Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2013

Ο βουλευτής στο πανηγύρι - Του Δημήτρη Τσιμούρα

Ο βουλευτής στο πανηγύρι
Του Δημήτρη Τσιμούρα
Το βασικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει κυρίως σήμερα ένας κυβερνητικός βουλευτής δεν είναι φυσικά η αγωνία του για τη… «σωτηρία της πατρίδας» αλλά η επανεκλογή του! Και το πρόβλημα της επανεκλογής γίνεται ακόμα  δυσκολότερο, επειδή οι ψήφοι αυτών, που με
συνέπεια και δουλικότητα υπηρετεί, είναι ελάχιστοι και δυστυχώς του  χρειάζονται και οι ψήφοι εκείνων, που και εξαιτίας του υποφέρουν.
Συνεπώς η όλη αγωνία του επικεντρώνεται πώς στην ουσία θα συνεχίσει να εξαπατά εκείνους που ήδη έχει εξαπατήσει και αυτό φυσικά δεν είναι και από τα πιο εύκολα. Όμως σε καμιά περίπτωση δεν παραιτείται από το δύσκολο αυτό…  εγχείρημα, δηλαδή της εξασφάλισης των απαιτούμενων για την επανεκλογή του ψήφων!
Κεντρική πλατεία Σελίου, υψόμετρο 1450 μέτρα. Παραμονή Δεκαπενταύγουστου, ο καιρός δροσερός, το πανηγύρι σε πλήρη εξέλιξη. Η μπάντα του Συλλόγου Βλάχων της Βέροιας ξεσηκώνει τον κόσμο. Εκατοντάδες πανηγυριώτες σέρνουν το χορό, άλλοι παρακολουθούν σιγοτραγουδώντας κι άλλοι  κάνουν  επιτόπιες χορευτικές κινήσεις.
Χαρούμενα πρόσωπα και ένα χαμόγελο που σε άλλους διαγράφεται αμυδρά και σε άλλους πιο έντονα. Θαρρείς και τα προβλήματα έχουν ξεχαστεί. Και βέβαια, άσχετα με το αν τα σουβλάκια  φέτος στα τραπέζια είναι ελάχιστα, άσχετα αν οι περισσότεροι  χορταίνουν την πείνα τους με ένα σάντουιτς από τις γύρω καντίνες, γεγονός είναι ότι κυριαρχεί σχεδόν στους πάντες μια γενική ευθυμία. Η πιο κατάλληλη ευκαιρία για να κάνει την εμφάνιση του ο βουλευτής.
Φουριόζος ο βουλευτής του πρώτου τη τάξει κυβερνητικού κόμματος, με  ενισχυμένη μάλιστα κουστωδία -ο λογαριασμός της οποίας έρχεται  κανονικά  σε μας-  πάντα υπό τους ήχους της πράγματι εξαιρετικής βλάχικης μπάντας, σαν μαγνητισμένος κατευθύνεται προς την κεντρική πλατεία.
Σε κάποιον που τον κοιτά, σε σημείο που ο κόσμος ακόμα δεν είναι και τόσο πυκνός, κάνει να απλώσει το χέρι, μα αμέσως το μαζεύει, γιατί καταλαβαίνει ότι δεν έχει ο απέναντί  του  την  ανάλογη διάθεση. Περιορίζεται σ’ ένα τυπικό «τι κάνετε» αλλά ο συνομιλητής του αντί μιας αναμενόμενης απάντησης του λέει με σταθερή και απόλυτα ελεγχόμενη φωνή: « Σκορπάτε τη φτώχεια και τη δυστυχία. Απολύετε εργαζόμενους. Διογκώνετε την ανεργία  σε αστρονομικά ύψη. Μειώνετε μισθούς και συντάξεις. Ληστεύετε τα ασφαλιστικά ταμεία. Ξεπουλάτε την πατρίδα».
Προς στιγμήν ο βουλευτής ξαφνιάζεται και δείχνει ότι δεν περίμενε κάτι τέτοιο, αλλά αμέσως σχεδόν, κρατώντας την ψυχραιμία του, δείχνοντας απόλυτα δασκαλεμένος για ανάλογες…  ατυχείς  περιπτώσεις,  απαντά: «Δεν ξεπουλάμε τίποτα. Δεν μειώνουμε μισθούς και συντάξεις. Δεν απολύουμε κανέναν. Δεν διαλύουμε τίποτα. Δεν ευθυνόμαστε για την ανεργία. Για όλους είναι το ίδιο δύσκολα»,  δηλώνει, πατώντας στα χνάρια του αρχηγού του, προφασιζόμενος κι αυτός  ότι ζει σε έναν άλλο κόσμο! Και ενώ λέγονται  όλα αυτά, οι συνοδοί του βουλευτή σχηματίζουν με ζηλευτό επαγγελματισμό και με απόλυτα διακριτικό τρόπο  έναν κλοιό γύρω από τους δύο συνομιλητές, ώστε να μην γίνουν και άλλοι  κοινωνοί αυτής της απρόσμενης και ανεπιθύμητης  συζήτησης.      
«Υπάρχουν σήμερα πολλοί που πλουτίζουν σε βάρος αυτών που εσείς οδηγείτε στην πείνα και την εξαθλίωση. Κατασκευάζετε  με την πολιτική σας μαυραγορίτες και τοκογλύφους»  συνεχίζει επιμένοντας ο συνομιλητής του.
«Αυτό είναι άποψή σας» απαντά ψυχρά αλλά ευγενικά  ο βουλευτής.
Και ενώ ο κλοιός που έχουν  σχηματίσει οι βουλευτικοί συνοδοί δεν αφήνει   κανένα περιθώριο, για να αντιληφθούν οτιδήποτε  από τη συζήτηση οι περιδιαβαίνοντες πανηγυριώτες,  ο συνομιλητής, αντιλαμβανόμενος ότι δεν έχει πλέον κανένα νόημα η συνέχεια της συζήτησης, κλείνοντάς την, του ανταπαντά.
«Έχετε και εσείς ακέραια την ευθύνη για όσα σήμερα συμβαίνουν στον τόπο μας και  είστε και εσείς ένας από αυτούς που τυπικά «νομιμοποιεί» όλα αυτά. Μια μέρα θα κληθείτε να δώσετε λόγο. Είστε και εσείς υπόλογος απέναντι στον ελληνικό λαό» 
«Άποψή σας» επαναλαμβάνει  στο συνομιλητή του ο βουλευτής και βιαστικά ξεκινά, για να καλύψει τον χαμένο χρόνο, ενώ η κουστωδία ακολουθεί  παίρνοντας φυσικά κάθε μέτρο προστασίας του από τον εχθρό λαό.   
Ίσως να μην  είναι  άξια λόγου όλα τα παραπάνω, γιατί  δεν θα περίμενε κανείς και κάτι διαφορετικό. Όμως ο βουλευτής, οι βουλευτές, αυτοί που έχουν βασική ευθύνη για όλα όσα σήμερα συμβαίνουν στη χώρα μας, χωρίς αιδώ φροντίζουν να εκμεταλλευτούν ακόμη και το τελευταίο ψήγμα χαράς και ξεγνοιασιάς που εκφράζει κάποιος σε ένα πανηγύρι, τη στιγμή  μάλιστα που το  περιμένει μόνο μία φορά το χρόνο. Βρίσκουν την ευκαιρία να παρεισφρήσουν σ’ αυτήν την κορυφαία εκδήλωση και να εκμεταλλευτούν το όποιο πρόσφορο έδαφος δημιουργείται, για να εξασφαλίσουν, όπως οι ίδιοι πιστεύουν, τις ψήφους της πολυπόθητης επανεκλογής! Εννοείται  από αυτούς που σήμερα  δεινοπαθούν, από αυτούς που η πολιτική του κόμματος του βουλευτή τούς στερεί  κάθε ελπίδα,  ακόμη και το περιθώριο  μιας αισιόδοξης σκέψης για τους ίδιους και τα παιδιά τους!
Και βέβαια, είναι αυτονόητο ότι  αυτοί που ωφελούνται απ’ αυτήν την πολιτική, αυτοί  που «ελέω  κρίσης» θησαυρίζουν με γοργούς ρυθμούς  δεν έχουν ανάγκη από τα πανηγύρια, για να διασκεδάσουν, γι αυτούς κάθε μέρα είναι πανηγύρι! 
Η αγωνία λοιπόν για την ψήφο και την επανεκλογή, τούς κάνει αδίστακτους. Τι ζήτημα να τους θέσει κάποιος την ώρα που διασκεδάζει;  Όμως  ο βουλευτής στο πανηγύρι δείχνει αφενός ότι είναι ένας απ’ αυτούς αφετέρου δε του δίνεται η δυνατότητα να  χαϊδέψει ευχάριστα τα αυτιά των πανηγυριωτών.  Ένα «χρόνια πολλά και του χρόνου»,  μια υπόσχεση, μια χειραψία, ένα χαμόγελο και ας  είναι  όλα ψεύτικα, δεν έχει σημασία! Είναι αυτονόητο ότι σε στιγμές διασκέδασης  ο πανηγυριώτης και αυτό είναι απόλυτα λογικό,  θα αρκεστεί  σ’ ένα λόγο χαράς και αισιοδοξίας αλλά και  μια  υπόσχεση θα του είναι ακόμη πιο ευχάριστη.
Αυτός είναι και ο λόγος που οι κυβερνητικοί βουλευτές όχι μόνο αποφεύγουν να βρεθούν σε  άλλους χώρους συνάθροισης αλλά τρομάζουν  να κάνουν ακόμη και  μια απλή περιδιάβαση στην πόλη ή στο νομό που εκλέγονται. Γιατί άραγε;
 Εάν το έκαναν, τι θα  έλεγαν στους όλο και πιο λίγους  πελάτες αλλά και στους ταλαιπωρημένους πωλητές μιας λαϊκής αγοράς;    
Τι θα έλεγαν  στον κόσμο σε μια επίσκεψή τους σε ένα δημόσιο  νοσοκομείο; Σε μία εφορία; Σε ένα σχολείο;
Τι θα έλεγαν  σ’ αυτούς που παλεύουν με νύχια και με δόντια, για να κρατήσουν ανοιχτά τα μαγαζιά τους;
Τι θα έλεγαν στους πελάτες ενός super market για την ακρίβεια αλλά και στους υπαλλήλους –που κατά κανόνα  οι ίδιοι οι βουλευτές είναι οι εισηγητές της πρόσληψής τους- που δουλεύουν με ρυθμούς εξοντωτικούς και απάνθρωπους  και μισθούς πείνας;
Τι θα έλεγαν σε όλους εκείνους που τους αναγκάζουν  να καταφύγουν, για μια ακόμη χρονιά, στις ξυλόσομπες ή ακόμη και στις κουβέρτες… για να ζεσταθούν, γυρίζοντάς  μας τουλάχιστον πενήντα χρόνια πίσω;  
Τι θα έλεγαν  για τους δρόμους που κατασκευάστηκαν με το αίμα αυτού του λαού και  αυτοί εν μία νυκτί τους παραχώρησαν στους ιδιώτες μεγαλοεργολάβους, για να τους εκμεταλλεύονται, εκτοπίζοντάς  μας απ’ τους δικούς μας στην ουσία δρόμους;
Τι θα έλεγαν στις οικογένειες εκείνων που η πολιτική του κόμματός τους τούς έχει  εξωθήσει στις αυτοκτονίες, σ’ εκείνους που οι τράπεζες είναι σε απόσταση αναπνοής από το να τους πάρουν το σπίτι και να τους βγάλουν στο δρόμο;
Τι θα έλεγαν σ’ εκείνους που σπούδασαν με στερήσεις τα παιδιά τους και τώρα παραμένουν άνεργα,  εξωθώντας τα στη μετανάστευση, για να βρουν δουλειά; 
Τι θα έλεγαν στους άνεργους, σ’ αυτούς που έχουν μηδενικό εισόδημα και   τους φορολογούν, επειδή έτυχε να έχουν ένα σπίτι, ζητώντας τους μάλιστα και  να αποδείξουν πώς ζουν;
Τι θα έλεγαν γενικά για τη βάρβαρη και εξοντωτική φορολογία στους μη έχοντες και όχι στους έχοντες;
Τι θα έλεγαν εν πάση   περιπτώσει σε  γονιούς,  μαθητές και εκπαιδευτικούς, όταν με τις ψήφους τους στη Βουλή διαλύουν και τα τελευταία απομεινάρια της δημόσιας εκπαίδευσης;
Τι θα έλεγαν στους άστεγους, στους πεινασμένους που καθημερινά ο αριθμός τους αυξάνει με ρυθμούς γεωμετρικής προόδου; 
Τι θα  έλεγαν σε όλους αυτούς που σήμερα αγωνίζονται κατά της πολιτικής τους και βρίσκονται στους δρόμους;

Τίποτα από όλα αυτά δεν χρειάζεται να ειπωθεί σε ένα πανηγύρι!   
Παρ’ όλα αυτά, οι κυβερνητικοί βουλευτές μας, γνωρίζουν πολύ καλά  ότι ο «κλοιός» σφίγγει γύρω τους. Δεν είναι αφελείς, ξέρουν  ότι κανένας δεν τους ανέδειξε σε… «σωτήρες». Κανένας δεν τους εξουσιοδότησε να ξεπουλήσουν ό,τι επί δεκαετίες ο ελληνικός λαός δημιούργησε. Κανένας δεν τους εξουσιοδότησε να εκποιήσουν τον ορυκτό του πλούτο. Κανένας δεν τους εξουσιοδότησε  για τρόικες  και μνημόνια. Κανένας δεν τους εξουσιοδότησε να παραδώσουν δέσμια  την πατρίδα, τον ίδιο τον ελληνικό λαό, στους… «φίλους και συμμάχους» δανειστές!
Ξέρουν ότι κανένας δεν τους εξουσιοδότησε να φουσκώνουν τα θησαυροφυλάκια των τραπεζιτών, αφενός  από την υψηλή και αβάσταχτη φορολογία που μας έχουν επιβάλει και αφετέρου από τους τοκογλυφικούς δανεισμούς από τη τρόικα, με τον λογαριασμό να στέλνεται σ’ εμάς, χρεώνοντας ακόμη  και πολλές από τις επόμενες γενιές.
Τα τελευταία έξη χρόνια, οι τραπεζίτες μας, ελέω κυβερνητικών αποφάσεων, άδραξαν πάνω από 260 δις ευρώ -δηλαδή περίπου τα δύο τρίτα του συνολικού δημόσιου χρέους, σύμφωνα πάντα με τα δικά τους στοιχεία-  ενώ οι κόποι και οι θυσίες της συντριπτικής πλειοψηφίας αυτού του λαού έγιναν, γίνονται  αέρας  και όλα αυτά με τις δικές τους ψήφους στη Βουλή.
Γνωρίζουν πολύ καλά ότι η  βάρβαρη πολιτική τους δεν άφησε απολύτως τίποτα που να θεωρείται   κοινωνικό αγαθό. Τα πάντα τα έχουν μετατρέψει σε πηγές κέρδους των ολίγων και πάμπλουτων.
Η κρίση λοιπόν δεν είναι για όλους το ίδιο, κύριοι κυβερνητικοί  βουλευτές. Οι τραπεζίτες, οι μεγαλοεπιχειρηματίες,  οι τοκογλύφοι, οι μαυραγορίτες και οι κάθε λογής επιτήδειοι σήμερα, εξαιτίας και των δικών σας ψήφων στη βουλή,  έχουν καθημερινά… πανηγύρια. Εσείς όμως, στηρίζοντας με κάθε τρόπο όλους αυτούς, αναμασάτε τα ψέματα των αρχηγών σας περί ανάπτυξης, ανάκαμψης, βιωσιμότητας του χρέους και άλλα παρόμοια, για να μην εξεγερθεί ο λαός, τη στιγμή που γνωρίζετε ότι η όποια ανάπτυξη, εάν υπάρξει, θα είναι «ανάπτυξη γαλέρας», με μισθούς… ανταγωνιστικούς εκείνων της Κίνας, Βουλγαρίας και Σκοπίων.  
Για ποια «βιωσιμότητα» του χρέους μιλάτε; Γνωρίζετε πολύ καλά ότι η πτώχευση θα ακολουθήσει, όταν θα έχετε  ξεπουλήσει όλη τη δημόσια περιουσία και όταν θα έχετε  ληστέψει  και το τελευταίο περιουσιακό στοιχείο αυτών που με κόπους και θυσίες το απόκτησαν και τους πετάξετε «γυμνούς» στους δρόμους, έρμαια των ορέξεων των μεγάλων αφεντικών σας, για ακόμη μεγαλύτερη εκμετάλλευση και πλουτισμό.       
Ξέρετε πολύ καλά ότι,  όταν  φύγει από πάνω σας η βουλευτική τήβεννος -και  αυτή η ώρα  δεν  θα αργήσει πολύ να έρθει- τότε τα πράγματα δεν θα είναι για σας εύκολα. Τότε όλοι αυτοί που  ζουν σε καθεστώς εξαθλίωσης θα  σας ζητήσουν τον λόγο.

 Όσο για τα αφεντικά σας, που σήμερα   εσείς υπηρετείτε,  ήδη θα έχουν βρει τους επόμενους  που θα  συνεχίσουν τη «βρώμικη δουλειά» από το σημείο  που  εσείς  την αφήσατε , εάν φυσικά ευοδωθούν τα σχέδιά τους και δεν εξεγερθεί ο λαός ενάντια σ’ αυτήν την  κατάφωρη αδικία, ενάντια σ’ αυτήν την  έξω από κάθε όριο  βάρβαρη καπιταλιστική πολιτική.
Ο φόβος λοιπόν   σήμερα της  μη επανεκλογής  σας, ύστερα από τον βίο και την πολιτεία  σας στο Κοινοβούλιο,  σας οδηγεί να ψαρεύετε ψήφους στα πανηγύρια,  γιατί πουθενά αλλού δεν τολμάτε να παρουσιαστείτε,  παρά μόνον σε ακροατήρια παρατρεχάμενων.
 Όχι, δεν είστε για τα πανηγύρια, κύριε βουλευτά, κύριοι βουλευτές! Η παρουσία σας σ’ αυτά θυμίζει παράσιτο σε υγιή οργανισμό.  Στα πανηγύρια συμπυκνώνεται ο πολιτισμός, τα ήθη και έθιμα ενός τόπου.  Τα πανηγύρια θέλουν λεβεντιά και περηφάνια!  Η πολιτική, που εσείς πιστά υπηρετείτε,  επιχειρεί να τα αφανίσει όλα αυτά, γιατί τα φοβάται,  και στη θέση τους επιδιώκει να βάλει το νόθο, το ψεύτικο, το δήθεν, το βρώμικο, το γελοίο!

Τι σχέση έχετε λοιπόν εσείς με τα πανηγύρια;
Εσείς στο μυαλό σας μετράτε μόνο ψήφους!

Άποψή μας, κύριε βουλευτά!
                                                                                                 18 Σεπτέμβρη του13