Τον καιρό που η Ιταλία μάτωνε από τη δράση των Ερυθρών Ταξιαρχιών, το σύνολο του πολιτικού κόσμου, από τη δεξιά ως το κομμουνιστικό κόμμα, ενώθηκε στην πράξη μπροστά στον κοινό εθνικό σκοπό της εξάλειψης της βίας.
Παραμέρισαν ιδεολογικές διαφορές και κοσμοθεωρίες και στις κηδείες των θυμάτων, πίσω από το φέρετρο και του τελευταίου καραμπινιέρου, βάδιζαν όλοι μαζί, όλοι οι πολιτικοί αρχηγοί, με επικεφαλής τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ασχέτως από το ποιο κόμμα, κάθε φορά, βρισκόταν στην κυβέρνηση – και, ως γνωστόν, η Ιταλία άλλαζε τις κυβερνήσεις σαν τα πουκάμισα, οι πολιτικές άλλαζαν, αλλά η τρομοκρατία παρέμενε.
Ουδείς και σε καμία περίπτωση διανοήθηκε να συνδέσει το φαινόμενο με την ακολουθούμενη πολιτική ή με την κυβέρνηση που κάθε φορά βρισκόταν στην εξουσία.
Ουδείς και σε καμία περίπτωση διανοήθηκε να αμφισβητήσει δημόσια την
Δικαιοσύνη ή την Αστυνομία.
Αυτό έγινε στην περίπτωση του πολέμου κατά της Μαφίας, αλλά αν θέλουμε (και έτσι πρέπει) να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα του ναζισμού ως πολιτικό πρόβλημα, τότε η στάση πρέπει να είναι και κοινή και πολιτική.
Μέχρι στιγμής, στην Ελλάδα, ακολουθείται η πεπατημένη, η ίδια οδός των συγκρούσεων που ακολουθήθηκε και στην περίπτωση της «ελληνικής» τρομοκρατίας.
Καταδικάζουν όλοι, αλλά με ένα «ναι μεν, αλλά» στην άκρη των δηλώσεών τους.
Προτείνουν (συμβολικά φυσικά) επικεφαλής του αγώνα να τεθεί ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, αλλά επιμένουν να συνδέουν τον ναζισμό και τη βία με το μνημόνιο ή να θέτουν όρους και προϋποθέσεις, ανοίγοντας άλλα θέματα.
Συγγνώμη, αλλά με τον τρόπο αυτό δεν πρόκειται να πάμε πουθενά – ενώ οι ναζιστές και το οργανωμένο έγκλημα τρίβουν ήδη τα χέρια τους.
Πριν καν επισκεφθεί τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ο κ. Τσίπρας, από την Κουμουνδούρου έσπευσαν σε διευκρινίσεις, προκειμένου να μην έχουμε την παραμικρή αμφιβολία ότι το μέτωπο κατά της ναζιστικής βίας θα έχει ρωγμές από την πρώτη στιγμή της γέννησής του.
Για παράδειγμα, μας ενημέρωσαν πως θα επιμείνουν στη διασύνδεση της οικονομικής κρίσης με την έξαρση του ναζισμού, υποστηρίζοντας πως η οικονομική παράμετρος είναι η βασική αιτία του προβλήματος.
Επιμένουν δηλαδή εκεί στον ΣΥΡΙΖΑ σε μια άποψη που νομιμοποιεί τη δράση της Χ.Α.
Επιμένουν να συνδέουν τον κατά τη γνώμη τους ατελή τρόπο λειτουργίας του κοινοβουλίου (η αλήθεια είναι πως τόση πολυλογία δεν υπάρχει σε κανένα κοινοβούλιο του κόσμου) με τη δράση της Χ.Α. Θέλουν, δηλαδή να μας πουν πως η Χ.Α. εγκληματεί με τον τρόπο που εγκληματεί, διότι θέλει… περισσότερη Δημοκρατία!
Και προειδοποιούν πως ενδεχόμενη συμμετοχή του κ. Τσίπρα σε σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών για το θέμα, δεν σημαίνει και υποστολή της αντιπολιτευτικής τακτικής του κόμματος.
Συγγνώμη, αλλά τι σχέση έχει το επιδιωκόμενο μέτωπο κατά της βίας με την αντιπολιτευτική τακτική;
Για ποιο λόγο τίθεται, τούτη την ώρα;
Και για ποιο λόγο ένα κόμμα που υποτίθεται ότι επιδιώκει ένα κοινό μέτωπο, στην πράξη ανοίγει μέτωπο με τους θεσμούς στους οποίους μια δημοκρατική κοινωνία αναθέτει να βγάλουν το φίδι από την τρύπα;
Τι νόημα έχει να μιλάμε για «θύλακες» στη Δικαιοσύνη και στην Αστυνομία που δείχνουν ανοχή προς τη Χ.Α., την ώρα που το θέμα βρίσκεται σε εκείνους τους δικαστές και σε εκείνους τους αστυνομικούς που ουδείς αμφισβητεί ότι θα πράξουν το καθήκον τους;
Αν μεμονωμένα πρόσωπα (όπως μπορεί δυστυχώς να συμβαίνει σε όλους τους επαγγελματικούς κλάδους) δείχνουν ανοχή, σε τι διαφέρουν από όσα κόμματα και πολιτικά πρόσωπα δέχθηκαν να υπερψηφίζονται οι προτάσεις τους από τη Χ.Α. και μάλιστα μέσα στο κοινοβούλιο;
Τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά για να μην μιλάμε συγκεκριμένα και με στοιχεία:
Με την υπόθεση ασχολείται η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου κ. Ευτέρπη Γκουτζαμάνη.
Συγκεκριμένα, λοιπόν: Υπάρχει κάποια αμφισβήτηση περί το πρόσωπό της; Αμφισβητούνται οι συνεργάτες της;
Την Κυριακή, αντιπροσωπεία του ΣΥΡΙΖΑ συναντήθηκε με τον αρχηγό της ΕΛΑΣ, προκειμένου, όπως μάθαμε, να θέσουν υπ’ όψη του διάφορα περιστατικά ολιγωρίας της αστυνομίας.
Μα και σ’ αυτήν την περίπτωση, το θέμα βρίσκεται πλέον σε τέτοιο σημείο, που δεν έχει καμιά σημασία αν κάποιοι ανόητοι στα σώματα ασφαλείας έχουν αποφασίσει να πυροβολήσουν τα πόδια τους και να υποκατασταθούν από τα τάγματα εφόδου της Χ.Α. Επομένως, τι νόημα έχουν όλα αυτά, τούτη την ώρα; Σε κουβέντα να βρισκόμαστε;
Πολύ περισσότερο που στην ίδια την ανακοίνωσή του, ο ΣΥΡΙΖΑ αναφέρεται στη μεγάλη πλειοψηφία του αστυνομικού σώματος που «δεν έχει καμιά σχέση με τέτοιες πράξεις και τις αποδοκιμάζει».
Υ.Γ. Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε (πάλι) και ο πρόεδρος των ΑΝ.ΕΛ., που δήλωσε πως στηρίζει τη σύσκεψη υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, με την προϋπόθεση, «ότι θα πρέπει να συζητηθεί η αναστολή του Συντάγματος που έχει κάνει η συγκυβέρνηση, η αλλαγή του καθεστώτος των πράξεων νομοθετικού περιεχομένου με επαναφορά του νομοθετικού έργου της Βουλής. Να επαναλειτουργήσει ο κοινοβουλευτισμός. Δεν μπορεί να συζητάμε για παραβίαση του Συντάγματος μόνο από την πλευρά των ναζιστών και να μη συζητάμε για τη Δημοκρατία, η οποία έπαυσε να λειτουργεί με απόφαση της συγκυβέρνησης».
Έβαλε δηλαδή στην ίδια ζυγαριά το μνημόνιο και τον ναζισμό, επιβεβαιώνοντας ότι του προσφέρει σταθερά ηθική και πολιτική νομιμοποίηση…