Γράφει:
ο
Δημήτριος Κ. Χλεμές
Διευθυντής 2ου Δημοτικού Σχολείου
Κολινδρού,
Δημοτικός Σύμβουλος Πύδνας Κολινδρού
Πρόεδρος της Δημοτικής Κοινωφελούς Επιχείρησης
Δήμου Πύδνας Κολινδρού
Σήμερα, 22
Φεβρουαρίου 2013, συμπληρώνονται 135 χρόνια από την ηρωική επανάσταση του
Ολύμπου, γνωστή και ως ανταρσία του
Ολύμπου, που είχε
επίκεντρο των γεγονότων τον Κολινδρό και το Λιτόχωρο. Η επανάσταση αυτή που έγινε
το 1878, κατέχει αναμφίβολα σημαντική θέση στην ιστορία της Πιερίας
αλλά και ολόκληρης της Μακεδονίας και της Ελλάδας γενικότερα.
Με την
ευκαιρία αυτής της επετείου αποτελεί υποχρέωση να σκιαγραφήσουμε την
προσωπικότητα του φλογερού ιεράρχη Νικολάου Λούση, πρωταγωνιστή της εξέγερσης
και να αποτυπώσουμε, τα σημαντικότερα γεγονότα, όπως αυτά διαδραματίστηκαν στον Πιερικό
χώρο.
Ο Επίσκοπος
Κίτρους Νικόλαος Λούσης
Ο Επίσκοπος Κίτρους Νικόλαος Λούσης, αποτελεί
σημαντική πρωταγωνιστική προσωπικότητα της επανάστασης του 1878, μια μορφή που ακολουθεί το δρόμο του
υπέρ πίστεως και πατρίδας αγώνα και της θυσίας των μεγάλων ιεραρχών του Γένους.
Γεννήθηκε στη Στενήμαχο της
Βόρειας Θράκης (Ανατολικής Ρωμυλίας), το 1840. Αφού σπούδασε στα σχολεία
της πατρίδας του και διακρίθηκε για την
επιμέλεια, την επίδοση στα γράμματα και
το ήθος του, πήγε υπότροφος στη Ριζάρειο
Σχολή. Σπούδασε 5 χρόνια εκεί και στη συνέχεια επέστρεψε στην πατρίδα
του, όπου χειροτονήθηκε αρχιδιάκονος από
τον τότε Μητροπολίτη Φιλιππούπολης. Από
τη θέση αυτή θα παίξει έναν πολυδιάστατο ρόλο για το έθνος. Αγωνίζεται κατά της επικράτησης των Βουλγάρων, πολεμάει στην πρώτη γραμμή,
στις επάλξεις της Ακρόπολης του Βορειοθρακικού Ελληνισμού, της Φιλιππούπολης.
Όταν το 1868 κηρύχθηκε η
επανάσταση κατά των Τούρκων στην Κρήτη,
ο Νικόλαος Λούσης, έφυγε από τη Φιλιππούπολη, ήρθε στα Χανιά ως δάσκαλος και πήρε μέρος σ’ αυτή, επικεφαλής σώματος
εθελοντών. Μετά τη λήξη της επανάστασης έρχεται στην Κωνσταντινούπολη και διδάσκει σε Λύκειο μέχρι το 1874.
Η γνωριμία του με τον Μητροπολίτη Θεσ/νίκης Ιωακείμ, τον μετέπειτα Πατριάρχη
Κωνσταντινουπόλεως, τον έφερε στη Θεσ/νίκη, όπου η επισκοπική σύνοδος τον
προήγαγε σε Επίσκοπο Κίτρους τον Απρίλιο
του 1875, με έδρα τον Κολινδρό Πιερίας.
Του ικανού αυτού ιεράρχη έργο είναι
η επανάσταση του Κολινδρού το Φεβρουάριο του 1878, την
οποία ο ίδιος είχε προσχεδιάσει και είχε
αναλάβει υπεύθυνα από καιρό.
Η επανάσταση αυτή του Κολινδρού και του Λιτοχώρου δεν έφερε το ποθητό αγαθό της
ελευθερίας στην περιοχή, αλλά πέτυχε την
αναθεώρηση της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, που «κατασκεύαζε» τη Μεγάλη Βουλγαρία σε βάρος του
Ελληνισμού και επιτεύχθηκε η
προσάρτηση στα ελληνικά εδάφη, της Θεσσαλίας κι ενός τμήματος της Ηπείρου.
Ο επίσκοπος πικραμένος από την
αποτυχία της επανάστασης, πήγε στη Θεσσαλία, όπου συνεργάστηκε με τους
επαναστάτες της και από εκεί στη
Λαμία, όπου κάτοικοι και αρχές τον
υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό.
Δεν επέστρεψε στην έδρα του,
τον Κολινδρό, αλλά αποσύρθηκε σ’ ένα σπίτι στον Πειραιά, όπου πέθανε από
φυματίωση στις 29 Ιουλίου 1882, σε
ηλικία 42 μόλις χρόνων.
Η ελληνική κυβέρνηση τον τίμησε μετά θάνατον, αποδίδοντας στο νεκρό τιμές υποστρατήγου. Την κηδεία του
παρακολούθησαν χιλιάδες λαού, βουλευτές, υπουργοί και ο τότε πρωθυπουργός
Χαρίλαος Τρικούπης.
Η επανάσταση της 22ας Φεβρουαρίου 1878
Η κήρυξη
του Ρωσοτουρκικού πολέμου το 1877-1878
και η προέλαση των Ρώσων προς την Κωνσταντινούπολη, μετά την πτώση του φρουρίου
της Πλεύνας και την κατάληψη της
Αδριανούπολης, ανάγκασε την Ελληνική
κυβέρνηση κάτω από την πίεση της κοινής
γνώμης να διατάξει την εισβολή, στο υπό
τουρκική κυριαρχία ελληνικό έδαφος, μιας δύναμης 20.000 περίπου ανδρών υπό τον αντιστράτηγο
Σκαρλάτο Σούτσο.
Η Θεσσαλία, η Μακεδονία, η Ήπειρος περίμεναν την ελευθερία να ξαναγυρίσει στα
αιματοποτισμένα χώματα τους. Και εισέβαλε μεν ο ελληνικός στρατός,
φέρνοντας το ελπιδοφόρο μήνυμα, αλλά
αργότερα, σύμφωνα με αξίωση των Ευρωπαϊκών
δυνάμεων, υποχρεώθηκε να αποσυρθεί στο ελεύθερο ελληνικό κράτος.
Η ανακωχή,
που υπογράφηκε μεταξύ Ρώσων και Τούρκων και η μετά από ένα μήνα (20 Φεβρουαρίου
1878), υπογραφή της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, που δημιουργούσε σε βάρος του
Ελληνισμού μια Μεγάλη Βουλγαρία, έδωσαν αφορμή
στην Ανεξάρτητη Μακεδονική Επιτροπή Αγώνα, που σχηματίστηκε
τον Ιανουάριο του 1878, να οργανώσει επαναστατικό κίνημα και να ενισχύσει τις
κινήσεις ανταρσίας που άρχισαν να
παρατηρούνται στις περιοχές του Ολύμπου,
των Πιερίων και αλλού. Επικεφαλής του
εκστρατευτικού σώματος στον
Όλυμπο, τέθηκε ο Λοχαγός του ελληνικού
στρατού Κοσμάς Δουμπιώτης (Μακεδόνας στην καταγωγή, απ’ τη Χαλκιδική). Το σώμα του Δουμπιώτη αποτελούμενο κατά το μεγαλύτερο μέρος από Μακεδόνες
εθελοντές, αποβιβάστηκε τη νύχτα της 15ης προς 16η Φεβρουαρίου 1878 στη Πλάκα Λιτοχώρου. Οι εθελοντές, έγιναν δεκτοί με ενθουσιασμό από τους κατοίκους
του Λιτοχώρου και των γύρω χωριών. Ο οπλισμός
αποθηκεύτηκε στο Μετόχι της Μονής του Αγίου Διονυσίου, και το Λιτόχωρο
ορίστηκε η έδρα του αρχηγείου και της
Επαναστατικής κυβέρνησης του Ολύμπου.
Πρόεδρος (της επαναστατικής κυβέρνησης),
έγινε ο γιατρός Ευάγγελος Κοροβάγκος και γραμματέας ο Επίσκοπος
Κίτρους Νικόλαος Λούσης, που είχε έδρα
της επισκοπής του τον Κολινδρό.
Από τις
πρώτες ενέργειες της Κυβέρνησης ήταν η έκδοση
προκήρυξης προς τις
κυβερνήσεις των Ευρωπαϊκών δυνάμεων, με
την οποία ανακοινώνεται η κατάλυση της
εξουσίας του Σουλτάνου, η ανακήρυξη της ένωσης με την Μητέρα Ελλάδα, και
διαδηλώνεται η απόφαση των Μακεδόνων να αγωνιστούν για την κατάκτηση της
ελευθερίας, ζητώντας ταυτόχρονα προστασία
για τον δίκαιο αγώνα τους.
Ο Κοσμάς
Δουμπιώτης και άλλοι αξιωματικοί του εκστρατευτικού σώματος κινήθηκαν με σκοπό
να εμψυχώσουν και τους κατοίκους και των άλλων χωριών της περιοχής.
Η μη κατάληψη της Κατερίνης, όπου κατοικούσαν πολλοί Τούρκοι, (ο
Κοσμάς Δουμπιώτης ξεγελάστηκε από τον Νικόλαο Μπίτζιο τσιφλικούχο της περιοχής και Τούρκο εκπρόσωπο, από πλευράς των
κατοίκων της Κατερίνης και δεν επιτέθηκε κατά της Κατερίνης), έδωσε την
ευκαιρία στους Τούρκους της Θεσσαλονίκης
να προετοιμάσουν ισχυρή
στρατιωτική δύναμη που θα συνέτριβε την επανάσταση.
Στο μεταξύ
στον Κολινδρό, ο Επίσκοπος Νικόλαος Λούσης, κήρυξε στη θέση «Φούντα» την 22α
Φεβρουαρίου 1878, την επανάσταση που
ονομάστηκε και «ανταρσία». Μη μπορώντας όμως να κρατήσει την ευκολοπρόσβλητη αυτή θέση από την επικείμενη επίθεση των
Τούρκων, έκαψε το κτίριο της Επισκοπής
τη νύχτα της 25/26 Φεβρουαρίου 1878 και την επομένη οδήγησε τα
γυναικόπαιδα του Κολινδρού και των άλλων
χωριών στην Μονή των Αγίων Πάντων. Ο Ασάφ πασάς, που ανέλαβε να
καταπνίξει την επανάσταση, ανενόχλητος
αφού κατέλαβε τον Κολινδρό, κινήθηκε προς την Κατερίνη και κατευθυνόμενος
νοτιότερα πυρπόλησε και λεηλάτησε το Λιτόχωρο.
Αργότερα,
αφού ολοκλήρωσε την επιχείρηση καταστολής του επαναστατικού κινήματος στην
Πιερία, στράφηκε εναντίον της Μονής των Αγίων Πάντων όπου κρύβονταν οι
επαναστάτες του Κολινδρού και της ευρύτερης περιοχής. Η αντίσταση που προέβαλαν
οι λιγοστοί άνδρες, δεν ήταν αρκετή να
σταματήσει την Τουρκική εκδίκηση. Γυναικόπαιδα συνελήφθησαν και αφού
λεηλατήθηκαν αφέθηκαν αργότερα ελεύθερα, να επιστρέψουν στα χωριά τους. Αλλά
γύρω στο τελευταίο αυτό οχυρό και
καταφύγιο δύο και πλέον χιλιάδων γυναικόπαιδων, στο μοναστήρι των Αγίων Πάντων,
(Μονή που βρίσκεται κοντά στη Βεργίνα)
γράφτηκε ο επίλογος της ανταρσίας, με μια πράξη αυτοθυσίας και ηρωισμού,
που θυμίζει το αιώνιο Ζάλογγο. Εφτά γυναίκες Βλάχων κτηνοτρόφων από το Σέλι
Βερμίου, ρίχτηκαν σ’ ένα γκρεμό κοντά στο μοναστήρι των Αγίων Πάντων, για να μην πέσουν στα χέρια των
Τούρκων.
Μετά την
κατάληψη της Μονής των Αγίων Πάντων, είχε σβήσει πια οριστικά η Επανάσταση στη
Μακεδονία.
Αν και ο αγώνας αυτός, απέτυχε στο πολεμικό
πεδίο, όπλισε όμως την Ελλάδα και της
επέτρεψε να διεκδικήσει τα δίκαιά της, ένα μέρος των οποίων, αναγκάστηκε να
ικανοποιήσει το Συνέδριο του Βερολίνου, (τον Αύγουστο του 1878), που κατάργησε
τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου και επέβαλε την προσάρτηση στο ελεύθερο Ελληνικό
κράτος ολόκληρης της Θεσσαλίας και ενός τμήματος της Ηπείρου.
Πάνω απ’
όλα όμως η επανάσταση εκείνη κατέδειξε πόσο
ακοίμητος ήταν ο πόθος της ελευθερίας και πόσο πρόθυμη η διάθεση των
υποδούλων για αγώνες και θυσίες.
Η γνώση της
τοπικής μας ιστορίας, που συμβάλλει και στη γνώση της εθνικής μας ιστορίας
αποτελεί αναμφίβολα το καλύτερο μέσο
αυτογνωσίας. Όλοι μας έχουμε χρέος, ως ελάχιστη ένδειξη ευγνωμοσύνης, να φροντίσουμε να της προσδώσουμε τη θέση που
της αξίζει.