Τρίτη 29 Ιουλίου 2014

Λόγια της Πόλης...

Ευχαριστούμε πάρα πολύ τον αποστολέα του μηνύματος.... constantinoupoli.com
Μια βδομάδα στην Κωνσταντινούπολη
H Άνδρος, η Τήνος, η Μύκονος, τα ψηλά βουνά της Νάξου. Εμφανίζονται δίπλα απ’ το φτερό του τούρκικου αεροπλάνου.
Το Αιγαίο είναι μπλε κι απέραντο κι η Πόλη σιγοψιθυρίζει πίσω απ’ τον ορίζοντα:
“Το ξέρεις ότι είμαι γεμάτη θόρυβο, αλλά δεν μ’ ακούς τώρα”.
Μια ώρα και δέκα λεπτά αναμονή στον έλεγχο διαβατηρίων. Χίλιοι
ιδρωμένοι επισκέπτες και μια χούφτα μπαηλντισμένοι υπάλληλοι.
Η Πόλη λέει: “Δε σ’ έχω ανάγκη, αλλά θα σε δεχθώ, και θα δούμε πως θα τα πάμε”.
Ταξιτζής με μουστάκι, ίδιος με οποιονδήποτε Έλληνα παππού,
ευγενικός, του δίνεις το χάρτη με τον προορισμό σου. Βγαίνεις από το
ταξί και συνειδητοποιείς ότι είσαι στην οδό Σκουφά, εκεί, λίγο πριν
φτάσεις στον Άγιο Διονύση. Η Πόλη λέει “θα προσποιηθώ ότι μοιάζω με τη
δικιά σου πόλη, κι ίσως λίγο τα καταφέρω”.
Magnify Image

Απέναντι απ’ το παράθυρο του δωματίου σου υψώνεται ο λόφος του Ταξίμ και προς τον Κεράτιο Κόλπο ξεπροβάλλει μέσα απ’ τις σκεπές ένας φωτισμένος πύργος βγαλμένος από ένα μεσαιωνικό παραμύθι. Δεν ξέρεις ποιος είναι, πως λέγεται. Από πίσω του, στον ορίζοντα, μιναρέδες, ίσως είναι της Αγίας Σοφίας, μοιάζουν τεράστιοι, σαν διαστημόπλοια έτοιμα να πετάξουν προς τον Αλλάχ. Είναι οι πρώτες ώρες της νύχτας. Κρέμεσαι έξω από το παράθυρο και κλείνεις τα μάτια. Ακούς την άγνωστη, γιγάντια πόλη να αναπνέει με σιγουριά. Σου μιλάει με τη φωνή των γλάρων, αλλά δεν καταλαβαίνεις τι λέει.

Βγαίνεις βόλτα στα στενά, δεν έχεις χάρτη, δεν έχεις προορισμό. Είναι ένα ζεστό βράδυ κι η Πόλη έχει αμολύσει τους κατοίκους της στους δρόμους. Τα μάτια τους είναι σκούρα και βαθειά, οι μύτες τους μεγάλες, όμορφες και γαμψές. Πίνουν τσάι στα καφέ, περπατάνε πάνω-κάτω κουβαλώντας τσάντες με ψώνια, μιλάνε δυνατά και μοιάζουν αγέρωχοι κάτοικοι μιας πανίσχυρης πόλης. Τα βλέμματα τους λένε “Είμαστε δυνατοί. Είμαστε περήφανοι”.
Magnify Image
 
Είσαι στη γειτονιά που λέγεται Τζιχάνγκιρ. Μαγαζιά με βιολογικά προϊόντα, καφέ με cupcakes, ντιζάιν επιπλάδικα, παλιατζίδικα με vintage φουστάνια, κοκτέιλ μπαρ, ιταλικά εστιατόρια. Όλα μοιάζουν γνώριμα – εδώ είναι η Ευρώπη, αλλά τα μάτια της είναι σκοτεινά σαν την Ασία. Η Πόλη λέει :”Μην ξεγελιέσαι – ξέρεις πως δεν είσαι εκεί που νομίζεις” και σε προτρέπει να το διαπιστώσεις στα στενά, πίσω απ’ τους κεντρικούς δρόμους. Την ακούς.
Είσαι σ’ ένα λαβύρινθο από σκάλες, σοκάκια, αδιέξοδα, ανηφόρες, κατηφόρες. Μια στροφή σ’ ένα βρώμικο μικρό σοκάκι και ξαφνικά είσαι στην Ελληνική επαρχία του ’70. Μυρίζει τηγανισμένο ψάρι, τα ρούχα είναι απλωμένα στο δρόμο, παιδιά παίζουν με μια μπάλα σ’ ένα στενό, ένας αμανές ξεχύνεται νωχελικά από κάποιο παράθυρο με μια φτηνιάρικη κουρτίνα. Ο αμανές λέει: “Γιατί υποκρίνεσαι ότι δεν με ξέρεις;”
Magnify Image
 
Οι ανηφόρες σε κουράζουν, αλλά η φωτογραφική μηχανή στο χέρι σου
διψάει να κοιτάξει, να ρουφήξει στην ματιά της όλους τους θησαυρούς που
υπόσχεται η Μητρόπολη. “Ψάξε με, κι ας με φοβάσαι λίγο”, σου λέει η Πόλη στο αυτί.
Ο πύργος που έβλεπες από το παράθυρο εμφανίζεται ξαφνικά μπροστά σου. Δεν είναι πια κομμάτι της θέας από το παράθυρο σου. Τώρα είναι γιγάντιος κι αληθινός. “Ο Πύργος του Γαλατά” μαθαίνεις ότι λέγεται.
Magnify Image
 
Στα πόδια του στέκονται, λες και ζητούν την έμπνευση και την προστασία
του, αμέτρητες παρέες από τουρίστες και φοιτητές. Στην κορυφή του
περιστρέφονται σαν υπνωτισμένοι ένα εκατομμύριο γλάροι, κι οι κραυγές τους ανακατεύονται με τη βοή του πλήθους. Η Πόλη δε λέει κουβέντα, παρά σ’ αγκαλιάζει τρυφερά μ’ ‘ενα μεσαιωνικό ριχτάρι και σε πετάει μέσα στη γλυκιά νύχτα. Κοιμάσαι με ανοιχτό το παράθυρο για να ακούς τον παλμό της.
Magnify Image
 
Τα ξημερώματα κάποιος κλαίει μέσα στ’ αυτί σου. Η φωνή του μοιάζει
παραμορφωμένη, σαν να ακούγεται με ραδιοφωνικά παράσιτα στα βραχέα. Ο ήλιος ανατέλλει κι έξω απ’ το παράθυρο σου βλέπεις, ελάχιστα μέτρα παραδίπλα, έναν πέτρινο πύραυλο να εκτοξεύεται προς τον γαλάζιο ουρανό. Ο μιναρές μοιάζει γέρικος, όπως και τα μεγάφωνα που έχει κολλημένα πάνω του, όπως και η φωνή του ιμάμη που ψέλνει.
Κάτω από τον μιναρέ ένα ξεχασμένο νεκροταφείο. Μοιάζει μεσαιωνικό και
σου θυμίζει αυτό του Κεραμεικού.
Magnify Image
 
Καταδικασμένο να πνιγεί απ’την άγρια βλάστηση, παρατημένο μέσα σ’ έναν ακάλυπτο, συνυπάρχει σε απόλυτη αρμονία με την απλωμένη μπουγάδα που κρέμεται από κάποιο πίσω μπαλκόνι και την τούρκικη ποπ που ακούγεται κάπου από το τετράγωνο. Γυρνάς το βλέμμα σου προς τον ορίζοντα, και η Πόλη είναι μεγαλοπρεπής, σαν να ‘χει ξεπηδήσει από μια ασιατική φαντασία του Τόλκιν και του Μοέμπιους.

Σε λίγο ο δρόμος από κάτω σου γεμίζει ζωή. Σε μια πιάτσα ταξί στην απέναντι γωνία οι ταρίφες πίνουν καφέ, στο μινι-μαρκετ αρχίζουν να τακτοποιούν τα καφάσια με τα φρούτα, η καθημερινή ζωή της πόλης παίρνει μπρος. “‘Έλα μπλέξου μέσα στο πλήθος”, σε προκαλεί η γιγάντια Πρωτεύουσα.
Πίνεις τσάι και καπνίζεις ναργιλέ κάτω απ’ τον πύργο του παραμυθιού, μέσα στον ήλιο, με ένα ζευγάρι ηλικιωμένων Άγγλων φίλων σου που ήρθαν πριν λίγα χρόνια για διακοπές κι έμειναν για πάντα. “This city is magical” σου λένε με παιδικό ενθουσιασμό, πριν αρχίσουν να σου λένε για την “ανάπλαση” της περιοχής. Κάτω απ’το βλέμμα του Γαλατά και τους μιναρέδες, η λέξη “gentrification” ακούγεται υπερβολικά δομημένη και προτεσταντική.
Σε βολτάρουν στην ψαραγορά κοντά στη γέφυρα του Γαλατά, μια γέφυρα που διασχίζει τον Κεράτιο Κόλπο και είναι έτοιμη να βουλιάξει απ΄τα καλάμια ψαρέματος και τους ψαράδες. Οι ψαράδες λένε μοιρολατρικά
και χαρούμενα μαζί: “Έχουμε πίστη. Έχουμε υπομονή”.
Magnify Image
 
Magnify Image
 
Ρουφάς τα στενά με το βήμα σου και παντού βλέπεις γάτες. Και γλάρους. Και ψάρια. Κάπου στο μυαλό σου σχηματίζεται αυτόματα ένας θυρεός για την πόλη. Και δεν έχει σαν σύμβολο ούτε την Αγιά Σοφία, ούτε τίποτε τέτοιο, παρα μόνο έναν γλάρο, έναν γάτο κι ένα ψάρι σε μια πολύχρωμη εραλδική σύνθεση.

 Διαβάστε τη συνέχεια εδώ