Παρά το γεγονός ότι η αποδοχή της ρωσικής πρότασης να τεθεί υπό διεθνή έλεγχο και να καταστραφεί το χημικό οπλοστάσιο της Συρίας αποτελεί μια συμβιβαστική λύση που αποτρέπει, προς το παρόν, μια ακόμη πολεμική εκστρατεία με αμφίβολα αποτελέσματα, είναι βέβαιο ότι βρισκόμαστε ακόμη στην αρχή της διαδικασίας πολιτικής επίλυσης του συριακού προβλήματος.
Όσο βέβαιο είναι πως ο Άσαντ, την ανάγκη φιλοτιμίαν ποιούμενος, αποδέχθηκε την πρόταση για να διαιωνίσει την εξουσία του, άλλο τόσο βέβαιο είναι πως οι αντίπαλοί του (που επιθυμούσαν μια επέμβαση εδώ και τώρα με αντικειμενικό στόχο την απομάκρυνσή του) δεν θα σταματήσουν να κυνηγούν με κάθε μέσο τον στόχο τους.
Αν και πίστευαν πως η λεγόμενη διεθνής κοινότητα θα αντιδρούσε όπως και σε όλες τις προηγούμενες περιπτώσεις (Κόσσοβο, Ιράκ, Αφγανιστάν, Λιβύη), αυτή τη στιγμή, βλέπουν τα σχέδιά τους να αναβάλλονται και αυτό μπορεί να του καταστήσει ακόμη πιο επικίνδυνους.
Η Συρία διαθέτει χημικά όπλα και αυτό δεν αποδεικνύεται μόνο από το γεγονός
ότι δεν έχει υπογράψεις τις σχετικές διεθνείς συμβάσεις, αλλά και από στοιχεία που έχουν κατά καιρούς συλλεγεί.
Δεν υπάρχει, δηλαδή, ζήτημα αμφισβήτησης, όπως συνέβη με την περίπτωση του Ιράκ.
Η καταστροφή τους αποτελεί πολύ κρίσιμη υπόθεση, διότι ο λαός της πολύπαθης χώρας δεν κινδυνεύει μόνο από το καθεστώς Άσαντ, αλλά και από τους αντιπάλους του – σε περίπτωση που επικρατούσαν και τα χημικά όπλα περνούσαν στα χέρια τους.
Όχι μόνο επειδή ούτε αυτοί θα δίσταζαν να τα χρησιμοποιήσουν σε βάρος του πληθυσμού – άλλωστε αυτή τη στιγμή δεν γνωρίζουμε καν ποιος προέβη στο έγκλημα της 21ης Αυγούστου – αλλά και επειδή θα βρίσκονταν στην εξουσία μετά από έναν μακρύ και αιμοσταγή εμφύλιο.
Και επομένως θα περνούσαν σε πράξεις αντεκδίκησης – ιδιαίτερα αυτή που δηλώνουν φανατικοί ισλαμιστές-τζιχαντιστές και είναι βέβαιο ότι θα έστρεφαν τον φανατισμό τους κατά του εκεί χριστιανικού πληθυσμού.
Μια επίθεση στη Συρία (του γνωστού τύπου των πολέμων του 21ου αιώνα, δηλαδή με αεροπορικές επιδρομές και πλήρη αδιαφορία για το τι θα συμβεί στη χώρα που υφίσταται την πολεμική επιδρομή μετά τη λήξη της) είναι βέβαιο ότι δεν θα κατέστρεφε το σύνολο του χημικού οπλοστασίου της χώρας.
Όπως, όμως, διαβάζουμε στο πολύ ενδιαφέρον βιβλίο «Χημικά και Βιολογικά Όπλα – Υπαρκτή Ασύμμετρη Απειλή» του γεωστρατηγικού αναλυτή Βασίλη Γιαννακόπουλου και του καρδιολόγου του 251 ΓΝΑ Γεώργιου Καρυστινού, που αναμένεται να εκδοθεί στις αρχές Οκτωβρίου 2013, η καταστροφή των χημικών όπλων και των εγκαταστάσεων παραγωγής χημικών όπλων, που προβλέπεται από τη Σύμβαση για τα Χημικά Όπλα (Chemical Weapons Convention - CWC), είναι μια χρονοβόρα και δύσκολη διαδικασία.
Από τον Απρίλιο του 1997 (έναρξη ισχύος της CWC), 13 χώρες (Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Κίνα, Γαλλία, Ινδία, Ιράν, Ιράκ, Ιαπωνία, Λιβύη, Ρωσία, Σερβία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ηνωμένες Πολιτείες, και μια χώρα που δεν κατονομάζεται), οι οποίες υπέγραψαν τη Σύμβαση, δήλωσαν την ύπαρξη συνολικά 70 εγκαταστάσεων παραγωγής χημικών όπλων.
Μέχρι την 28η Φεβρουαρίου του 2013, έχουν καταστραφεί 64 εγκαταστάσεις και εκκρεμεί η καταστροφή άλλων έξι.
Θα χρειαστούν δηλαδή είκοσι χρόνια για να καταστραφούν όλα.
Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα δηλαδή.
Αυτά συμβαίνουν όταν η περίφημη διεθνής κοινότητα δεν ασχολείται εγκαίρως με ένα θέμα και λειτουργεί ανάλογα με τα συμφέροντα και τους πολιτικούς συσχετισμούς της στιγμής.
Όλα τα υπόλοιπα – περί ανθρωπιστικών καταστροφών και ευαισθησιών – είναι στάχτη στα μάτια.
Διότι όλοι τους γνώριζαν εδώ και πολλά χρόνια και το ποιόν αυτών των καθεστώτων και τον τρόπο με τον οποίο εξοπλίζονταν και τη μη συμμόρφωσή τους στις διεθνείς συμβάσεις.
Το θέμα, λοιπόν, δεν ήταν τα χημικά.
Αυτά τα γνώριζαν και έπρεπε να επιβάλουν την καταστροφή τους πριν φθάσουν οι γνωστές αποτρόπαιες εικόνες στους τηλεοπτικούς δέκτες της Δύσης.
Το θέμα ήταν η επιλογή της στιγμής για έναν ακόμη πόλεμο, που είναι βέβαιο ότι δεν θα ανταποκριθεί στον διακηρυγμένο στόχο του περί καταστροφής των χημικών – αντίθετα κινδυνεύει απλώς να προκαλέσει μια νέα αφόρητη κατάσταση, κατά την οποία απλώς τα χημικά θα αλλάξουν χέρια.
Μάλιστα, ο πόλεμος θα προσέθετε και νέα θύματα, ενώ μετά την λήξη των βομβαρδισμών, ο εμφύλιος θα συνεχιζόταν κανονικά.
Και βέβαια, περισσότερο και από την ρωσική πρόταση, αυτό που μέτρησε στην Ουάσιγκτον είναι πως οι μετρήσεις δείχνουν ότι έξι στους δέκα Αμερικανούς δεν επιθυμούν στρατιωτική επέμβαση στη Συρία, παρά το γεγονός ότι θεωρούν βέβαιο ότι για την ανθρωπιστική καταστροφή της 21ης Αυγούστου ευθύνεται το καθεστώς Άσαντ.
Όπως φαίνεται, ισχύει πάντα η ιστορική φράση του Μάρσαλ Μακλούαν:
«Ο πόλεμος στο Βιετνάμ δεν χάθηκε στα πεδία των μαχών, αλλά στα σαλόνια των αμερικανικών σπιτιών».