Το βασικότερο γνώρισμα που θα πρέπει να χαρακτηρίζει το νέο υπό διαμόρφωση αναπτυξιακό πρότυπο της χώρας θα πρέπει να είναι ο εξαγωγικός χαρακτήρας και προσανατολισμός του,
αναφέρεται σε μελέτη της Τράπεζας Πειραιώς, την οποία υπογράφει ο Ηλίας Λεκκός, επικεφαλής οικονομικός αναλυτής.
Όπως σημειώνεται στη μελέτη, η επιτυχία ή μη της προσπάθειας δημιουργίας ενός εξωστρεφούς αναπτυξιακού προτύπου δεν είναι συνάρτηση μόνο του κόστους εργατικού δυναμικού. Αντίθετα, χώρες με πολύ υψηλότερα επίπεδα εργατικού κόστους και ασφαλιστικών εισφορών έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν σημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημα, εστιαζόμενες σε εξαγωγές προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας, τα οποία προϋποθέτουν σημαντικό βαθμό εξειδίκευσης.
Σύμφωνα με τους δείκτες συγκριτικού πλεονεκτήματος, η Ελλάδα φέρεται να επικεντρώνεται σε εξαγωγές αγαθών, όπως καπνό, είδη διατροφής, γεωργικά προϊόντα, ακατέργαστα γουναρικά και υφαντικές ίνες, καθώς και ορυκτά και μεταλλεύματα.
Το βασικό γνώρισμα των ελληνικών εξαγωγών είναι η πολύ μικρή προστιθέμενή τους αξία, καθώς πρόκειται για βασικά αγαθά τα οποία εξάγονται σε ακατέργαστη και πρωτογενή μορφή χωρίς να υφίστανται καμία περαιτέρω επεξεργασία επί ελληνικού εδάφους, γεγονός που θα αύξανε το οικονομικό όφελος των εξαγωγών για την ελληνική οικονομία και θα συνέβαλε στην ανάδειξη επώνυμων ελληνικών προϊόντων. Άμεση συνέπεια του χαμηλού βαθμού εξειδίκευσης των ελληνικών εξαγωγών είναι ότι η Ελλάδα καταλαμβάνει μόλις την 54η θέση στην παγκόσμια κατάταξη με βάση τον δείκτη εξειδίκευσης εξαγόμενων εμπορευμάτων.
Η πρόκληση, λοιπόν, για το μέλλον δεν μπορεί να είναι η αύξηση των μεριδίων αγοράς μέσω της περαιτέρω συμπίεσης του εργατικού κόστους. Αντίθετα, θα πρέπει να δοθεί έμφαση στην περαιτέρω εγχώρια επεξεργασία των προϊόντων, μεταλλευμάτων και αγροτικής παραγωγής, στα οποία η Ελλάδα έχει συγκριτικό πλεονέκτημα, με ταυτόχρονη ανάδειξη ελληνικών επώνυμων προϊόντων, τα οποία θα μπορέσουν να ενσωματώσουν υψηλότερα περιθώρια κέρδους, απαλλάσσοντας τις ελληνικές εξαγωγικές επιχειρήσεις από τον συνεχή ανταγωνισμό από χώρες χαμηλού εργατικού και παραγωγικού κόστους, αναφέρει η μελέτη.