Ιδιαίτερα
επώδυνη μπορεί να καταλήξει η αγκαλιά του μωρού, ο θηλασμός του και η αλλαγή
της πάνας για τις νέες μητέρες, αλλά μερικές
φορές και για τους νέους πατέρες
και παππούδες. Αιτία δεν είναι άλλη από τον λανθασμένο τρόπο σηκώματος και
κρατήματος του παιδιού, κίνηση που επαναλαμβάνεται τουλάχιστον 30 φορές κάθε
ημέρα.
Όπως
μας εξηγεί ο ορθοπαιδικός χειρουργός άνω άκρου Δρ. Παναγιώτης Γιαννακόπουλος «ο
πόνος στον καρπό είναι σύνηθες σύμπτωμα που βιώνουν οι νέοι γονείς, λόγω της
απειρίας τους να παίρνουν αγκαλιά το μωρό τους εκτελώντας τη σωστή κίνηση. Τοποθετούν,
δηλαδή, τα χέρια τους κάτω από τις μασχάλες του και το σηκώνουν, με αποτέλεσμα
να εμφανίζουν μια πολύ συχνή, επώδυνη πάθηση υπέρχρησης, που αναφέρεται συχνά
και ως “αντίχειρας της μαμάς”. Οι παθήσεις υπέρχρησης, όπως φανερώνει το όνομά
τους, προκύπτουν από την υπερκόπωση ενός μέλους, οδηγώντας σε κακώσεις
τενόντων, συνδέσμων, μυών και οστών, με κυρίαρχο σύμπτωμα τον πόνο και την
αδυναμία εκτέλεσης κινήσεων».
Οι
τένοντες είναι ινώδεις συνδετικές δομές που μοιάζουν με κορδόνια που συνδέουν
τους μυς με τα οστά και τους χόνδρους. Όταν ένας μυς συσπάται και κονταίνει, τραβάει
τον τένοντα, ο οποίος στη συνέχεια προκαλεί την κίνηση ενός σκέλους του
σώματος. Οι τένοντες που διαπερνούν τον καρπό προκαλούν την κίνησή του, των
δακτύλων και του αντίχειρα. Η τενοντίτιδα καρπού προκύπτει όταν οι τένοντες
φλεγμαίνουν, δηλαδή είναι ερεθισμένοι, οιδηματώδεις και πονούν, λόγω
τραυματισμού τους. Ειδικά η τενοντίτιδα που επηρεάζει την κίνηση του αντίχειρα ονομάζεται
τενοντίτιδα De Quervain.
Όταν
οι γονείς τοποθετούν τα χέρια τους κάτω από τις μασχάλες του μωρού για να το
σηκώσουν αγκαλιά, χρησιμοποιούν τον μακρύ απαγωγό τένοντα και τον βραχύ
εκτείνοντα τένοντα, που μπορεί να προκαλέσει πόνο κοντά στον αντίχειρα ή γύρω
από τον καρπό. Η κίνηση και η στάση των χεριών κατά τον θηλασμό μπορούν επίσης να
προκαλέσουν τη συγκεκριμένη πάθηση, αλλά κι ένα φάσμα άλλων παθήσεων που
επηρεάζουν τον καρπό, τον αντίχειρα, τα δάχτυλα και ακόμη και το αντιβράχιο και
τον αγκώνα. Οι ενδοκρινολογικές διαταραχές που εμφανίζονται στη γυναίκα κατά τη
διάρκεια της εγκυμοσύνης και του θηλασμού ευθύνονται επίσης για την εμφάνιση
της παθολογίας.
Η
τενοντίτιδα De Quervain εμφανίζεται 8 με 10 φορές συχνότερα στις γυναίκες ηλικίας
30 με 50 ετών. Υψηλό κίνδυνο εμφάνισής της έχουν επίσης και τα άτομα που χρησιμοποιούν
το χέρι τους σε συνεχή πλάγια κίνηση του καρπού, με ταυτόχρονη σύλληψη του αντίχειρα,
όπως για παράδειγμα οι χρήστες πληκτρολογίου, τεχνίτες που χρησιμοποιούν σφυρί
ή άλλα βαριά εργαλεία και εκτελούν επαναλαμβανόμενες κινήσεις καθώς και ορισμένοι
αθλητές.
«Το
κύριο σύμπτωμα είναι ο πόνος στη βάση του αντίχειρα όταν γίνεται γροθιά, ο οποίος
αρχικά είναι ανεκτός, σταδιακά εντείνεται όταν εκτελείται κίνηση που απαιτεί ισχυρά
δύναμη αδρής και πλάγιας σύλληψης, και τελικά γίνεται μόνιμος, οπότε επέρχεται
και αδυναμία εκτέλεσης κινήσεων που χρειάζονται τη συμμετοχή του αντίχειρα, ο
οποίος ορισμένες φορές “κολλάει” κατά την κίνηση», σημειώνει ο Δρ.
Γιαννακόπουλος.
Η
κλινική εξέταση είναι συνήθως επαρκής για την έγκυρη διάγνωση. Ο ορθοπαιδικός
ελέγχει την ευαισθησία στη βάση του αντίχειρα, ενώ συχνά εμφανίζεται οίδημα στην
περιοχή. Η επιβεβαίωση της διάγνωσης επιτυγχάνεται με μια ειδική δοκιμασία, το Finkelstein’s test, που στην ύπαρξη του
συνδρόμου καθίσταται πολύ επώδυνο, ενώ σπάνια απαιτείται απεικονιστικός
έλεγχος. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί προκειμένου να αποφευχθεί σύγχυση
μεταξύ του συνδρόμου και της αρθρίτιδας του αντίχειρα.
Η
φαρμακευτική θεραπεία, η ακινητοποίηση του αντίχειρα και η φυσικοθεραπεία
συνήθως αποδίδουν για την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων που προκαλεί η
τενοντίτιδα De Quervain. Για τις θηλάζουσες μητέρες απαιτείται βεβαίως η
έγκριση και του γυναικολόγου προτού αποφασιστεί η λήψη αναλγητικών ή
αντιφλεγμονωδών φαρμάκων. Οι ενέσεις κορτιζόνης αποτελούν επιλογή για μη
θηλάζουσες μητέρες και για όλους όσοι συμμετέχουν στη φροντίδα του παιδιού.
Ειδικότερα,
η ξεκούραση της περιοχής με τη χρήση νάρθηκα συστήνεται προκειμένου να
παραμείνει σταθερός ο αντίχειρας για τουλάχιστον μία εβδομάδα. Οι νάρθηκες
μπορούν να προσαρμοστούν ώστε να ταιριάζουν σε μια μητέρα σύμφωνα με το πώς
τοποθετεί το χέρι της όταν παίρνει αγκαλιά το μωρό της. Μόλις ο καρπός μπορεί
να κινηθεί χωρίς πόνο, ο ασθενής μπορεί να ανακουφιστεί από τα συμπτώματα περαιτέρω
με τη βοήθεια ενός φυσικοθεραπευτή, ο οποίος μέσω κρυοθεραπείας, υπερήχων και
άλλων θεραπειών μπορεί να αντιμετωπίσει τη φλεγμονή και τον πόνο, αλλά και μέσω
ασκήσεων να ενδυναμώσει ξανά τον αντίχειρα.
Η
αναζήτηση επαγγελματικής συμβουλής από τον ορθοπαιδικό είναι επιβεβλημένη εάν ο
πόνος δεν βελτιωθεί ή επιδεινωθεί, εάν ο καρπός παρουσιάσει ακαμψία, μούδιασμα
ή μυρμήγκιασμα στον καρπό και στα δάχτυλα.
Ο
γιατρός είναι σε θέση να αξιολογήσει τις ατομικές ανάγκες κάθε ασθενούς και να
αποφασιστεί από κοινού η καταλληλότερη θεραπεία, η οποία μπορεί να προσαρμοστεί
στις νέες μητέρες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που θηλάζουν.
«Όταν
όμως η συντηρητική θεραπεία δεν αποδίδει συστήνεται η εκτέλεση χειρουργικής επέμβασης,
η οποία γίνεται με τοπική αναισθησία και προσφέρει άριστα λειτουργικά αλλά και
αισθητικά αποτελέσματα. Ο στόχος της επέμβασης είναι να ανοιχτεί το 1ο ραχιαίο διαμέρισμα
και να αναιρεθεί η δυσκολία κίνησης των τενόντων, ενώ σχεδόν πάντα απαιτείται καθαρισμός
αυτών από το φλεγμένων έλυτρο. Θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στη προφύλαξη
του επιπολής κλάδου του κερκιδικού νεύρου, ενός νευρικού στελέχους της περιοχής,
καθώς ο τραυματισμός είναι δυνατόν να οδηγήσει σε σοβαρή λειτουργική ανεπάρκεια.
Η αναζήτηση και διάνοιξη και του δεύτερου διαμερίσματος, όταν αυτό υπάρχει,
είναι χειρουργικό βήμα που πρέπει πάντα να ακολουθείται», καταλήγει ο Δρ.
Παναγιώτης Γιαννακόπουλος.
Το
σίγουρο είναι ότι καθώς το μωρό μεγαλώνει αλλάζει και ο τρόπος που οι γονείς το
σηκώνουν, οπότε επιλύεται σταδιακά και το πρόβλημα.