στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι», με το πρώτο βιβλίο, που φέρει και τον αντίστοιχο τίτλο, να εκδίδεται 140 χρόνια πριν από αυτό του Ατζακά. Βεβαίως, οι συνθήκες που αντιμετώπισε ο Κωνσταντινουπολίτης Ερρίκος Σκράδος στο 2ο Τάγμα Ακροβολιστών, σταθμευμένο στην Αθήνα, πόρρω απέχουν από εκείνες του αφηγητή στο 2ο ΤΟΜ (Τάγμα Ορεινών Μεταγωγών) Κολινδρού, στα χρόνια της Δικτατορίας. Επίλεκτο γαρ σώμα το Τάγμα Ακροβολιστών του 1856, ανεπιθυμήτων αυτό του Κολινδρού. Οπως πληροφορεί ο Ατζακάς, το εκεί στρατόπεδο υπήρχε από τον καιρό του Εμφυλίου, αλλά λόγω των βασανισμών, που έφτασαν πολλούς στρατιώτες στην αυτοκτονία, έκλεισε. Εννοεί ότι έκλεισε ως «κολαστήριο» ή, επί το κοσμιότερο, ως «πειθαρχικός ουλαμός», όπως κι εκείνο του Καλπακίου, που χρονολογούνταν από την προμεταξική περίοδο. Παρόμοια, όμως, στρατόπεδα παρέμειναν σκόρπια στη Βόρεια Ελλάδα, έτοιμα να φιλοξενήσουν νέες φουρνιές ανεπιθυμήτων. Από αυτά έχουν απομείνει λιγοστά βιβλία μαρτυρίας, όπως του Χρίστου Ριζόπουλου «Αναμνήσεις από το Καλπάκι» (1933). Στο Καλπάκι στάθμευε, στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, και το 582 τάγμα πεζικού, όπου ο ανθυπίατρος ήταν χρεωμένος με τα φυλάκια της ελληνοαλβανικής μεθορίου και τους άνδρες των ΜΑΥ. Αυτά, σύμφωνα με το διήγημα «Καλπάκι» του Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλου, από συλλογή του, που είχε προ ετών τιμηθεί με το «πασπαρτού» κρατικό βραβείο. Το στρατόπεδο του Κολινδρού φιλοξένησε επί Δικτατορίας τάγμα ημιονηγών. Τελικά, απέκτησε και αυτό το λογοτεχνικό του αποτύπωμα. Ο Ατζακάς ζωντανεύει με ευθύβολο λόγο τον τόπο και το «λαμπρό επιτελείο» του τάγματος, στη σύνθεση που είχε το σωτήριον έτος 1968 και η οποία, σύμφωνα με δημοσιογραφικές αναφορές της εποχής, θα πρέπει να παρέμεινε η ίδια μέχρι και την επίσκεψη του Παττακού, τρία χρόνια αργότερα. Εύστοχοι οι χαρακτηρισμοί και πιστές οι περιγραφές, ωστόσο αποφεύγει τη χυμώδη στρατιωτική αργκό, που έχει τροφοδοτήσει ουκ ολίγα διηγήματα και μυθιστορήματα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το διήγημα «Κέντρο Εκπαιδεύσεως», του συνομήλικου του Ατζακά Δημήτρη Πετσετίδη, που στηρίζει τον κόσμο των διηγημάτων του και στο απροκάλυπτο της γλώσσας.
Ο Ατζακάς δεν περιγράφει ένα τυχόν τάγμα ανεπιθύμητων οπλιτών, αλλά ένα τάγμα ημιονηγών. Κοινώς ανασταίνει μια τελευταία φουρνιά μουλαράδων, αφού, στη Μεταπολίτευση, εξ Αμερικής άρχισαν να έρχονται τα ΤΟΜΠ (τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού) αντί για τους βορειοαμερικανικούς ημιόνους. Εκείνους, με τους σφιχτοδεμένους στα πλευρά και την κοιλιά μυς, τα ζυμωτά χωριάτικα καρβέλια στο στήθος, τα φαρδιά καπούλια, που τους έδιναν το ασίκικο βάδισμα, και την κολοβωμένη ουρά, κατά την περιγραφή του Μάριου Χάκκα, που υπηρέτησε ως στρατιώτης Γ' κατηγορίας, μουλαράς, και συνέγραψε σε σειρά σπαρταριστών διηγημάτων τα των ημιόνων και ημιονηγών. Δέκα χρόνια μικρότερος του Χάκκα ο Ατζακάς, εκδίδει το «Κάτω από τις οπλές» 44 χρόνια μετά το «Τυφεκιοφόρος του Εχθρού», παρεμβάλλοντας στην αφήγησή του αποσπάσματα από το «Μνημόνιον του ανεφοδιαστού», όπως πληροφορεί ότι κατ' ευφημισμόν είχαν μετονομάσει τους ημιονηγούς. Στην αφήγηση δεν υπάρχουν ευτράπελες ιστορίες, ούτε το συναισθηματικό δέσιμο ημιονηγού και ζωντανού, που βρίσκουμε σε παλαιότερα διηγήματα, καθώς εκείνα του Μίχου Κάρη και του Πέτρου Πικρού, για να περιοριστούμε σε πρόσφατες επανεκδόσεις.
Ο Ατζακάς δίνει μεγαλύτερη έμφαση στους «γραμματιζούμενους ανθρώπους», που πλήρωσαν ακριβά το τίμημα της ιδεολογίας τους, τόσο στη στρατιωτική τους θητεία όσο και στη μετέπειτα, ναυαγισμένη, σταδιοδρομία τους. Δεν τον απασχολεί να περιγράψει τα καψώνια, αλλά τις ηθικές τους αντοχές. Ακόμη και σε μια ενότητα τριών κεφαλαίων («Το Πειθαρχείο», «Η παγίδα», «Το χτύπημα»), όπου ανιστορούνται οι κατατρεγμοί ενός αριστερού φαντάρου, εκείνο που μεταφέρει είναι η ατμόσφαιρα, η συμπεριφορά των αξιωματικών και η στάση των συστρατευμένων οπλιτών. Γι' αυτό και τα παρουσιάζει υπό τη μορφή τρίπρακτου, αναπλάθοντας τους διαλόγους. Από τα 16 συνολικά κεφάλαια, μια δεύτερη ενότητα τεσσάρων κεφαλαίων έχει μοναδική αξία ως μαρτυρία αλλά και ως αφήγηση. Αυτό το δεύτερο, γιατί ο αφηγητής, όπως ο ίδιος επαίρεται, προτιμά τον τρόπο του Ηρόδοτου. Δηλαδή, «την αργόσυρτη αφήγηση, τις πλούσιες λεπτομέρειες, τις μακριές παρεκβάσεις». Η αξία του ντοκουμέντου έγκειται στην αποκάλυψη μιας συγκεκριμένης πλευράς του απριλιανού «πραξικοπήματος». Πώς, δηλαδή, το 565 Τάγμα πεζικού, που στρατοπέδευε στον Λαγκαδά, μπήκε στη Θεσσαλονίκη και έπιασε την πόλη στον ύπνο.
Σε αυτό το τρίτο βιβλίο του, ο Ατζακάς καταφεύγει σε μια επιμελημένη μεταμφίεση των προσωπικών του βιωμάτων. Παρουσιάζει δύο φίλους: έναν ηθοποιό του Θεάτρου Τέχνης του Κάρολου Κουν και έναν πτυχιούχο της Φιλοσοφικής Σχολής Θεσσαλονίκης, όπως είναι και ο ίδιος. Ο πρώτος ξεκίνησε ως μουλαράς, με βασική εκπαίδευση στο 985 Κέντρο Ιππονιέων στη Λάρισα και, εν συνέχεια, στα ΤΟΜ Ελευθερούπολης, Διδυμοτείχου και Κολινδρού. Ο δεύτερος κατατάχτηκε στην Κόρινθο, μετατέθηκε στο Τάγμα του Λαγκαδά και μετά βρέθηκε στον Κολινδρό, 7 Ιανουαρίου 1968. Το '74 ζήτησε καλύτερη μοίρα εκτός Ελλάδος. Πριν φύγει, είχε εμπιστευθεί στον φίλο του το ημερολόγιό του, όπου κατέγραφε υπαινικτικά τα της στρατιωτικής του θητείας, συγκεντρώνοντας το ενδιαφέρον του σε μια αγαπημένη, που είχε χάσει λόγω αριστερού μητρώου. Ο ηθοποιός, όταν ηλικιωμένος εγκατέλειψε το σανίδι, υποτίθεται ότι έγραψε ένα βιβλίο για τις «εκατό ημέρες και νύχτες» που πέρασαν μαζί στον Κολινδρό, εναλλάσσοντας την αφήγηση με αποσπάσματα του ημερολογίου.
Μια ιδέα για την ταυτότητα των φίλων, που χρησίμευσαν ως συγγραφικά προσωπεία, δίνει η αφιέρωση του βιβλίου στον ηθοποιό Πολύκαρπο Πολυκάρπου και τον φιλόλογο Χρίστο Ζαφείρη. Ιδιαίτερη αναφορά, τόσο στο βιβλίο όσο και στην αφιέρωση, γίνεται στον πρόωρα χαμένο Παναγιώτη Κονδύλη, που απολύθηκε από «το καταραμένο 2ο τάγμα ημιονηγών» Χριστούγεννα του 1966. Με την παράπλευρη ερωτική ιστορία του ενός φίλου και ορισμένες ημερολογιακές εγγραφές, όπως οι τελευταίες για τα Δημόσια Σφαγεία του Διδυμότειχου ως «ζοφερή αλληγορία της δικτατορίας», ο συγγραφέας δείχνει να ανοίγει πλέον τα φτερά του για τους ορίζοντες της μυθιστοριογραφίας.