Σοκαρίστηκε ο Έλληνας με το νέο της ποινικοποίησης κάθε προσβλητικής εναντίωσης στο καθεστώς της Ναζιστικής Δικτατορίας. Σοκαρίστηκε το απόβλητο της αποχέτευσης Σαμαρά, ο τρίτης διαλογής δονητής της Όλγας Κεφαλογιάννη, ο καρπαζοεισπράκτορας του Κικίλια.
Σοκαρίστηκαν, τους έπεσε ο freddo από τα χέρια, κόλλησε το Υoutube και σταμάτησαν τα λόγια του Παντελίδη στο «Μου λες δεν γίνεται», που τραγουδούσε παθιασμένος καθώς ρίχνανε τις ζαριές ο ένας απέναντι στον άλλον. Σοκ και δέος. Όλοι έχουν φρίξει από την αποτρόπαιη αλλαγή του ποινικού δικαίου, θρήνος και κοπετός στους δρόμους, διαμαρτυρίες οι οποίες ξεκίνησαν από τις καφετέριες, τα bar και τα net στην είδηση πως δεν θα μπορούν να καταγγείλουν από εδώ και πέρα το καθεστώς που τους κλείνει τις τρύπες δια παντός τρόπου.
Απορούν όλοι για το πώς μπόρεσε, πως είναι δυνατόν, μια προοδευτική και δημοκρατική χώρα σαν την Ελλάδα να βγάζει τέτοιους νόμους. Είναι παραφυσικό, αδύνατο, απίστευτο, ανεπίτρεπτο. Το αρνούνται και ετοιμάζονται για αντεπίθεση με τα καλάμια και τις κοτρόνες που κατέχουν ως μοναδικά όπλα, ενάντια στις ένοπλες δυνάμεις που προστατεύουν υπερήφανα τους κυβερνώντες, κατατρώγοντας τις εναπομείνασες πενταροδεκάρες από το επίδομα των 500 ευρώ.
Θα έμοιαζε εξωφρενική η νέα αυτή απόφαση στην κοινωνία, αν υπήρχαν ευσυνείδητοι πολίτες. Θα έμοιαζε μια δικτατορική τακτική, άκρως επικίνδυνη και αδιαπραγμάτευτα θα λειτουργούσε ως αφορμή λαϊκής εξέγερσης. Θα έμοιαζε με μέθοδο δολοφονίας της ελευθερίας και θα λειτουργούσε ως παράγοντας της λαϊκής ετυμηγορίας. Όλα αυτά θα συνέβαιναν σε κάποια άλλη χώρα, σε κάποια άλλη κοινωνία, από κάποιον άλλον λαό, από κάποιους ανθρώπους με διαφορετικό επίπεδο αξιοπρέπειας, όχι εδώ.