Γράφει ο Σπύρος Ριζόπουλος
H παροχή ψήφου εμπιστοσύνης και στην κυβέρνηση και η συζήτηση που προηγήθηκε, δεν είχαν καμιά έκπληξη. Σαμαράς και Τσίπρας επιβεβαίωσαν τα αναμενόμενα από τον καθένα
τους, επιχειρώντας να κατοχυρώσουν κέρδη, έστω και πρόσκαιρα, παρά να πάρουν ρίσκα σημαντικών και μεγάλων πολιτικών πρωτοβουλιών. Ο μεν Σαμαράς «κερδίζει» άλλους έξι μήνες στο Μέγαρο Μαξίμου, ο δε Τσίπρας «κερδίζει» την εικόνα του εν αναμονή πρωθυπουργού στο κατώφλι της εξουσίας.
Την ίδια στιγμή η χώρα χάνει και κανείς δεν φαίνεται να δίνει τη σημασία που πρέπει. Μετά από τέσσερα χρόνια μνημονίων και από τη μια «εθνική επιτυχία» στην άλλη, τα spreads των ελληνικών ομολόγων στον παραμικρό υπαινιγμό περί του τέλους της ευρωπαϊκής χρηματοδότησης χτυπάνε κόκκινο. Ο Σαμαράς για να κάνει εκλογές μιλώντας για το «τέλος στα μνημόνια» διακινδυνεύει να στείλει τα spreads πιο πάνω κι από κει που ήταν όταν πήγε ο Γιώργος Παπανδρέου στο Καστελόριζο και ο Τσίπρας προκειμένου να γίνει πρωθυπουργός δεν διστάζει να επαναλάβει το «λεφτά υπάρχουν» και να σκάσει στα δικά του χέρια η «χειροβομβίδα». Η τύχη της χώρας για μια ακόμη φορά παίζεται στα ζάρια των προσωπικών φιλοδοξιών και της νοσηρής λειτουργίας ενός πολιτικού συστήματος που αδυνατεί να βάλει το συμφέρον της χώρας πάνω από το κομματικό συμφέρον.
Το να μην πάνε χαμένες οι θυσίες που έγιναν μέχρι σήμερα δεν σημαίνει πως πρέπει να κερδίσει ο ΣΥΡΙΖΑ. Όπως δεν μπορεί να σημαίνει να κερδίσει η ΝΔ. Η Ελλάδα πρέπει να κερδίσει και πάντως σίγουρα να μη χάσει περισσότερα από όσα έχει χάσει ήδη μέχρι σήμερα. Αλλά αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί με μια χώρα διαιρεμένη, με ένα κράτος σε μόνιμη προεκλογική διάλυση, σε συνθήκες πολιτικής αστάθειας και με ένα πολιτικό σύστημα που δεν μπορεί να βρει έναν Έλληνα για τον οποίο θα συμφωνήσει πως μπορεί να καθίσει στην καρέκλα του Προέδρου της Δημοκρατίας για να συμβολίσει την ενότητα του ελληνικού λαού και του ελληνικού έθνους. Όταν δεν μπορούμε να μεταδώσουμε ούτε αυτό το μήνυμα, τότε πως προσδοκούμε να κερδίσουμε τον πόλεμο με τους δανειστές μας;
Η πρόταση για μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας που θα στηρίζεται από μια όσο το δυνατόν πιο ευρεία κοινοβουλευτική πλειοψηφία (εξαιρουμένης της Χρυσής Αυγής, για να μην πάει κανενός το μυαλό στο κακό….) είναι η μόνη σοβαρή πρόταση που ακούγεται τούτη την ώρα. Έχει υποστηρικτές και στη ΝΔ (Γιώργος Βλάχος) και στο ΠΑΣΟΚ (Σηφουνάκης και άλλοι) και στο χώρο της ευρύτερης κεντροαριστεράς (Λυκούδης). Σίγουρα μπορεί να έχει και την υποστήριξη σχεδόν όλων των ανεξαρτητοποιημένων βουλευτών, οι οποίοι ουδόλως – πλην Κακλαμάνη – έδειξαν να συμμερίζονται την αισιοδοξία Σαμαρά για διεύρυνση της κυβερνητικής πλειοψηφίας. Κι είναι λογικό. Αν δεν μιλήσουμε για μια άλλη κυβέρνηση, με άλλο σκοπό και με άλλο πρωθυπουργό, δεν μπορούν να αναζητηθούν παραπάνω από τους 155 βουλευτές που υπερψήφισαν τα μεσάνυχτα της Παρασκευής τη σημερινή κυβέρνηση.
Οι σκοποί αυτής της κυβέρνησης θα είναι τρεις:
Πρώτον, να κάνει ό,τι πρέπει να κάνει σε επίπεδο διαπραγματεύσεων με τους δανειστές ώστε να επέλθει το τέλος των μνημονίων, με τρόπο όμως που δεν θα προκαλεί πανικό στις αγορές. Δεν καταλαβαίνω γιατί αυτός δεν μπορεί να είναι ο κοινός σκοπός μια κυβέρνησης που θα στηρίζεται και από τη ΝΔ και από το ΣΥΡΙΖΑ.
Δεύτερον, να συμφωνηθεί η εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας. Αναγνωρίζοντας μάλιστα το προβάδισμα του ΣΥΡΙΖΑ στις ευρωεκλογές, είναι πολιτικά δίκαιο να είναι αυτός που θα πρέπει να κάνει την πρότασή του και το πρόσωπο που θα υποδειχθεί να τύχει της συναίνεσης των υπολοίπων.
Τρίτον, να συμφωνηθεί το πλαίσιο της Συνταγματικής Μεταρρύθμισης πάνω σε τρεις βασικούς άξονες: α) απευθείας από το λαό εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας με αυξημένες αρμοδιότητες που θα ισορροπεί το πρωθυπουργοκεντρικό μοντέλο που γνωρίσαμε και χρεωκόπησε τη χώρα, β) θεσμικές τομές που θα εγγυώνται την απονομή δικαιοσύνης , γ)ξεκαθάρισμα του τι πρέπει να τελεί υπό συνταγματική προστασία και τι πρέπει να αφεθεί στον κοινό νομοθέτη, στο πλαίσιο μιας επιδιωκόμενης αναβάθμιση του ρόλου του κοινοβουλίου, ώστε ο βουλευτής να μην ντρέπεται για αυτό που είναι, όπως συμβαίνει σήμερα με το να είναι παθητικός και άβουλος, υπερψηφίζοντας ή καταψηφίζοντας βροχή τροπολογιών.
Τι είναι τόσο δύσκολη σε μια τέτοια εθνική συνεννόηση; Τίποτα εκτός από τη φιλοδοξία του Σαμαρά να συνεχίσει να είναι πρωθυπουργός και του Τσίπρα να γίνει πρωθυπουργός.
ΥΓ1: Ο Σαμαράς «έκαψε» την ομιλία του με την δημόσια υποστήριξη στον Πρετεντέρη. Φαντάζομαι δεν ήταν λάθος του κειμενογράφου του. Ήταν λάθος του πρωθυπουργού. Κι όταν ένας πρωθυπουργός κάνει τέτοια παιδαριώδη λάθη που δεν τα κάνει ούτε ο κειμενογράφος του, έχουμε λόγους να ανησυχούμε.
ΥΓ2: Την αφωνία του Τσίπρα στην επίθεση που δέχτηκε από τον Βενιζέλο μετά την ομιλία του, πώς να την ερμηνεύσω; Μεγαλοψυχία ή… ανετοιμότητα; Αλλά αν δεν είσαι έτοιμος να αντιμετωπίσεις τον Βενιζέλο, πως θα πας να αντιμετωπίσεις τα «αφεντικά» του;