Η πολιτική της εξωστρέφειας και της επιθετικής διπλωματίας, που έχει επιλέξει να ακολουθήσει ο Βλαντιμίρ Πούτιν με αφορμή το θέμα της Συρίας, οδήγησε τον Ρώσο Πρόεδρο στο να υπογράψει άρθρο στη σημερινή έκδοση των New York Times, για να εξηγήσει τις θέσεις της
Μόσχας, να φέρει σε δύσκολη θέση τη στρατηγική των ΗΠΑ, και να απευθυνθεί ουσιαστικά αδιαμεσολάβητα στην αμερικανική κοινωνία.
Σημειώνεται ότι την προηγούμενη εβδομάδα, και στο πλαίσιο της προσπάθειάς του να αποτρέψει ένα στρατιωτικό χτύπημα της Δύσης κατά της Συρίας του Μπασάρ αλ Άσαντ, ο Βλαντιμίρ Πούτιν είχε προτείνει να εμφανιστεί ενώπιον του Κογκρέσου, προκειμένου να εξηγήσει τις θέσεις της Ρωσίας για το ζήτημα των χημικών όπλων της Δαμασκού, πριν από τις κρίσιμες ψηφοφορίες για το αν θα δοθεί στον Μπαράκ Ομπάμα το “πράσινο φως” για επίθεση.
Αναλυτικά, το άρθρο του Βλαντιμίρ Πούτιν στους “New York Times” έχει ως εξής:
“Τα πρόσφατα γεγονότα γύρω από το θέμα της Συρίας με οδήγησαν στην απόφαση να μιλήσω απευθείας στον αμερικανικό λαό και την πολιτική ηγεσία του. Είναι σημαντικό να συμβεί αυτό σε μια εποχή ανεπαρκούς επικοινωνίας μεταξύ των δυο κοινωνιών μας.
Οι σχέσεις ανάμεσα στις χώρες μας έχουν περάσει από διαφορετικά στάδια. Σταθήκαμε η μια απέναντι στην άλλη κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Ήμασταν όμως και Σύμμαχοι κάποτε, και μαζί νικήσαμε τους Ναζί. Και στη συνέχεια ιδρύθηκε ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών, για να αποτρέψει την επανάληψη μιας τέτοιας καταστροφής.
Οι ιδρυτές του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών κατάλαβαν ότι οι αποφάσεις που αφορούσαν τον πόλεμο και την ειρήνη θα έπρεπε να λαμβάνονται μονάχα στο πλαίσιο συνεννόησης και συναίνεσης, και με τη σύμφωνη γνώμη των Ηνωμένων Πολιτειών, καθιερώθηκε στον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών το δικαίωμα του βέτο από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Η σοφία αυτής της απόφασης έχει χαρακτηρίσει και ενισχύσει τις σχέσεις μεταξύ των χωρών, για δεκαετίες.
Κανείς δεν θέλει να έχει ο ΟΗΕ την τύχη της Κοινωνίας των Εθνών, η οποία κατέρρευσε επειδή δεν είχε την απαιτούμενη ισορροπία. Και κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί, αν χώρες με αυξημένη επιρροή προσπερνούν τα Ηνωμένα Έθνη, και προχωρούν σε στρατιωτική δράση χωρίς την έγκριση του Συμβουλίου Ασφαλείας.
Το πιθανό χτύπημα των ΗΠΑ κατά της Συρίας, παρά την έντονη αντίδραση πολλών χωρών και μεγάλων πολιτικών και θρησκευτικών ηγετών, μεταξύ των οποίων και του Πάπα, θα έχει ως αποτέλεσμα περισσότερα αθώα θύματα και κλιμάκωση του πολέμου, ενδεχομένως οδηγώντας σε διάχυση της σύγκρουσης και έξω από τα σύνορα της Συρίας.
Ένα τέτοιο χτύπημα θα αύξανε τη βία, και θα απελευθέρωνε ένα καινούριο ρεύμα τρομοκρατίας. Θα μπορούσε να υπονομεύσει τις προσπάθειες για εξεύρεση λύσης στο πυρηνικό πρόβλημα του Ιράν, καθώς και στη διαμάχη ανάμεσα στο Ισραήλ και την Παλαιστίνη, και θα αποσταθεροποιήσει περαιτέρω τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική. Θα μπορούσε να οδηγήσει σε ανισορροπία ολόκληρο το σύστημα του διεθνούς δικαίου και της τάξης.
Στη Συρία δεν διεξάγεται μια μάχη για τη Δημοκρατία, αλλά μια ένοπλη σύγκρουση ανάμεσα στην κυβέρνηση και την ανιπολίτευση, σε μια χώρα πολυθρησκευτική. Υπάρχουν λίγοι υπερασπιστές της Δημοκρατίας στη Συρία. Υπάρχουν όμως πάρα πολλοί μαχητές της Αλ Κάιντα και εξτρεμιστές που μάχονται κατά της κυβέρνησης. Το ίδιο το State Department έχει συμπεριλάβει στον κατάλογο των τρομοκρατικών οργανώσεων ομάδες όπως το Μέτωπο της Αλ Νούσρα, που μάχονται στο πλευρό της αντιπολίτευσης. Αυτή η διεθνής σύγκρουση, την οποία έχει πυροδοτήσει η ενίσχυση της αντιπολίτευσης με όπλα από τη διεθνή κοινότητα, είναι μια από τις πιο αιματηρές στον κόσμο.
Μισθοφόροι από αραβικές χώρες πολεμούν εκεί, και εκατοντάδες στρατιώτες από δυτικές χώρες, καθώς και απο τη Ρωσία αποτελούν ζήτημα βαθιάς ανησυχίας για εμάς. Δεν θα επιστρέψουν στις χώρες τους, έχοντας την εμπειρία της Συρίας; Εξάλλου, αφού πολέμησαν στη Λιβύη, οι εξτρεμιστές μεταφέρθηκαν στο Μαλί. Και αυτό μας απειλεί όλους.
Η Ρωσία κινήθηκε με τέτοιον τρόπο ώστε να δώσει στη Συρία τη δυνατότητα να παρουσιάσει ένα συμβιβαστικό σχέδιο για το μέλλον της. Δεν προστατεύουμε την κυβέρνηση της Συρίας, αλλά τον διεθνή νόμο. Πρέπει να χρησιμοποιήσουμε το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, και πιστεύουμε ότι το να τηρεί κανείς τον νόμο και την τάξη στον σημερινό σύνθετο και περίπλοκο κόσμο, αποτελεί έναν από τους λίγους τρόπους για να αποτρέψουμε τη διολίσθηση των διεθνών σχέσεων στο χάος. Ο νόμος παραμένει νόμος, και πρέπει να τον ακολουθούμε, είτε μας αρέσει είτε όχι. Σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο που ισχύει σήμερα, η χρήση στρατιωτικής βίας επιτρέπεται μονάχα για περιπτώσεις αυτοάμυνας ή με την απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας. Οτιδήποτε άλλο δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό, στο πλαίσιο του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, και θα συνιστά επιθετική πράξη.
Κανείς δεν αμφιβάλει ότι στη Συρία έγινε χρήση χημικών όπλων. Έχουμε όμως πολλούς λόγους να πιστεύουμε ότι δεν χρησιμοποιήθηκαν από τον συριακό στρατό, αλλά από τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης, έτσι ώστε να προκαλέσουν την επέμβαση των διεθνών δυνάμεων που τους προστατεύουν. Και δεν πρέπει να αγνοηθούν πληροφορίες ότι οι αντάρτες σχεδιάζουν ακόμη μια επίθεση αντιπερισπασμού, αυτή τη φορά κατά του Ισραήλ.
Είναι ανησυχητικό ότι στρατιωτικές επεμβάσεις σε διεθνείς συγκρούσεις σε ξένες χώρες έχουν καταστεί κοινός τόπος για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Είναι προς το συμφέρον των ΗΠΑ σε βάθος χρόνου; Αμφιβάλω. Εκατομμύρια άνθρωποι σε όλον τον κόσμο, αρχίζουν να βλέπουν τις ΗΠΑ όχι σαν μοντέλο Δημοκρατίας, αλλά ως μια χώρα που στηρίζεται αποκλειστικά στην ωμή στρατιωτική δύναμη, διαμορφώνοντας συνασπισμούς κάτω από το σλόγκαν “είστε είτε μαζί μας, είτε εναντίον μας”.
Η άσκηση μιας τέτοιας δύναμης όμως, έχει αποδειχθεί αναποτελεσματική και άσκοπη. Το Αφγανιστάν δεν στέκεται στα πόδια του, και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τι θα συμβεί, μετά την αποχώρηση των διεθνών δυνάμεων. Η Λιβύη έχει διαιρεθεί μεταξύ φυλών και συμμοριών. Στο Ιράκ ο εμφύλιος πόλεμος συνεχίζεται, με δεκάδες ανθρώπους να χάνουν τη ζωή τους κάθε μέρα. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, πολλοί βλέπουν αναλογίες ανάμεσα στο Ιράκ και τη Συρία, και αναρωτιούνται για ποιόν λόγο να θέλει η κυβέρνησή τους να επαναλάβει πρόσφατα λάθη.
Ανεξαρτήτως του πόσο στοχευμένοι θα είναι οι βομβαρδισμοί, ή πόσο “έξυπνα” τα όπλα που θα χρησιμοποιηθούν, οι ανθρώπινες απώλειες είναι αναπόφευκτες, συμπεριλαμβανομένων ηλικιωμένων και παιδιών, τους οποίους οι βομβαρδισμοί υποτίθεται ότι αποσκοπούν στο να προστατεύσουν.
Ο κόσμος αντιδρά ρωτώντας: Αν δεν μπορείς να στηριχτείς στον διεθνή νόμο, τότε πρέπει να βρεις άλλους τρόπους για να διασφαλίσεις την ασφάλειά σου. Έτσι, αυξάνεται ο αριθμός των χωρών που αναζητούν να αποκτήσουν όπλα μαζικής καταστροφής. Αυτό είναι λογικό: Αν έχεις τη βόμβα, κανείς δεν μπορεί να σε αγγίξει. Μένουμε στην προσπάθεια να ενισχύσουμε τον αφοπλισμό, την ώρα που προκαλούμε το αντίθετο αποτέλεσμα.
Πρέπει να σταματήσουμε να χρησιμοποιούμε τη γλώσσα της δύναμης, και να επιστρέψουμε στο μονοπάτι της πολισμένης διπλωματίας και των πολιτικών διευθετήσεων.
Τις τελευταίες μέρες ενέσκυψε μια νέα ευκαιρία να αποφύγουμε τη στρατιωτική δράση. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ρωσία και όλα τα μέλη της διεθνούς κοινότητας, θα πρέπει να αξιοποιήσουμε την πρόθεση της κυβέρνησης της Συρίας να θέσει τα χημικά όπλα της κάτω από διεθνή έλεγχο, προκειμένου στη συνέχεια το οπλοστάσιο αυτό να καταστραφεί.
Κρίνοντας από δηλώσεις του Προέδρου Ομπάμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες βλέπουν αυτή την πραγματικότητα ως μια εναλλακτική στην ανάληψη στρατιωτικής δράσης κατά της Συρίας.
Καλωσορίζω το ενδιαφέρον του Προέδρου στη συνέχιση του διαλόγου με τη Ρωσία για τη Συρία. Πρέπει να δουλέψουμε μαζί, για να κρατήσουμε ζωντανή αυτή την ελπίδα, όπως είχαμε συμφωνήσει στη Σύνοδο των G8 στη Βόρεια Ιρλανδία τον Ιούνιο, και να επαναφέρουμε τη συζήτηση στην οδό των διαπραγματεύσεων.
Αν μπορούμε να αποφύγουμε τη βία κατά της Συρίας, η εξέλιξη αυτή θα βελτιώσει την ατμόσφαιρα στις διεθνείς σχέσεις και θα ενδυναμώσει την αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ μας. Θα συνιστά την κοινή επιτυχία μας, και θα ανοίξει την πόρτα της συνεργασίας και σε άλλα κρίσιμα ζητήματα.
Η συνεργασία και η προσωπική σχέση μου με τον Πρόεδρο Ομπάμα, χαρακτηρίζεται από αυξανόμενη εμπιστοσύνη. Και το εκτιμώ αυτό. Μελέτησα προσεκτικά το διάγγελμά του προς τον αμερικανικό λαό την Τρίτη. Και θα διαφωνήσω με μια αποστροφή του, ότι η πολιτική των ΗΠΑ είναι αυτή που σας κάνει ξεχωριστούς. Είναι εξαιρετικά επικίνδυνο να ενθαρρύνεις ανθρώπους να βλέπουν τον εαυτό τους ως ξεχωτιστό, όποιο κι αν είναι το κίνητρο.
Υπάρχουν μεγάλες και μικρές χώρες, πλούσιες και φτωχές, εκείνες με μακρά παράδοση στη Δημοκρατία και εκείνες που ακόμη αναζητούν τον δρόμο τους προς τη Δημοκρατία. Οι πολιτικές τους διαφέρουν, επίσης. Είμαστε διαφορετικοί, όταν όμως ζητάμε την ευλογία του Θεού, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Θεός μας έπλασε ίσους”.