«Να έρθεις μετά τις 13:30», μου τόνισαν το προηγούμενο βράδυ από το τηλέφωνο του φαρμακείου. Οι ίδιοι δεν έχουν δικό τους σταθερό ή κινητό κι έτσι τους βοηθά η νεαρή Νατάσσα με
την επικοινωνία. Περιμένω να τελειώσουν οι μεσημεριανές ειδήσεις για να τους συναντήσω. «Δεν χάνουμε με τίποτα τις ειδήσεις», μου λέει ο Μιχάλης. Κάθεται στην μπροστινή καρέκλα. Κοντό παντελόνι που με το ζόρι φτάνει στον αστράγαλο, χαμόγελο ως τα αυτιά. Δίπλα του κάθεται ο Ανέστης. Μία ζωή μαζί. Το μαγνητόφωνο γράφει.
«Γεννηθήκαμε στη Δράμα, ο μπαμπάς μας ήταν ζαχαροπλάστης. Τα παιδικά μας χρόνια είχαν πολλά παγωτά. Χωνάκι στο χέρι και παιχνίδι. Και πάστες. Μπόλικες πάστες. Τις αγαπώ μέχρι και τώρα, όποτε μου το επιτρέπει η υγεία μου τρώω καμία με γεύση φράουλα. Όταν συνταξιοδοτήθηκε ο πατέρας μας ήρθαμε όλοι μαζί οικογενειακά στη Θεσσαλονίκη. Δύσκολα χρόνια αλλά και ωραία. Έπαιρνα πάντα τον Ανέστη και κάναμε βόλτες στην πόλη, όλοι μας χαιρετούσαν, μας κερνούσαν. Μόνο ωραία πράγματα έχω να θυμάμαι από τους ανθρώπους της πόλης», αναφέρει ο Μιχάλης. Το τελευταίο διάστημα και μετά τον θάνατο της μητέρας τους, οι δουλειές στο σπίτι έχουν αυξηθεί. «Μοιράζουμε τους ρόλους. Άλλος πλένει τα πιάτα, άλλος συμμαζεύει, ακολουθούμε όλα όσα έκανε η μητέρας μας κατά γράμμα. Την χάσαμε πριν από έναν χρόνο. Δεν θυμάμαι λόγω ηλικίας πολλά πράγματα, αλλά την ημερομηνία του θανάτου της τη θυμάμαι. Μας στοίχισε πολύ. Δεν βγαίναμε από το σπίτι για ένα διάστημα. Ήταν καλή γυναίκα η κυρία Ελένη, όλοι είχαν να το λένε. Μέχρι και την τελευταία στιγμή φρόντιζε να μη μας λείψει τίποτα. Τον πατέρα μας τον χάσαμε λίγο πριν τις πρώτες Ευρωεκλογές στην Ελλάδα. Ίσως για αυτό να μη χώνεψα ποτέ την είσοδο στην Ευρωπαϊκή Ένωση», προσθέτει, γελώντας, ο Ανέστης.
Στο βάθος η τηλεόραση παίζει μία εκπομπή τηλεπώλησης. «Την έχουμε συνέχεια ανοιχτή. Για παρέα περισσότερο. Παρακολουθούμε κάθε μέρα τις ειδήσεις. Ειδικά το μεσημέρι και το βράδυ προσπαθούμε να μην ξεχνιόμαστε. Σήμερα έλεγε για το χρηματιστήριο και την κατάσταση στη χώρα. Είναι δυνατόν μία τέτοια πόλη όπως η Θεσσαλονίκη να έχει τέτοια ανεργία; Βλέπω νεαρά παιδιά να ψάχνουν δουλειά, να μη βρίσκουν και στεναχωριέμαι. Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα. Η πόλη χρειάζεται ανάπτυξη, χρειαζόμαστε πράσινο, να βγαίνεις και να ανοίγει η ψυχή σου. Όχι μιζέρια. Εμείς κάνουμε πολλές βόλτες στην πόλη. Το συνηθίζαμε από παιδιά. Κατεβαίνουμε από το Γαλλικό Ινστιτούτο στην Όλγας κι από εκεί στην παραλία. Αυτή είναι η αγαπημένη μας βόλτα. Μας αρέσει ο ήλιος, να συναντάμε ανθρώπους και να μιλάμε. Με όλα αυτά που βλέπουμε στις ειδήσεις για την ασφάλεια και τις κλοπές ανησυχούμε για τις βόλτες μας αλλά δεν μπορούμε να τις σταματήσουμε. Στη γειτονιά μας αισθανόμαστε απόλυτα ασφαλείς. Συχνά οι γείτονες έρχονται και μας ρωτάνε αν έχουμε κλειδώσει, αν χρειαζόμαστε κάτι. Μας προσέχουν σαν μικρά παιδιά. Είναι γλυκό όλο αυτό.
Εκτός από βόλτες καθόμαστε πιο σπάνια να δούμε και κανέναν αγώνα στην τηλεόραση. ΠΑΟΚ είμαστε και οι δύο. Από παιδιά. Δε θυμάμαι να σου πω ποιος μου αρέσει περισσότερο τώρα, αλλά αγαπημένος μας παίκτης ήταν ο Κούδας. Μπαλαδόρος μεγάλος. Τον χάζευες. Πρόσφατα είδαμε τον αγώνα της Ελλάδας με την Βόρειο Ιρλανδία. Θέλουμε δουλειά. Δεν είμαστε καλοί», επισημαίνει με ύφος προπονητή ο Μιχάλης. Στις συζητήσεις τους κυριαρχεί η πολιτική κατάσταση στη χώρα. «Ένα πράγμα δεν μπορούμε να ανεχτούμε πολιτικά. Τη Χρυσή Αυγή. Ο φασισμός δεν έχει καμία θέση στη χώρα μας. Αυτοί δεν είναι βουλευτές είναι εγκληματίες, όπως ο Χίτλερ. Είναι να απορεί κανείς πως τους ψηφίζει ο κόσμος. Και παίρνουν και τόσο μεγάλο νούμερο στις εκλογές», προσθέτει ο Ανέστης (ή και ο Μιχάλης). Η Νατάσσα από το φαρμακείο ετοιμάζει τους δύο καφέδες για τα «διάσημα αγόρια της γειτονιάς», όπως τονίζει. «Μόνο ελληνικό πίνουμε. Τις περισσότερες φορές σκέτο. Όποτε το φέρνει η γεύση βάζουμε και λίγη ζάχαρη. Είναι ωραίο να έχεις απολαύσεις στη ζωή. Εμείς δεν παντρευτήκαμε. Τυχερά είναι αυτά. Κι οι έρωτες και οι γάμοι. Εμείς είχαμε την αγάπη του κόσμου και της γειτονιάς. Ποτέ δεν μας έλειψε τίποτα», λέει ο Μιχάλης (ή και ο Ανέστης).
Πρέπει να τους αφήσω να ξεκουραστούν, πριν την απογευματινή βόλτα. «Σίγουρα δεν θέλεις δεύτερη πορτοκαλάδα; Για τον δρόμο βρε παιδί μου. Κουλουράκια; Η ξαδέρφη μας τα έφτιαξε, σημερινά. Εγώ θα βουτήξω δύο στον καφέ μου. Όχι παραπάνω», δηλώνει απολογητικά ο Μιχάλης μπροστά στο αυστηρό βλέμμα του Ανέστη και ξεκαρδίζεται. Βγαίνουν στην πόρτα και με χαιρετούν. «Σας αγαπάμε», μου λένε πίσω από το τζάμι, την ώρα που ο Γιώργος τραβάει τα τελευταία καρέ. Σκέφτομαι πως κι εμείς τους αγαπάμε. Κυρίως γιατί μας θυμίζουν τους παππούδες μας. Που είχαν ιστορίες να διηγηθούν και καραμέλες στην τσέπη. Αγαπάμε αυτούς, τους πιο ξεχωριστούς δίδυμους της πόλης. Δύο φιγούρες που έμαθαν να μοιράζονται τα πάντα από τη γέννησή τους. Και τα πρόσωπά τους λένε πως έζησαν μία ζωή γλυκιά. Σαν πάστα φράουλα.