«Χιώτη, μάμπο»!
Στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του 43ου Φεστιβάλ Ολύμπου την Τετάρτη 20 Αυγούστου στο Αρχαίο Θέατρο του Δίου το κοινό είχε τη χαρά να απολαύσει ένα μοναδικό μουσικό
αφιέρωμα στον Μανώλη Χιώτη.
Πρωταγωνίστρια του αφιερώματος ήταν η 50 μελής Πολυτονική Ορχήστρα του Δημοτικού Ωδείου Κατερίνης, υπό τη διεύθυνση του Παναγιώτη Λυμπανοβνού. Βιολιά, σαξόφωνα, τρομπέτα, φλάουτα, φλογερές, κλαρινέτα, ακορντεόν, κιθάρες μπάσο, μπουζούκια, μαντολίνα, μεταλλόφωνο, πιάνο, keyboard (πλήκτρα), κρουστά και τύμπανα, όλα στην υπηρεσία των καλλίφωνων ερμηνευτών Καλλιφατίδη Αλέξανδρου, Καψάλη Κωνσταντίνου, Δραγασιά Μαρίας , Κωστοπούλου Βασιλικής και Φωτοπούλου Μαρίας.
Το πρώτο άκουσμα ήταν ορχηστρικό και το πρώτο τραγούδι «Το τελευταίο ποτηράκι», στίχοι της Μέλπως Κολοκοτρώνη που το πρωτοτραγούδησε η Μαίρη Λίντα, ερμηνευμένο από όλους τους καλλιτέχνες, «Το τελευταίο ποτηράκι θέλω μαζί στο ταβερνάκι, εκεί που πίναμε και απόψε να το πιούμε, για τελευταία πια φορά να θυμηθούμε». Και σε λίγο, λόγια με «άλλες… διαθέσεις» «δε θέλω πια να ξαναρθείς… στο δρόμο μου να μη βρεθείς… θα μου θυμίσεις τα παλιά τα πρώτα βράδια μας, θα μου θυμίσεις και τα πρώτα χτυποκάρδια μας», γραμμένο από τον ίδιο τον Χιώτη. Με διαφορετική διάθεση και το επόμενο «Αφού το θες τούτη τη βραδιά με βαριά καρδιά και καημό μεγάλο, αγάπη μου, σου αφήνω γεια, αφού τώρα πια δε με θέλεις άλλο». Αλλά κάθε τραγούδι περιγράφει τη δική του ιστορία και φέρνει τις δικές του αναμνήσεις, όπως και «Η σκούνα» που «Ήρθε από τα ξένα τα μέρη, την αγάπη μου να μου φέρει που την καρτερώ».
Το κέφι άναψε με τις «Παρτίδες»: «ρε μάγκα το παράκανες, θαρρώ πολλά μου τα ‘κανες, στη γκόμενά μου μην ξανακολλάς». Οι θεατές συνόδευαν δυναμικά σε όλα τα τραγούδια τους τραγουδιστές και τις τραγουδίστριες. Τα παλαμάκια συμπλήρωναν τους μουσικούς ήχους. Και πάλι τα ερωτικά και στα αυτιά μας η γλυκύτατη φωνή της Μαίρης Λίντα: «Νιώθω στη καρδιά μου απόψε μια θλίψη, έφυγες εσύ και πολύ μου ‘χεις λείψει, κι όμως περιμένω με λαχτάρα στη καρδιά να γυρίσεις μια βραδιά», που θύμισαν αγάπες που φύγανε και αναμνήσεις αφήσανε. Αυτό που νιώθεις όταν είσαι με το αγαπημένο πρόσωπο και του λες «Μείνε κοντά μου ως το πρωί, Θέλω να νιώσω την κάθε στιγμή, να ζήσω σε μια νύχτα όλη μου τη ζωή» ή «Απόψε φίλα με», δύο άλλα τραγούδια του μεγάλου συνθέτη και στιχουργού.
Αλλάζουμε ρυθμό, αλλάζουμε και στίχο, πιο δυναμικό και πιο «απελευθερωμένο» που με τσαμπουκά οι γυναίκες κυνηγούν «τα αιώνια δεσμά»: «Θα τα βρεις μαζί μου σκούρα κι ας με παίρνεις γι’ αγγελούδι, θα μου βάλεις την κουλούρα και θα πεις κι ένα τραγούδι».
Και πάλι στους «χωρισμούς»: «Πού θα πας και θέλεις να μ’ αφήσεις, Μια βραδιά σε μένα θα γυρίσεις, Μια βραδιά με πόνο στη καρδιά», το «Να μην ξεχάσεις μάτια μου να μου τηλεφωνήσεις, γιατί να ξέρεις μια καρδιά στη μέση θα την σκίσεις» και το «Πάρε το δάκρυ μου να το ’χεις συντροφιά σου. Πάρε τον πόνο μου και βάλ’ τον στην καρδιά σου».
Ακολουθούν το «Το χρήμα δεν το λογαριάζω τα δυο σου μάτια σαν κοιτάζω», «Πες μου αν με βαρέθηκες κι αν σου `χω γίνει βάρος», «Κλαίω, χτυπάω το κεφάλι το ξερό μα στο φινάλε η τρελή σε συγχωρώ». Και ένα τραγουδάκι αφιερωμένο στην «παράξενη κοπέλα»: «Τι παράξενη κοπέλα είσαι `συ, τι μεράκια έχεις και σε βασανίζουν; Ώρα τώρα το `χεις ρίξει στο κρασί και τα μάτια σου τα βλέπω να δακρύζουν», ή για κείνη «Το ξεκρέμασα απόψε το παλιό μου μπουζουκάκι… Θα της πω για την αγάπη που `ναι τώρα πια χαμένη μα θα είναι ριζωμένη όσα χρόνια κι αν θα ζω», λόγια μερακλωμένα.
Μα ελάτε που η βραδιά μας φέρνει τα «πάνω κάτω» και απ’ τις αγάπες τις παλιές σε νέες τώρα πάνε: «στης αγάπης μου το τζάκι ήρθε άλλος με μεράκι κι έχει ανάψει τη φωτιά είναι αργά πολύ αργά».
Και πάλι του τραγουδιού τα γυρίσματα: «Ένα μήνα σ’ έχω χάσει βρε μπαμπέσα κι όποιο κέντρο κι αν θα δω μπουκάρω μέσα» ή «Μη μου ζαλίζεις το μυαλό εσένα μόνο αγαπώ», «Πάλι στις τρεις ήρθες εχτές να κοιμηθείς τρελό κορίτσι, τι `ναι αυτά που κάνεις;».
Με ένα παράπονο στα χείλη είναι το επόμενο: «τα χάδια μου βαρέθηκες και τη χρυσή καρδιά μου, τι σ’ έκανε και έφυγες από την αγκαλιά μου», με πνεύμα ισοτιμίας το «Όλοι το ίδιο είμαστε σε τούτο το κοσμάκη και όλοι έχουμε καρδιά λαός και Κολωνάκι». Και το κοινό ξεσηκώθηκε με το «Εσύ είσαι η αιτία που υποφέρω, Γιατί με άφησες το δυστυχή, Γιατί με κάνεις να πονώ να υποφέρω τόσο… Δεν αντέχω να σε βλέπω μ’ άλλους να γυρνάς», γιατί, «Η αγάπη μου για σένανε δε σβήνει, είναι φλόγα που ανάβει σαν καμίνι..», γιατί «Ποιος μπορεί, ποιος μπορεί να με νιώσει, στην καρδιά μου κουράγιο να δώσει, ξημερώνει σε λίγο, φίλησέ με να φύγω». Και η λύση στο «Καρδιά μου πάψε να πονάς και να παραπονιέσαι, ρίχ' τον καημό σου στο κρασί και μη τη συλλογιέσαι», ένα τραγούδι που το πρωτοτραγούδησε η Σωτηρίου Μπέλλου.
Και μετά « Ο Πασατέμπος», ένα τραγούδι του 1946: «κατάλαβα πως ήμουνα για σε Ο πασατέμπος σου για να περνάς την ώρα», η «Θεσσαλονίκη» του 1955, η «μεγάλη φτωχομάνα …. που βγάζεις τα καλύτερα παιδιά», «Έφυγες και που μ’ αφήνεις, ένα σπίτι πώς το κλείνεις». Και όλα τα συναισθήματα στο «Ηλιοβασιλέματα γεμάτα αναμνήσεις… Δειλινά αξέχαστα μες στα στενά δρομάκια… Ηλιοβασιλέματα και τι δε μου θυμίζουν!». Σε λίγο όλοι τραγουδάμε «Μοιάζεις κι εσύ μοιάζεις κι εσύ σαν θάλασσα, που με τα κύματα σου, μου τα `χεις κάνει θάλασσα και πνίγομαι κοντά σου». Και βρισκόμαστε λίγο πριν το τέλος: «Περασμένες μου αγάπες όνειρα που σβήσατε, με το πέρασμα του χρόνου την ανάμνηση του πόνου στην καρδιά μου αφήσατε», τότε που η Μαίρη Λίντα φώναξε «Χιώτη Μάμπο!». Τα παλαμάκια «δίνουν και παίρνουν». Αλλά το «και άλλο και άλλο» ποτέ δεν μένει ανικανοποίητο. Έτσι, τελειώνει η βραδιά, όπως ακριβώς αρχίζει: με «Το τελευταίο ποτηράκι»!
Η βραδιά της Τετάρτης 20 Αυγούστου στο Θέατρο του Δίου, με τις μπουζουκοπενιές και τα σουξέ μιας λαμπρής εποχής στο λαϊκό ελληνικό τραγούδι, ήταν από τις πιο απολαυστικές.