Μόνη λύση η απομάκρυνση του φορέα της
*Του Χρήστου Τζιουβάρα, Γραμματέα της Ν.Ε. ΠΑΣΟΚ Πιερίας
Η πορεία εξόδου της Χώρας από την κρίση διέρχεται μία δεύτερη (υπό)κρίση που συνίσταται ακριβώς στην αδυναμία της κεντρικής διοίκησης (δηλαδή της κυβέρνησης) να οδηγήσει την Χώρα έξω από τα μνημόνια και την γενικότερη εξάρτηση που ζούμε τα τελευταία έξι χρόνια. Η επίλυση αυτού του προβλήματος, δηλ. αυτής της δεύτερης κρίσης που διερχόμαστε μέσα στον κυκεώνα της πρώτης, περνάει αναγκαστικά μέσα από την απομάκρυνση του φορέα της, που δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό και την Κυβέρνησή του.
Η ύπαρξη μίας οικονομικής κρίσης δημιουργεί εξ αντικειμένου ένα στενό και πολλές φορές ασφυκτικό πλαίσιο στην λειτουργία κάθε κυβέρνησης, καθώς περιορίζει τις επιλογές και έτσι το πεδίο δράσης της. Σε ό, τι αφορά την δική μας περίπτωση, όλες οι κυβερνήσεις που κλήθηκαν να διαχειριστούν το πρόβλημα αυτό υπόκειντο βέβαια σε συγκεκριμένες κατηγορίες πιέσεων. Μπορούμε να αντιστοιχίσουμε αυτήν την πραγματικότητα με την λειτουργία της μέγγενης. Μία κεντρική δύναμη, που στην περίπτωσή μας είναι η κακή και ελλειμματική οικονομία, διοχετεύεται μέσα από έναν μοχλό σε δύο δαγκάνες οι οποίες συμπιέζουν την κυβέρνηση η οποία βρίσκεται στην μέση και έτσι δημιουργούν προβλήματα στη Χώρα και τους πολίτες. Η πρώτη δαγκάνα (πίεση) είναι αυτήν των δανειστών οι οποίοι απαιτούν μία γρήγορη και «τεχνική» προσαρμογή, μία προσαρμογή, δηλαδή, ιδωμένη υπό το πρίσμα των αριθμών και όχι των ανθρώπων. Η δεύτερη δαγκάνα, είναι η κοινωνία που αντιδράει, στην αρχή αρνούμενη να παραχωρήσει κάτι από τα κεκτημένα της, και εν συνεχεία (εύλογα) εξαντλημένη υπό το βάρος που σήκωσε τα χρόνια της προσαρμογής.
Ο λόγος για τον οποίο ο Πρωθυπουργός και οι άνθρωποί του αποτελούν τους φορείς του προβλήματος είναι γιατί μέσα από τα λόγια (προς δανειστές-εταίρους και πολίτες) και τα έργα τους (στην πραγματική οικονομία) έχουν καταφέρει να αυξήσουν αφόρητα όλες τις επιμέρους πιέσεις που περιγράφηκαν παραπάνω, με αποτέλεσμα να «σπάει» η Χώρα και η κοινωνία.
Γιατί, πριν απ’ όλα, από νωρίς ξεκίνησαν έναν ανόητο πόλεμο με τους εταίρους μας στην Ευρώπη εκσφενδονίζοντας προσβολές, ύβρεις και απειλές. Τους κήρυξε ανοιχτά τον πόλεμο, εκείνοι απάντησαν, και έχασε. Και χάνει κάθε φορά που μιλάει - διαπραγματεύεται μαζί τους και μαζί μ’ αυτόν χάνει και η Χώρα. Εξηγήσιμο γιατί, ποιος αγαπάει και βοηθάει κάποιον που του κηρύσσει ανοιχτά τον πόλεμο; Είπε μεγάλα λόγια και στους πολίτες. Έταξε τα πάντα στους πάντες και τώρα δεν μπορεί να εκπληρώσει καμία από τις υποσχέσεις του. Νομίζει ότι νομιμοποιείται με το επιχείρημα ότι ανανέωσε την λαϊκή εντολή με τις εκλογές του Σεπτεμβρίου, αγνοώντας όμως και υποκρύπτοντας τεχνηέντως το ηθικό σκέλος ότι για άλλη μια φορά τους παρουσίασε μία ιδανική εικόνα, κάτι το οποίο κανένας τώρα δεν βλέπει. Και το χειρότερο απ’ όλα, βυθίζει κάθε μέρα την Χώρα ακόμα πιο βαθιά στον βάλτο. Παρέλαβε τον Ιανουάριο του ’15 μία Χώρα έξι μήνες πριν την έξοδο από τα μνημόνια και την μετάβαση στην Προληπτική Πιστωτική Γραμμή (που θα μείωνε αισθητά τις πιέσεις της μέγγενης προς όφελος της κοινωνίας) και, σήμερα, έναν χρόνο μετά αυτό που παίρνουμε είναι μία Χώρα τρία χρόνια βαθύτερα σε ανεφάρμοστα και αδιέξοδα μνημόνια. Σε σχέση με τις εκτιμήσεις για το ’16 συμβαίνουν τα χειρότερα που μπορούσαν. Μεγαλύτερο χρέος, έλλειμμα από πλεόνασμα, ύφεση από ανάπτυξη, αύξηση της ανεργίας από μείωσή της. Κάθε μέρα ακαταστασία και, το χειρότερο, δεν έχουμε καθόλου πειστεί ότι αυτά συμβαίνουν από λάθος!
Ο άλλος δρόμος, ο ακριβώς αντίθετος, θα περνούσε μέσα από μία τυπική και αλληλοσεβασμού σχέση με τους εταίρους, μέγιστη δυνατή προσπάθεια για αλλαγές και εξυγίανση στο εσωτερικό, και βέλτιστη προσπάθεια με αξιοποίηση και του τελευταίου ευρώ για ξανά-χτίσιμο της οικονομίας με έμφαση στην δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Από τον φαύλο κύκλο του γαλαξία ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στον ενάρετο κύκλο της βελτίωσης και ξανά-βελτίωσης, και από το γεωμετρικό σπιράλ καθόδου που ζούμε τώρα στο αντίστοιχο ανόδου που θα είχαμε αν κάναμε τα αντίθετα.
Όλα τα παραπάνω, βέβαια, είναι αναμφισβήτητα γιατί τα βλέπουμε και τα ζούμε. Το χειρότερο όλων, ωστόσο, είναι ότι ο δημόσιος διάλογος τελεί υπό σύγχυση και, αφού συμβαίνει αυτό, είναι αδύνατον ως κοινωνία να συνεννοηθούμε σε κάτι από κοινού. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Πρέπει να το πιάσουμε από την αρχή, και να ξεκινήσουμε από την παραδοχή ότι, όπως σε ένα σπίτι και μία επιχείρηση, έτσι και οι Χώρες διέρχονται περιόδους κρίσεων. Και πρέπει επίσης να πούμε ότι δεν είμαστε οι άχρηστοι του κόσμου επειδή πέσαμε σε κρίση, καθώς και άλλες Χώρες της Ευρώπης παράλληλα με εμάς βρέθηκαν σε παρόμοια κατάσταση και εντάχθηκαν σε καθεστώς μνημονίων. Προφανώς και το μέγεθος του προβλήματος μετράει, πρέπει όμως να παραδεχθούμε ότι οι Χώρες δεν κλείνουν όπως οι επιχειρήσεις και αυτό που μένει τελικά να σκεφτούμε είναι η ποιότητα της αντίδρασής μας. Η κομβική μας διαφορά από αυτούς που κατάφεραν να αποτινάξουν τα μνημόνια από πάνω τους είναι ότι εκεί δεν υπήρχε μία πολιτική δύναμη που να δηλητηριάσει ό, τι προηγούμενο υπήρχε στην πολιτική ζωή του τόπου και, το ακόμα χειρότερο, να πείσει του πολίτες ότι όλοι οι προηγούμενοι ήταν προδότες και χειραγωγούμενοι. Εκεί, οι πολιτικές δυνάμεις φρόντισαν για ένα ελάχιστο συναίνεσης και συνεργασίας ώστε να αντιμετωπίσουν μαζί το πρόβλημα και ότι, εκεί, οι πολιτικές δυνάμεις δεν έκλεισαν ή δεν επεδίωξαν να κλείσουν τις Χώρες τους στο καβούκι τους πιστεύοντας ότι με ένα εθνικό νόμισμα και κλειστά σύνορα θα δημιουργούνταν προοπτική, όταν τα υπόλοιπα κράτη - ανταγωνιστές στον πλανήτη διευρύνουν την αγορά εργασίας και βελτιώνουν τους θεσμούς.
Κάποιοι περιμένουν οι άνθρωποι της κυβέρνησης να αλλάξουν χαρακτήρα. Δεν εκτιμώ την πνευματικότητα ενός ηγέτη της ανατολής που είχε πει «πείτε μου πως τα βουνά αλλάζουν θέση, μόνο μη μου πείτε πως οι άνθρωποι αλλάζουν χαρακτήρα». Εκτιμώ όμως αφάνταστα την ρήση μεγάλου ευρωπαίου πολιτικού του 20ου αιώνα που είχε πει πως «είμαστε αφέντες όσων δεν έχουμε πει και σκλάβοι όσων έχουμε ξεστομίσει», κάτι που πιστεύω ταιριάζει γάντι στην περίπτωση του Πρωθυπουργού και των ανθρώπων του, και θα πρόσθετα στην παραπάνω ρήση και το «και όσα έχουν κάνει».
Ο λόγος για τον οποίο η Ελλάδα δεν έχει καταφέρει ακόμα να βγει από την κρίση, αλλά και δεν διαφαίνεται τέτοια προοπτική, είναι καθαρά πολιτικός (και δυστυχώς για την Χώρα μας, ιστορικά εμπεδωμένος) και οφείλεται στο γεγονός ότι η πολιτική δύναμη που κυριάρχησε σε όλη την διάρκειά της κρίσης (δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ του κου Τσίπρα) πρεσβεύει ακριβώς τα αντίθετα από αυτά που χρειαζόμασταν, και τα έκανε. Γι’ αυτό και τώρα, περισσότερο από ποτέ, το πρόβλημα της Χώρας ενσαρκώνεται στο πρόσωπο του Πρωθυπουργού και των ανθρώπων του και μόνη προοπτική επίλυσής του είναι η απομάκρυνσή τους με Δημοκρατικό τρόπο.