Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2014

Η μαρτυρία ανήλικου πρόσφυγα στο δρόμο της κολάσεως από την Καμπούλ στην Αθήνα

Πάνω από 2.000 χιλιόμετρα με τα πόδια. Ο αγώνας επιβίωσης του 17χρονου ασυνόδευτου πρόσφυγα που έφτασε από το Αφγανιστάν, στην Αθήνα. Ο διακινητής, ο αποχωρισμός από την οικογένειά του και ο εφιάλτης των κέντρων κράτησης. Τι εξομολογείται στο NEWS 247 για τα μελλοντικά του σχέδια
Αφγανιστάν – Ιράν – Τουρκία – Ελλάδα. 2.994 χιλιόμετρα με τα πόδια μέχρι την Κωνσταντινούπολη και από εκεί, με βάρκα μέχρι το κέντρο κράτησης της Μυτιλήνης. Στο κέντρο που «ξυπνούν οι χειρότεροι εφιάλτες». Εκεί που ανήλικοι στοιβάζονται στα ίδια κελιά με ενήλικες και που παιδιά έως 18 ετών αντιμετωπίζονται σχεδόν ως εγκληματίες καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής τους. Τα περισσότερα καταγγέλλουν πείνα, δίψα, έλλειψη θέρμανσης, ψυχολογικά βασανιστήρια, σεξουαλική κακοποίηση και ξυλοδαρμό. «Είναι κανονική φυλακή».
Ο 17χρονος Μ. πέρασε από τα «Ματωμένα Χώματα» τεσσάρων χωρών δύο φορές. Το δικό του προσφυγικό ταξίδι για ένα «καλύτερο αύριο» ξεκίνησε για πρώτη φορά το 2008. «Ήμουν πολύ μικρός τότε. Έφυγα με την οικογένειά μου από το Αφγανιστάν, με προορισμό την Τουρκία. Θέλαμε να φτάσουμε στην Ελλάδα και μετά σε άλλη χώρα της Ευρώπης. Σαν κυνηγημένοι. Θυμάμαι περπατούσαμε ώρες ανάμεσα από βουνά, χωρίς φαγητό ή νερό. Κάναμε στάση σε κάθε χώρα, αλλά ο στόχος μας ήταν ένας. Να γλιτώσουμε. Όταν φτάσαμε στην Τουρκία, ο διακινητής μάς είπε: Δεν χωράτε να μπείτε όλοι μαζί στην ίδια βάρκα! Η μητέρα μου, ο πατέρας μου και τρία αδέρφια μου, έφυγαν. Εγώ έμεινα πίσω με τον κατά δύο χρόνια μικρότερο, αδερφό μου. Ο διακινητής μάς εξήγησε ότι τα λεφτά που του δώσαμε ήταν πολύ λίγα. Πέρασαν επτά χρόνια από τότε. Δεν τους ξαναείδα ποτέ».
Πρόσφυγας σημαίνει άστεγος και εκτοπισμένος. Είναι συνώνυμο του «βιασμένου» (κυρίως, στην ψυχή), μιας και που η φτώχεια αποτελεί την πηγή για όλα τα δεινά που ακολουθούν στην πορεία μέχρι το τέλος. Και η πορεία του 17χρονου Αφγανού, όπως την αφηγείται για πρώτη φορά στο NEWS 247, δεν έχει ακόμη φτάσει στον τερματικό σταθμό. 
Τον τελευταίο ενάμιση μήνα ζει στο Κέντρο Φιλοξενίας «Στέγη Plus +» της Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης «PRAKSIS» (με εταίρο τον Ερυθρό Σταυρό). Στο ανακαινισμένο αρχοντικό της οδού Σκιάθου στην Κυψέλη - που λειτουργεί ήδη από τον περασμένο Ιανουάριο - στεγάζει τις ελπίδες του να ξαναβρεί άμεσα τους δικούς του και να σταθεί και πάλι στα πόδια του. Δεν βλέπει τη χώρα μας ως τόπο διαμονής, αλλά κυρίως, ως πέρασμα σε μία καινούργια ζωή με δικαιώματα, αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης και εφόδια για το μέλλον.
«Οι ανήλικοι ασυνόδευτοι πρόσφυγες και ιδίως, όσοι δεν καταθέτουν αίτηση για άσυλο, είναι προσηλωμένοι σε ένα στόχο: Να φτάσουν στον προορισμό τους. Δεν μπορούν ούτε να δουλέψουν, ούτε να πάνε σχολείο. Σκέφτονται μόνο το τέλος του ταξιδιού. Την Ιθάκη τους», μάς ενημερώνει ο Αλέξανδρος Αντωνάτος που εργάζεται στο Κέντρο Φιλοξενίας και ο μεταφραστής μας, Μοχάμεντ που ανέλαβε το ρόλο του επικοινωνιακού διαύλου.
«Έμεινα πίσω. Ναι, φοβόμουν. Πάντα φοβάσαι. Έπρεπε να μείνω στην Κωνσταντινούπολη για να μαζέψω λεφτά. Δεν γινόταν αλλιώς. Ο αδερφός μου ήθελε να δει τους γονείς μας. Έμαθα ότι η μητέρα μου κατάφερε να φύγει για την Ελβετία, αλλά ο πατέρας μου έμεινε πίσω στην Αθήνα. Μάς είπε να πάμε να τον βρούμε ένας ένας και προσεχτικά. Έδωσα τα χρήματα που είχα μαζέψει στον αδερφό μου. Και έτσι έφυγε για Μυτιλήνη και μετά, για Αθήνα». Μόλις τον Ιανουάριο του 2013, όλη η οικογένεια, βάσει του Ευρωπαϊκού Κανονισμού του Δουβλίνου, κατάφερε να επανενωθεί στην Ελβετία. «Εκεί ζουν σήμερα. Το κράτος τους έδωσε ένα μικρό σπίτι και ένα επίδομα για τα απολύτως απαραίτητα».
 
«Και εσύ;». Ο νεαρός Αφγανός κομπιάζει και με μάτια βουρκωμένα, περιγράφει την περιπέτειά του που τον «ξέβρασε» πίσω στην Καμπούλ, μετά ως ράφτη στο Πακιστάν και ξανά πίσω στην Τουρκία. «Έπεσα στα χέρια των τουρκικών λιμενικών Αρχών και επειδή δεν είχα χαρτιά, με συνέλαβαν. Έμεινα για λίγο σε κέντρο κράτησης, ώσπου τελικά βγήκε η απόφαση της απέλασής μου. Με έστειλαν πίσω στην Καμπούλ. Αλλά δεν το έβαλα κάτω. Ξεκίνησα μόνος το ταξίδι πάλι για Τουρκία. Όταν μου είπε ο πατέρας μου, “Προσπάθησε να έρθεις”, του απάντησα: “Θα το κάνω, αλλά για τελευταία φορά”. Με πήρε δύο χρόνια. Φοβόμουν πάλι. Δεν ξέρεις τι θα σου συμβεί και τι θα συναντήσεις. Δεν ξέρεις καν αν θα καταφέρεις να φτάσεις σε ευρωπαϊκό έδαφος. Από το Αφγανιστάν στο Πακιστάν, ήταν εύκολα. Αλλά από το Πακιστάν στο Ιράν, πρέπει να προχωράς ασταμάτητα 12 – 13 ώρες το λιγότερο, μέσα από βουνά. Πολλοί δεν  τα καταφέρνουν και χάνουν τη ζωή τους σε γκρεμούς. Περνάς ελέγχους, σε στριμώχνουν, σε βρίζουν. Οι διακινητές έχουν την υποχρέωση να σε πάνε σε μικρά βαν και να σε οδηγήσουν μέχρι Τουρκία. Εισπράττουν τα λεφτά και αυτό είναι όλο».
Οι δυσκολίες στον αγώνα επιβίωσης, αμέτρητες. Αλλά ο νεαρός Αφγανός πρόσφυγας επισημαίνει κυρίως, μία: «Όταν με γύρισαν πίσω στην Καμπούλ, δεν είχα πια την οικογένεια μου εκεί. Δεν είχα πού να ξεκουραστώ για να πάρω δυνάμεις. Δεν ήξερα κανέναν. Πήγα στο Πακιστάν και εκεί, δούλεψα για λίγους μήνες ως ράφτης. Έμενα σε σπίτι που μου παραχωρούσε ο εργοδότης μου. Είχα πει δεν θα φύγω. Αλλά έφυγα. Ξεκίνησα πάλι το ταξίδι. Μετά δεν μπορείς να ξαναδουλέψεις. Ο διακινητής είναι ο κύριός σου, το αφεντικό σου. Και μόνο αν του χρωστάς χρήματα, σε αναγκάζει να εργαστείς για να εισπράττει το εισόδημά σου».

Διαβάστε τη συνέχεια εδώ