Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2016

Σημαντικά ιστορικά γεγονότα που καθόρισαν τις τύχες των λαών και της χώρας μας . Η Ιστορία τα κρίνει πλέον!!!

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στις 28 Μαΐου του 1979 υπογράφει την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ

Σαν σήμερα το 1960  αρχίζουν οι επίσημες συνομιλίες Ελλάδας και Κοινής Αγοράς και στις 28 Μαίου 1979 μπήκαμε στην ΕΟΚ με την παρακάτω λογική  



Η λογική της ένταξης στην ΕΟΚ

Ο παράγων «Ψυχρός πόλεμος» και η Ελλάδα ως μέλος της τότε Κοινής Αγοράς. Οι ισορροπίες, οι διαβουλεύσεις και οι επιφυλάξεις εταίρων και συμμάχων μέσα από τη μελέτη ανέκδοτου υλικού.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ:  08/02/2015 05:45


Eirini Karamouzi
Greece, the EEC and the Cold War,
1974-1979. The Second Enlargement
Εκδόσεις Palgrave Macmillan, τιμή 60 στερλίνες

«Με μια τελετή στο Ζάππειο Μέγαρο τελείωσε χθες μια μακρά περίοδος που έφερε την Ελλάδα μέσα στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα - δέκατο μέλος σε μια οικογένεια εθνών τα οποία οραματίζονται ένα καλύτερο αύριο και πιστεύουν σωστή όσο και απαραίτητη την επιλογή τους». Η υποδοχή της συμφωνίας προσχώρησης της Ελλάδας στην ΕΟΚ στις 28 Μαΐου 1979 υπήρξε περισσότερο προσγειωμένη παρά ενθουσιώδης: η περιγραφή του «Βήματος» της επομένης είναι ενδεικτική αισιοδοξίας, όχι θριαμβολογίας, και ο τίτλος του πρωτοσέλιδου («Ευρύτατες μεταβολές μετά την ένταξή μας») εκφράζεται με ουδέτερες έννοιες. Με απόσταση σχεδόν τεσσάρων δεκαετιών, στην αρχή μιας άλλης κρίσιμης διαπραγμάτευσης, στο τέλος μιας πενταετίας οικονομικής κρίσης, οιονεί χρεοκοπίας και λιτότητας κατά την οποία αρχιτέκτονες της ένταξης της Ελλάδας στην Κοινή Αγορά, όπως ο Βαλερί Ζισκάρ ντ' Εστέν, έθεσαν εκ των υστέρων εν αμφιβόλω την τότε επιλογή τους, ενώ ευρωσκεπτικιστικά ρεύματα διαπέρασαν τμήματα της ελληνικής κοινής γνώμης, μια επανεξέταση των περιστάσεων της διαμόρφωσης της «Ευρώπης των Δέκα» έρχεται στην κατάλληλη συγκυρία. Το βιβλίο της Ειρήνης Καραμούζη, λέκτορος Σύγχρονης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Σέφιλντ, Greece, the EEC and the Cold War, 1974-1979, εκτός από «γοητευτική μελέτη περίπτωσης της ιστορίας της διεύρυνσης», λειτουργεί και ως συστηματική χαρτογράφηση του εδάφους στο οποίο θεμελιώθηκαν οι σχέσεις Ελλάδας και Δυτικής Ευρώπης στα τέλη του 20ού αιώνα.

Η προσέγγιση της Ειρήνης Καραμούζη εστιάζει στην πορεία των διαπραγματεύσεων μεταξύ ΕΟΚ και Ελλάδας με ιδιαίτερο βάρος στον ρόλο των θεσμικών παικτών: της Κομισιόν, του Συμβουλίου των Υπουργών, του Συμβουλίου της Προεδρίας. Καλύπτει τις επίσημες και ανεπίσημες συναντήσεις των επιτελείων των εννέα μελών προκειμένου να διαμορφωθεί κοινή στάση στις διαπραγματεύσεις, τις διμερείς επαφές μεταξύ της ηγεσίας των χωρών-μελών της ΕΟΚ και της Ελλάδας, τον αντίκτυπο των ευρωπαϊκών περιοδειών τουΚωνσταντίνου Καραμανλή και τη στάση των ΗΠΑ έναντι της όλης διαδικασίας. Προεκτείνοντας τη θέαση των πραγμάτων από τον εθνικό παράγοντα, κυρίαρχο στις ως τώρα μελέτες, στον διεθνή, η Καραμούζη υπογραμμίζει τη σημασία των θεσμικών οργάνων στη διεύρυνση της Κοινότητας, ενώ εντάσσει το επεισόδιο στο ευρύτερο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου όπως διαμορφωνόταν στα τέλη της δεκαετίας του '70.   

Οι παρατεταμένες, πενταετούς διάρκειας διαπραγματεύσεις εξελίχθηκαν σε αναμέτρηση μεταξύ προσδοκίας και επιφυλάξεων. Από την πλευρά της Ελλάδας η προσδοκία της ένταξης στην ΕΟΚ σήμαινε το 1974 την απομάκρυνση από τη μετεμφυλιακή εξάρτηση από τις ΗΠΑ και τη διασφάλιση της δημοκρατικής πορείας της χώρας. Από εκείνη των Ευρωπαίων οι επιφυλάξεις είχαν να κάνουν με την οικονομική και θεσμική υστέρηση της Ελλάδας αναφορικά με τους υπόλοιπους εταίρους αλλά και με ενδεχόμενη εμπλοκή τους στην ελληνοτουρκική διένεξη έπειτα από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Μεταξύ ευσεβών πόθων και δεύτερων σκέψεων μεσολαβούσε το πεδίο της απτής πολιτικής πραγματικότητας. Σε αντίθεση με τη συνήθη ερμηνεία της επίδρασης της προσωπικής φιλίας Καραμανλή - Ζισκάρ ντ' Εστέν στην ευνοϊκή γαλλική στάση έναντι του ελληνικού αιτήματος, για παράδειγμα, η Καραμούζη υποδεικνύει τη σημασία αντικειμενικών παραγόντων. Η συνηγορία του γάλλου προέδρου στο ελληνικό αίτημα οφείλει περισσότερα στην πεποίθησή του ότι μετά την αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ η ένταξη ήταν ένας εύλογος εναλλακτικός τρόπος άσκησης επιρροής στο πολιτικό τοπίο και την ανάπτυξη της χώρας: «Αυτό αξίζει εκατό διαβήματα» έλεγε ο ίδιος. Στο συγκεκριμένο πλαίσιο η τελική αποδοχή της ενταξιακής διαδικασίας της Ελλάδας έγινε με γνώμονα δύο άξονες: την αυτοεικόνα της ΕΟΚ για την τελική της μορφή (μια πολιτική ένωση με άξονα το δημοκρατικό ιδανικό) και τις ψυχροπολεμικές ανησυχίες της Δύσης (πορτογαλική «επανάσταση των γαριφάλων», άνοδος της ιταλικής Αριστεράς, φόβος ελληνικής διολίσθησης σε φιλοσοβιετικές θέσεις ή ουδετερότητα).

Πρακτικά ο δρόμος προς τη συμφωνία δεν ήταν ανέφελος. Η διαπραγμάτευση με την Ελλάδα γινόταν υπό το κράτος της σιωπηρής παραδοχής ότι αποτελούσε προοίμιο για την επερχόμενη διεύρυνση σε Ισπανία και Πορτογαλία. Μια τέτοια διάσταση μετατόπιζε συχνά το πεδίο του διαλόγου. Σε επίπεδο ηγεσιών και διακηρύξεων αρχών επικρατούσε υψιπετής ρητορική, ωστόσο στο τεχνικό επίπεδο εμφανιζόταν το διάκενο μεταξύ προθέσεων και πραγματικότητας. Ως αποτέλεσμα, η πρόοδος των συνομιλιών επί των διαρθρωτικών ζητημάτων ήταν αργή, ενώ η ελληνική πλευρά διαπίστωνε ότι «οι ουσιαστικές διαπραγματεύσεις διεξάγονταν στο εσωτερικό των Εννέα, όχι μεταξύ τους και της Ελλάδας». Παράλληλα η περίπλοκη δυναμική της Κοινότητας σε συνδυασμό με ακανθώδη προβλήματα, όπως αυτό της αγροτικής πολιτικής που λίγο έλειψε να εκτροχιάσει τις επαφές το 1978, έφεραν στο προσκήνιο τις διαφορετικές στρατηγικές των μελών. Ο διάλογος για την ελληνική συνεισφορά στον κοινοτικό προϋπολογισμό απηχούσε τη δυσφορία των Βρετανών για τη δική τους συμμετοχή, η γερμανική παρελκυστική τακτική τη βούληση μεταβολής κανόνων και ρυθμίσεων. Εδώ μπορεί να παρατηρήσει κανείς τη δομικά εμπεδωμένη στους ευρωπαϊκούς θεσμούς απόκλιση συμφερόντων, οδυνηρά προφανή στη σημερινή συγκυρία της γερμανικής οικονομικής μονοκρατορίας.

Τέλος, η Ειρήνη Καραμούζη διορθώνει την ως τώρα κρατούσα οπτική σε σειρά ζητημάτων. Αντίθετα με τα θρυλούμενα για την καίρια γαλλική συμβολή, για παράδειγμα, ήταν η Γερμανία που επωμίστηκε το βάρος της υπεράσπισης της ένταξης της Ελλάδας στην κρίσιμη περίοδο 1978-1979, όταν ο εκλογικός κύκλος στη Γαλλία επέβαλλε άλλες προτεραιότητες. Οσο για την «ευρωσκλήρωση» που υποτίθεται ότι επικρατούσε στην ΕΟΚ τη «ζοφερή» δεκαετία του '70, η συγγραφέας θεωρεί ότι η ενταξιακή διαδικασία της Ελλάδας από κοινού με τη θέσπιση εκλογών για την ανάδειξη Ευρωκοινοβουλίου ή τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου τεκμηριώνουν ότι αποτέλεσε στην πραγματικότητα «πεδίο δοκιμών για νέες σημαίνουσες αφετηρίες». Εύστοχο και επίκαιρο, το έργο της Καραμούζη είναι ταυτόχρονα και ένα βιβλίο από το οποίο αναδύεται η αξία της Ευρώπης ως τόπου πολιτικής - όπου η τέχνη του συμβιβασμού δεν είναι πόλεμος ιδεολογιών, δεν ασκείται ως παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος, δεν εκπίπτει σε πολιτική θεολογία.

http://www.tovima.gr/


Στην ΓΙΑΛΤΑ 4 Φεβρουαρίου 1945: Όταν οι "μεγάλοι" μοίραζαν τον κόσμο

04.02.2014 | 00:22
Image

Γιάλτα 4 Φεβρουαρίου 1945. Στην παραλιακή πόλη της Κριμαίας οι ηγέτες των μεγάλων δυνάμεων της εποχής συζητούν ένα θέμα: πως θα μοιραστούν τον κόσμο!

Ρούζβελτ, Τσόρτσιλ και Στάλιν ,είναι πια οι νικητές του πολέμου που αοματοκύλισε τον πλανήτη και είχε έρθει η ώρα για να αποφασίσουν το αύριο του κόσμου. Ένα αύριο χωρίς Χίτλερ και ναζί, αλλά με νέες “σφαίρες” επιρροής. Σ΄αυτή τη συνδιάσκεψη της Γιάλτας, αποφασίστηκε και η “τύχη” της Ελλάδας. Η οποία ετοιμαζόταν να πανηγυρίσει την απελευθέρωση, για να εισέλθει στον αιματηρό εμφύλιο πόλεμο.

Το κείμενο που ακολουθεί είναι της κυρίας Φωτεινής Τομαή. Το είχε γράψει για το Βήμα ως προϊσταμένη της Υπηρεσίας Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου στο ΥΠΕΞ. Και είναι διαφωτιστικό για το τι συνέβη εκείνες τις ημέρες του Φεβρουαρίου του 1945 στη Γιάλτα.


"Κάθε πόλεμος γεννάει μύθους που χρησιμεύουν στη δικαίωση και διαιώνισή του. Ο Ψυχρός Πόλεμος δεν αποτέλεσε εξαίρεση. H υπόθεση της ειρήνης και το μέλλον της Ευρώπης μετά τον πόλεμο απασχόλησε τους Συμμάχους πολύ νωρίς. H τελευταία συνάντηση του Ρούζβελτ με τον Τσόρτσιλ και τον Στάλιν έγινε στην παραλιακή πόλη της Κριμαίας, τη Γιάλτα. H διάσκεψη που διεξήχθη μεταξύ 4 και 11 Φεβρουαρίου 1945, τυλιγμένη σε ένα πέπλο μυστηρίου, όπως και η χειμερινή ομίχλη που σκέπαζε την πόλη, έχει αποτυπωθεί στην παγκόσμια συνείδηση ως η σημαντικότερη αναμέτρηση αντιπάλων στη διεθνή σκακιέρα. Οχι αδίκως.

Στις 31 Ιανουαρίου 1945 ο πρεσβευτής στην Αγκυρα P. Ραφαήλ ενημερώνει με κρυπτοτηλεγράφημά του το ελληνικό ΥΠΕΞ: «Πληροφορούμαι ασφαλώς ότι διήλθον εκ Στενών επιβαίνοντες αμερικανικού πλοίου και κατευθυνόμενοι νότιον Ρωσίαν εμπειρογνώμονες και λοιπά πρόσωπα συνδιασκέψεως τριών αρχηγών. Κατά τουρκικάς πληροφορίας συνδιάσκεψις αύτη λάβη χώραν πιθανώτατα εν Κριμαία εντός των προσεχών ημερών».

Δύο ημέρες μετά, στις 2 Φεβρουαρίου, ώρα 19.55, στο ΥΠΕΞ φτάνει έτερο κρυπτοτηλεγράφημα από τη Μόσχα του έλληνα πρεσβευτή I. Πολίτη. «Απολύτως απόρρητον. Καίτοι ως εικός άκρα μυστικότης επικρατεί, εν τούτοις πλείσται υπάρχουν ενδείξεις ότι διάσκεψις Τριών ήρξατο ή όσον ούπω άρχεται εις τι μέρος Νοτίου Ρωσίας. Πλην στρατιωτικών ζητημάτων θα συζητηθούν επίσης και πολιτικά ζητήματα, κυρίως. Δηλώσεις Χόπκινς (σημ. σύμβουλος του Ρούζβελτ) εν Ρώμη αφήνουν υπονοηθή ότι μεταξύ Αγγλοαμερικανών και Ρώσων υπάρχουν βασικαί διαφωνίαι...».


Στις 6 Φεβρουαρίου ο Πολίτης επανέρχεται με νέο τηλεγράφημα πληροφορώντας το Κέντρο «από ημερών πρεσβευταί και κυριώτεροι υπάλληλοι ενταύθα βρετανικής και αμερικανικής πρεσβείας ανεχώρησαν προς νότον όπου συνέρχεται διάσκεψις αρχηγών. Χαρακτηριστικόν τυγχάνει ότι καίτοι διάσκεψις αποφασίσθη περί ζητημάτων άτινα καθορίσουν το μέλλον της Ευρώπης και έχουν μεγίστην επιρροήν επί μικρών κρατών, εν τούτοις ουδείς αντιπρόσωπος τελευταίων τούτων προσεκλήθη...».


Ο τόπος σύγκλησης της Διάσκεψης εξακολουθεί να παραμένει άγνωστος. Μόνο σε ιδιόχειρο απόρρητο σημείωμά του με αριθμό 333 στις 18 Ιανουαρίου 1945 ο πρέσβης Θανάσης Αγνίδης από το Λονδίνο ειδοποιούσε ότι ο Τσόρτσιλ δεν θα είχε αντίρρηση να γίνει όσο πιο μακριά γίνεται και υπό άκρα μυστικότητα η συνάντηση των τριών, σημειώνοντας επί λέξει ότι «... ο Βρετανός πρωθυπουργός είναι φύσει (sic) πλέον ευκίνητος και εκ περισσού δεν φείδεται χρόνου και ευμαρείας (comfort) διά μακρυνά ταξείδια!».


* Ανησυχία στην Τουρκία


Το κλίμα επιφύλαξης και δυσπιστίας που επικρατεί στο εσωτερικό της Τουρκίας για το περιεχόμενο των διαβουλεύσεων στην Κριμαία επιδεινώνεται από το γεγονός ότι «... o εν Αγκυρα πρεσβευτής των Σοβιέτ απουσιάζει πάντοτε άνευ ουδεμίας δικαιολογίας, δεν φαίνεται δε επικείμενη η επιστροφή ή η αντικατάστασή του. Τούτο δεν στερείται σημασίας αν ληφθή υπ' όψιν ότι οι Ρώσοι από συστήματος ούτω ενεργούσιν απέναντι των κρατών μετά των οποίων επιζητούσι την δημιουργίαν ζητημάτων...» σημειώνει χαρακτηριστικά με έγγραφό του προς το ΥΠΕΞ ο έλληνας πρεσβευτής στην Αγκυρα (A.Π. 460, 4 Φεβρουαρίου 1945).

Επειτα από αλλεπάλληλα διαβήματά τους τελικώς οι Τούρκοι θα λάβουν επισήμως απάντηση για το θέμα που τους έκαιγε μόλις την 1η Μαρτίου 1945, από τον Ηντεν μέσω του πρεσβευτού τους στο Λονδίνο και λίγες ημέρες αργότερα, στις 8 Μαρτίου, διά στόματος Μολότοφ στον τούρκο πρεσβευτή στη Μόσχα Σαρπέρ ότι το ζήτημα απλώς εθίγη στη Γιάλτα και ότι προσεχώς θα απασχολήσει τη Σοβιετική Ρωσία και την Τουρκία. Ο Σαρπέρ ενοχλημένος, αφού δεν πρόκειται περί απλής αναθεωρήσεως της Συνθήκης, νομικού χαρακτήρος, θα απαντήσει στον Μολότοφ «ότι το ζήτημα είναι χαρακτήρος διεθνούς και δεν ενδιαφέρει μόνον την Τουρκίαν...» (P. Ραφαήλ από Αγκυρα προς ΥΠΕΞ, A.Π. 989, 8 Μαρτίου 1945).


* H Ελλάδα εφησυχάζει


Ο κόσμος έχει ήδη μοιρασθεί. Οι ελληνικές κυβερνήσεις το γνωρίζουν. H χώρα ανήκει στη δυτική σφαίρα επιρροής. H διαβεβαίωση των Αγγλων ότι τα βόρεια σύνορα της χώρας θα διασφαλισθούν (Ραφαήλ A.Π. 1062, 17 Φεβρουαρίου 1945) και η πληροφορία (του ιδίου ξανά) μέσω τουρκικού ΥΠΕΞ ότι ο Στάλιν απέφυγε να δώσει αρωγή στο KKE, είναι γεγονός που εξηγεί τη μετέπειτα διαλλακτική στάση του Κόμματος. Το αυτό επιβεβαιώνει και ο Αγνίδης από το Λονδίνο: «Υφυπουργός εξήρε την μέχρι τούδε εκδηλωθείσαν ειλικρινή (loyal) στάσιν του Στρατάρχου Στάλιν εις το ελληνικό ζήτημα χάριν εις την οποίαν οι ιθύνοντες του EAM εθεώρησαν την παράτασιν του εμφυλίου σπαραγμού ως ασύμφορον και ματαίαν από ιδικής των απόψεως...» (A.Π. 819, 9 Φεβρουαρίου 1945).


Στον τουρκικό Τύπο απαγορεύεται να αναφέρεται στη Γιάλτα. Κάποιοι δημοσιογράφοι έχουν ήδη αρχίσει να παίζουν με τη λέξη Γιάλτα αφού γιαλμά στα τουρκικά σημαίνει ψέμα. Μόλις στις 17 Φεβρουαρίου θα εμφανισθούν υποβολιμαία τα πρώτα ευνοϊκά υπέρ της Διασκέψεως δημοσιεύματα «παρά ταύτα και εν αναμονή στενότερης μετά Αγγλων επαφής εθεωρήθη απαραίτητον διά λόγους πολιτικούς όπως υπογραμμισθή και εν Τουρκία η επιτυχία της Κριμαίας» γράφει ο Ραφαήλ (A.Π. 1100, Φεβρουαρίου 1945).

* Οι γείτονες καραδοκούν


Ο Στάλιν σε όλη τη διάρκεια της Γιάλτας και μετά από αυτήν κατάφερνε να φαίνεται συνεργάσιμος ακόμη και όταν διαφωνούσε. Ετσι, ενώ είχε υποσχεθεί να μην αναμιχθεί στα ελληνικά πράγματα, κι αυτό έκανε αφήνοντας το KKE στο έλεος των αντιπάλων του, προωθούσε ύπουλα την ιδέα της «Βαλκανικής Ομοσπονδίας» που αποσκοπούσε στην ένωση των Σλάβων, τη χειρότερη ίσως απειλή τότε για την Ελλάδα, γνωστού όντος του προαιώνιου πόθου των Βουλγάρων για έξοδό τους στο Αιγαίο.


H πρόσκληση του Ντε Γκωλ στη συνδιάσκεψη των τριών «ήτις ηυχαρίστησεν αντιπροσώπους μικρών κρατών θεωρείται επιτυχία ρωσική διότι εγένετο κατόπιν επιμονής Σοβιετικής Κυβερνήσεως...» έγραφε σε κρυπτοτηλεγράφημά του στις 12 Φεβρουαρίου 1945, ώρα 20.25, ο Πολίτης από τη Μόσχα. «Είναι βέβαιον εν τούτοις ότι Αμερικανοί λάβουν ως αντάλλαγμα ετέρας ικανοποιήσεις» συμπληρώνει αφήνοντας να εννοηθεί η εξασφάλιση εισόδου της Ρωσίας στον πόλεμο κατά της Ιαπωνίας.


H «Liberation», που βρίσκεται κατά τον έλληνα πρεσβευτή στο Παρίσι M. Κοσμετάτο (κρυπτό A.Π. 888, 11 Φεβρουαρίου) σε στενή επαφή με την εκεί βουλγαρική πρεσβεία, εξαπολύει διθυράμβους. Στην Ελλάδα αρχίζουν επιτέλους να ανησυχούν. Ο Αγνίδης συντάσσει υπόμνημα προς το Foreign Office και αναφέρεται στους κινδύνους αυτής της προσέγγισης.
H επίσκεψη Τσόρτσιλ στην Αθήνα σώζει την κατάσταση. Οπως έγραφε στις 17 Φεβρουαρίου 1945 ο Ραφαήλ από την Αγκυρα, η επίσκεψη αυτή «ερμηνεύεται ενταύθα ως σημαίνουσα πλήρη αναγνώρισιν εν Κριμαία αγγλικών απόψεων καθόσον αφορά Ελλάδα εγγύησιν ακεραιότητας βορείων αυτής συνόρων και συνεπώς κατευνάζει ανησυχία νέας εμμέσου Σλαυϊκής προσπάθειας καθόδου Αιγαίον» (A.Π. 1062) 


H ΩΜΗ ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΤΡΟΥΜΑΝ «Οι Ρώσοι ας πάνε στον διάβολο»!

Το μέγα και ακανθώδες ζήτημα στη Γιάλτα δεν ήταν η Γιουγκοσλαβία και ο Τίτο, αλλά το πολωνικό. Ο διαμελισμός της Πολωνίας ανησυχούσε τους Συμμάχους και δημιουργούσε μεγάλη αναστάτωση στους Πολωνούς της Αμερικής. Ο Στάλιν για να δικαιολογήσει τον σοβιετικό επεκτατισμό στα ανατολικά κράτη έδειχνε στον χάρτη την Πολωνία κι έλεγε: «Δυο φορές πέρασαν τα τελευταία 30 χρόνια οι εχθροί μας οι Γερμανοί αυτόν τον διάδρομο. Για το συμφέρον της Ρωσίας θα πρέπει η Πολωνία να είναι ισχυρή και η κυβέρνηση φιλική». Ενώ όμως συμφώνησε για ελεύθερες εκλογές στη χώρα, δεν επέτρεψε τη συμμετοχή των εξόριστων Πολωνών του Λονδίνου.


Στις 12 Απριλίου 1945 ο Ρούζβελτ πεθαίνει. Τον διαδέχεται ο Τρούμαν που υποδέχεται στις 23 του ίδιου μήνα τον Μολότοφ στον Λευκό Οίκο, έξαλλος, με μια καθ' όλα μη διπλωματική συμπεριφορά. Κατά τον αμερικανό σχολιαστή Ντριού Πίρσον ο Μολότοφ «είχε ακούσει τον μουλαρά από το Μιζούρι» και ο διπλωμάτης Τσαρλς Μπόλεν που εκτελούσε χρέη διερμηνέα έμεινε εμβρόντητος λέγοντας πως ουδέποτε είχε ακούσει να επιπλήττεται έτσι ανώτερος επίσημος. «Ποτέ δεν μου μίλησαν έτσι στη ζωή μου» ψέλλισε ο Μολότοφ ενθυμούμενος πόσο δίκιο είχε ο Στάλιν που δεν τον άφηνε να πάει στο Σαν Φρανσίσκο για την ιδρυτική συνεδρίαση των Ηνωμένων Εθνών αλλά επέμενε να πάει κάποιος άλλος, ίσως ακόμα και ο ρώσος πρεσβευτής στην Ουάσιγκτον.


«Τηρήστε τις συμφωνίες σας» του απάντησε ο Τρούμαν «και δεν θα σας ξαναμιλήσουν με τέτοιο τρόπο!». Ο Τρούμαν θα εγκαταλείψει την πολιτική του μονόδρομου στις συμφωνίες του με τη Σοβιετική Ενωση, θα υιοθετήσει τη σκληρή γραμμή του αμερικανού πρεσβευτή στη Μόσχα Χάριμαν και του δημοκράτη γερουσιαστή Βάτενμπεργκ που απεδείχθη μετά την πύρινη ομιλία του (10 Φεβρουαρίου 1945) στο Κογκρέσο πιο δεξιός και από τους Ρεπουμπλικανούς και θα πει το περίφημο: «Ή τώρα ή ποτέ, κι αν δεν θέλουν οι Ρώσοι, ας πάνε στον διάβολο!» (Κόρντελ Χαλ, «Απομνημονεύματα» 1948).


Αλήθεια ή ψέματα, η μεγαλύτερη απώλεια του Ψυχρού Πολέμου για τους Αμερικανούς ήταν ίσως η ιδέα της Ιστορίας...
H κυρία Φωτεινή Τομαή είναι προϊσταμένη της Υπηρεσίας Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου στο ΥΠΕΞ. 

http://www.onalert.gr/