όταν οι πόρτες είναι κλειστές
γράφει ο Αγγελος Αγγελίδης
Κατερίνη 21-10-2013
Ένα βράδυ, πριν λίγες μέρες, βρέθηκα σε μια εκδήλωση παραδοσιακής μουσικής που είχε συγκεντρώσει
περίπου τετρακόσια άτομα του ορεινού εκείνου χωριού και της γύρω περιοχής για να τιμήσουμε την επανάσταση του 1821.
περίπου τετρακόσια άτομα του ορεινού εκείνου χωριού και της γύρω περιοχής για να τιμήσουμε την επανάσταση του 1821.
Κάποια στιγμή μετά από μιάμισης ώρας πρόγραμμα κι ενώ το κρύο άρχιζε να γίνεται πιο αισθητό έγινε και ένα δεκάλεπτο διάλειμμα. Ηταν φυσικό λοιπόν οι περισσότεροι και περισσότερες να τρέξουμε προς τις τουαλέτες για την λαφριά μας ανάγκη. Ναι το ίδιο έκανα κι εγώ όπως και πολλοί–πολλοί άλλοι και άλλες. Μαζευτήκαμε λοιπόν στον προθάλαμο και περιμέναμε. Περιμέναμε με ύφος σοβαρό, με ευλάβεια και με πολιτισμό, περιμέναμε τη σειρά μας. Περιμέναμε και περιμέναμε και περιμέναμε μα η μοναδική πόρτα δεν άνοιγε. Βέβαια λίγο πιο δίπλα στη μοναδική επίσης πόρτα στις γυναικείες τουαλέτες τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά. Η πόρτα άνοιγε και έκλεινε και οι κυρίες έμπαιναν και έβγαιναν χαρούμενες με την αίσθηση της ανακούφισης ολοφάνερη στα ενθουσιασμένα τους και καλομακιγιαρισμένα πρόσωπα.
Εμείς στην πόρτα των ανδρών περιμένουμε και πάλι περιμένουμε και η ουρά της ευγενικής αναμονής έφτασε κυριολεκτικά μέχρι έξω. Ξαφνικά έρχεται ένα παλληκαράκι με αδέσποτη φόρα και χωρίς να σεβαστεί σειρά και προτεραιότητες επιχειρεί να μπει στην πόρτα που ακόμη είναι κλειστή. Δεν πρόλαβε όμως. Όλοι εμείς οι τριγύρω, οι νομοταγείς, οι τυπικοί και ευγενικοί, οι τηρητές της σειράς και της τάξης, όλοι εμείς του ανακόψαμε σχεδόν ομόφωνα την αυθόρμητη ορμή του. Όχι νεαρέ, μη μπαίνεις. Είναι άλλος μέσα. Είναι άλλος, ακούστηκαν πολλές φωνές μαζί. Το παιδί κι αυτό εξαιρετικά ευγενικό σταμάτησε αμέσως. Δεν προχώρησε, δεν μπήκε. Μέριασε λίγο δίπλα, έσκυψε το κεφάλι του και ήσυχα-ήσυχα μπήκε κι αυτό στη σειρά του. Εν τω μεταξύ η ουρά στη πόρτα των ανδρών μεγάλωνε και μεγάλωνε και μεγάλωνε.
Τα πρόσωπα έφερναν μια αμηχανία για την απροσδόκητη σύμπτωση και οι πιο νοήμονες άρχισαν να αφήνουν ένα λεπτό χιούμορ να κάνει πιο πικάντικες τις στιγμές της αναμονής μπροστά στη κλειστή πόρτα της τουαλέτας. Αρχισε σιγά-σιγά και ένα νευρικό ποδοβολητό από ορισμένους αλλά κανένας ούτε που φαντάστηκε να σπρώξει και να προσπεράσει ή να πάρει τη σειρά αυτού που προπορεύεται. Ουτε και ιδιαίτερες φωνές ξέφυγαν, ούτε παράπονα, ούτε κάποιο καυστικό υπονοούμενο. Ολοι ήμασταν στη σειρά μας τόσο ευγενικοί, τόσο υπομονετικοί, τόσο σωστοί, τόσο νομοταγείς, τόσο πολιτισμένοι. Και όλοι περιμέναμε ακόμη.
Ξαφνικά μια αρκετά διαφορετική ανδρική φιγούρα πλησιάζει στη συγκυριακή μας παρέα κοιτώντας όμως ολόισια και μόνο ολόισια προς την πόρτα της τουαλέτας. Το δεξί χέρι του γέρου που μόλις άφησε το στριφογύρισμα στο δασύ του μουστάκι έπεσε μπροστά και προς τα κάτω προσπαθώντας να απελευθερώσει το άνοιγμα στο βαρύ τσόχινο παντελόνι του. Με το αριστερό του και χωρίς πολλά-πολλά άνοιξε και έσπρωξε την πόρτα. Εμείς που ξαφνιαστήκαμε και δεν προλάβαμε να σταματήσουμε τον γέρο, όπως πριν λίγο σταματήσαμε τον φιλότιμο νεαρό, κοιταχτήκαμε αμήχανα και με αγωνία στα πρόσωπα περιμέναμε την όλη περίεργη εξέλιξη. Ο γέρος δεν άργησε μέσα και βγήκε φανερά ανακουφισμένος. Τα σαστισμένα μας μάτια δεν καταλάβαιναν τι έβλεπαν. Η αμηχανία μας στο κατακόρυφο και η ντροπή μας για την επιπολαιότητα της συμπεριφοράς μας στο ζενίθ.
Δεν είδαμε το γέροντα που έφευγε γιατί τα μάτια μας έπεφταν βαριά εκείνη τη στιγμή μόνο προς τα κάτω, τον ακούσαμε όμως που έλεγε μονολογώντας φωναχτά και με νόημα :
¨ άκου κεί να καρτηρούν μπρουστά στ μπόρτα ντ γκλειστή.
για πεμ βρε πιδίμ ποια πόρτα ν΄ ανοίγ μουναχή ; ¨