Κρίνουμε τη δημόσια εικόνα των επαγγελματιών της εξουσίας – είναι χρέος μας των πολιτών. Ομως αγνοούμε τι πραγματικά πιστεύουν.
Ο δημόσιος λόγος τους (πάντοτε προβλέψιμος, στερεότυπα κοινότοπος) εξαντλείται οπωσδήποτε σε χιλιοειπωμένες γενικότητες, σε αοριστίες. Θέλει να κερδίσει τις εντυπώσεις, όχι να δεσμευθεί σε προτάσεις για τη λύση προβλημάτων. Η γλώσσα που μιλάνε οι επαγγελματίες της εξουσίας μεταγγίζει την παγεράδα ότι δεν πιστεύουν σε τίποτα.
Δεν πιστεύουν πια σε ιδεολογίες: «Ριζοσπάστες» αριστεροί διεθνιστές, συνεπέστατα μηδενιστές, συγκυβερνάνε με ατόφιους δεξιούς που επιμένουν να σταυροκοπιούνται «προς το θεαθήναι». Τάχα και «σοσιαλιστές» συγκυβέρνησαν με τη «Δεξιά» που πριν την έλεγαν «οχιά» και είχαν επαγγελθεί «να της λιώσουν το κεφάλι». Δεν έχουν μπέσα ούτε στα λόγια ούτε στις πράξεις. Αλλάζουν τους αρχηγούς σαν πουκάμισα, αλλά κανένας αρχηγός τους δεν τόλμησε ποτέ επώδυνη, μεταρρυθμιστική αυτοκριτική με πολιτικές συνέπειες.
Η γλώσσα των κομματανθρώπων δεν άλλαξε ούτε στη διάρκεια του εφιάλτη των τελευταίων δέκα χρόνων. Η καταστροφή της οικονομίας, ο διεθνής διασυρμός της χώρας, η εφιαλτικών διαστάσεων ανεργία, το ποσοστό του πληθυσμού το βυθισμένο, μέρα - νύχτα, στο μαρτύριο της ανέλπιδης στέρησης. Αλλά και ο αδιάκοπος τρόμος από την κατάλυση κάθε προστασίας του πολίτη, την παρανοϊκή ασυδοσία «μπαχαλάκηδων», ληστρικών συμμοριών αδίστακτων σε κακουργήματα, «αντικρατιστών» που ρημάζουν κάθε βράδυ την πρωτεύουσα και ρεζιλεύουν καθημερινά την αστυνομία, τους νόμους, το τάχα και δικανικό μας σύστημα. Κι ακόμα, ο συνεχής και διεθνής διασυρμός του ελληνικού ονόματος από την τουρκική, τη σκοπιανή, την αλβανική ιταμότητα – όλα αυτά είναι για τους επαγγελματίες της εξουσίας μόνο αφορμή φτηνιάρικης, κουτοπόνηρης δημοκοπίας.
Ισως δεν υπάρχει άλλη κοινωνική ή επαγγελματική ομάδα στη χώρα μας που να εμφανίζει τόσα συμπτώματα εξευτελιστικής χρεοκοπίας της ανθρώπινης ποιότητας, τέτοια αναξιοπρέπεια και επίμονο αυτοδιασυρμό, όσο οι «πολιτευόμενοι» και οι τηλεοπτικοί τους νταβατζήδες. Είναι προφανέστατη και οδυνηρότατη η διαπίστωση, αλλά στον γραπτό λόγο πρέπει, έστω ενδεικτικά, να τεκμηριωθεί.
Πρώτο, κατάφωρο και σταθερής μονιμότητας τεκμήριο: ο τρόπος που συγκροτούνται τα κυβερνητικά σχήματα. Η ανάθεση υπουργείου δεν έχει την παραμικρή σχέση με τη λογική της ειδικής προετοιμασίας, του έγκαιρου κεντρικού προγραμματισμού. Δεν ενδιαφέρει ποιος είναι ο περισσότερο κατάλληλος, ο πιο καλά προετοιμασμένος, ο πιο αποδεδειγμένα αποτελεσματικός στον συγκεκριμένο τομέα. Ολα τα «επιφανή» κομματικά στελέχη είναι κατάλληλα για οποιοδήποτε υπουργείο – και η ιδιότητα του «επιφανούς» είναι συνάρτηση της συχνότητας των τηλεοπτικών εμφανίσεων (αβαθμολόγητης σοβαρότητας) ή της ανεξέλεγκτης εύνοιας του αρχηγού, «αυθέντου και δεσπότου».
Δεύτερο, ακαταμάχητο τεκμήριο αυτεξευτελισμού του πολιτικού μας προσωπικού είναι ο τρόμος του (όχι απλώς φοβία) για το ενδεχόμενο «πολιτικό κόστος» (δηλαδή απώλεια ψήφων) που μπορεί να έχει το οποιοδήποτε πολιτικό ενέργημα. Αυτή η έντρομη έγνοια επιβάλλει την εμμονή στην επανάληψη - συντήρηση των δεδομένων, τον πανικό μπροστά στο ενδεχόμενο της παραμικρής αλλαγής, μεταρρύθμισης, εκσυγχρονιστικής καινοτομίας. Το ενδεχόμενο «πολιτικό κόστος», αυτοί που θα δυσαρεστηθούν, όσοι κι αν είναι, παγιδεύουν κάθε κυβέρνηση στη λογική των «βελτιώσεων», στην προτεραιότητα των εντυπώσεων, εγκαταλείποντας άλυτα τα πιο βασανιστικά της κοινωνίας προβλήματα. Ποιος να τολμήσει αμερόληπτη κρίση - αξιολόγηση των δημόσιων λειτουργών, ανένδοτη καταξίωση της αριστείας, δηλαδή ρεαλιστική «επανίδρυση του κράτους»;
Τρίτο ενδεικτικό τεκμήριο της βεβαιότητας ότι οι επαγγελματίες πολιτικοί στην Ελλάδα υπηρετούν μόνο μια έντεχνα εξωραϊσμένη ιδιοτέλεια είναι η απροσχημάτιστη υποτέλεια των «κομμάτων εξουσίας» στον «ξένο παράγοντα». Σίγουρα, η λέξη «υποτέλεια» έχει τεράστιο εύρος σημασιών, γι’ αυτό και εύκολα υπηρετεί τη σκόπιμη εμπαθή φημολογία, την προπαγανδιστική ψευδολογία. Παραμένει ωστόσο και προκλητικά επιδεικτική η άρνηση έστω και μιας προσχηματικής φιλοπατρίας, στοιχειώδους έγνοιας για τη συλλογική αξιοπρέπεια των ελληνώνυμων. Η Βουλή των Ελλήνων (άσχετα με το ποιος τότε προήδρευε) εξέδωσε, τον Ιούνιο του 2015, «Προκαταρκτική Εκθεση της (διεθνούς) Επιτροπής Αλήθειας Δημόσιου Χρέους», που μπορεί να φημολογείται αναξιόπιστη, αλλά η ενδεχόμενη αναξιοπιστία της δεν έχει ώς σήμερα δικαστικά βεβαιωθεί. Και όταν εκκρεμούν καταγγελίες, με όχι τυχαίες υπογραφές, για φρικώδη (στην κυριολεξία) κοινωνικά εγκλήματα, με συνέπειες για τη συνέχεια της ελληνικής παρουσίας στην Ιστορία, το να προτάσσεται σήμερα η κοινοβουλευτική διερεύνηση του περιπτωτικού ξεφαντώματος Novartis είναι υποκρισία ανυπόφορα προκλητική.
Το ίδιο ισχύει και για τις επώνυμες καταγγελίες που περιέχονται στο βιβλίο του Γιάννη Βαρουφάκη «Ανίκητοι ηττημένοι»: Μπορεί ο συγγραφέας να έχει πολιτικά αυτο-εξουδετερωθεί από τον ναρκισσισμό του, όμως οι καταγγελίες συγκεκριμένων εγκλημάτων με επώνυμους αυτουργούς, σχολαστικά τεκμηριωμένες, μένουν δικαστικά αδιερεύνητες ακυρώνοντας κάθε αξίωση εντιμότητας του πολιτικού βίου (άρα συνέχειας ιστορικής του ελλαδικού κρατιδίου).
Βέβαια η ιστορική εξαφάνιση ενός περιώνυμου λαού δεν αποσοβείται με καταγγελίες και δικαστικές ποινές. Ομως η εξαιρετικά επώδυνη συνειδητοποίηση της απειλής από μια «κρίσιμη μάζα» πολιτών μπορεί να γεννήσει απρόβλεπτες ανακατατάξεις. Το ενδεχόμενο μιας τέτοιας έκπληξης υπηρετεί η συχνή, επιτεταμένη επανάληψη της καταγγελίας.